οι Πέρσες λεηλατούσαν την Ελλάδα, ο Παυσανίας, ο αρχηγός των Λακεδαιμονίων,
αφού πήρε 500 χρυσά τάλαντα απ’ τον
Ξέρξη, σκόπευε να προδώσει την Σπάρτη. Όταν αυτός αποκαλύφθηκε, τον καταδίωξε ο
Αγησίλαος, ο πατέρας του, μαζί με άλλους ως το ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς και,
αφού έφραξε με πέτρες τις πόρτες του ναού, τον σκότωσε με τη στέρηση της τροφής
∙ η μητέρα του δε άταφο τον άφησε, όπως εξιστορεί ο Χρύσερμος στο δεύτερο
βιβλίο των Ιστορικών του.
Ενότητα 2η
Θεμιστοκλής ενέδρευε κοντά στη Σαλαμίνα ∙ στους Έλληνες φαινόταν καλό να φύγουν
αλλά στο Θεμιστοκλή (φαινόταν καλό ) να ναυμαχήσουν σε στενή θάλασσα. Και καθώς δεν τους έπειθε
να μείνουν – είχε το Σίκιννο, το δούλο, το παιδαγωγό των παιδιών του- , στέλνει
λοιπόν αυτόν το Σίκιννο νύχτα στο βασιλιά, για να του μηνύσει δήθεν λόγω
συμπάθειας ότι οι ελληνικές δυνάμεις σκοπεύουν να αποχωρήσουν, « να
ναυμαχήσεις». Ο βασιλιάς πείθεται και ναυμαχεί και το πλήθος των πλοίων του το
συνέτριψε η στενή θάλασσα ∙ έτσι οι Έλληνες, παρά τη θέλησή τους, νίκησαν με τη
σοφία του αρχηγού τους.
λοιπόν κάποιος αναλαμβάνει το έργο της ιστορίας (δηλ. το καθήκον του
ιστοριογράφου), οφείλει να ξεχάσει τη φιλία και το μίσος και πολλές φορές να
στολίζει τους εχθρούς του με τους μεγαλύτερους επαίνους, όταν τα γεγονότα το
επιβάλλουν και επίσης να ελέγχει και τους πιο αγαπητούς, όταν αυτό υποδεικνύουν
οι λανθασμένες πράξεις τους (τα σφάλματα των έργων τους). Γι’ αυτό ακριβώς δεν
πρέπει να διστάζει ούτε τους φίλους να κατηγορεί ούτε και τους εχθρούς να
εγκωμιάζει.
Χριστός ενώ ήταν πλούσιος, έγινε φτωχός, για να ελεήσουμε κι εμείς τους φτωχούς,
ως αδελφούς του Δημιουργού και κριτή μας. Και ποια είναι η αμοιβή από την αγάπη
μας για τους φτωχούς; Σε μια δύσκολη
μέρα θα λυτρώσει αυτόν ο Κύριος (δηλ. αυτόν που αγαπά και ελεεί τους
φτωχούς). Δηλώνει ότι η μέρα της κρίσης φέρνει
οδύνες και πόνους για τους αμαρτωλούς. Ο Κύριος θα ελευθερώσει ως φως
αυτούς που ελεούν τους φτωχούς. Γιατί τους χρωστάει φιλανθρωπία, αφού αυτός ο
ίδιος δανείστηκε την ελεημοσύνη από αυτούς ∙
και είπε δια στόματος Σολομώντος ∙ όποιος ελεεί φτωχό, δανείζει στο Θεό.
Μα εσύ, βέβαια, Νικία, είσαι σοφός. Αλλά όμως εγώ συμβουλεύω το Λυσίμαχο αυτόν
εδώ και το Μελησία να αφήσουν κατά μέρος και εμένα και εσένα σχετικά με την
παιδεία των νέων, να μην αφήσουν όμως αυτόν εδώ το Σωκράτη, όπως από την αρχή
υποστήριζα μάλιστα, αν και τα δικά μου παιδιά ήταν σε ηλικία μαθητείας αυτά τα
ίδια θα έκανα.
Και εγώ συμφωνώ με αυτά ∙ αν βέβαια θέλει ο Σωκράτης να φροντίσει για την
παιδεία των νέων, να μη ζητήσουμε κανέναν άλλο.
κάποιος Απολλοφάνης από την Κύζικο, ο οποίος και με το Φαρνάβαζο τύχαινε από
παλιά να είναι φίλος από φιλοξενία και με τον Αγησίλαο εκείνη τη εποχή έγινε φίλος. Αυτός λοιπόν είπε στον
Αγησίλαο ότι θα μπορούσε να φέρει τον Φαρνάβαζο σ’ αυτόν για συνομιλίες με
σκοπό τη σύναψη συμμαχίας. Όταν ο Αγησίλαος τον άκουσε, αφού έκαναν συμφωνία
και χειραψία, εμφανίστηκε (ο Απολλοφάνης)
οδηγώντας το Φαρνάβαζο στο συμφωνημένο τόπο, όπου ο Αγησίλαος και οι 30
στρατιώτες που ήταν μαζί του, περίμεναν καθισμένοι κάτω στο χορτάρι ∙ ο δε
Φαρνάβαζος είχε έρθει φορώντας στολή μεγάλης αξίας. Αφού του τοποθέτησαν κάτω
οι υπηρέτες τους κεντητά μαξιλάρια, πάνω στα οποία κάθονται οι Πέρσες μαλακά,
ντράπηκε για τον πολυτελή τρόπο ζωής του, γιατί έβλεπε την απλότητα του
Αγησίλαου ∙ κάθισε λοιπόν και ο ίδιος κάτω έτσι όπως ήταν. Και πρώτα πρώτα
αντάλλαξαν μεταξύ τους χαιρετισμό, έπειτα καθώς ο Φ πρότεινε το δεξί του χέρι,
πρότεινε και ο Αγ. το δικό του. ύστερα
από αυτό άρχισε το λόγο ο Φαρνάβαζος, γιατί ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία.
Φερενίκη έφερνε το γιο της, για να αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς αγώνες. Επειδή
όμως οι Ελλανοδίκες την εμπόδιζαν να δει τους αγώνες, αφού παρουσιάστηκε
ενώπιον των αρχών, υπερασπίστηκε τον εαυτό της λέγοντας ότι είχε πατέρα
Ολυμπιονίκη και 3 αδελφούς (Ολυμπιονίκες) και η ίδια γιο αγωνιστή στους Ολυ. αγώνες ∙ και υπερνίκησε τους άρχοντες και το νόμο, ο οποίος εμπόδιζε τις
γυναίκες από τη θέαση των αγώνων και έτσι είδε τους Ολυμπιακούς αγώνες.
παιδιά να υπακούτε στους γονείς σας σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου ∙ γιατί
αυτό είναι δίκαιο. Να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου, που είναι η πρώτη
εντολή, η οποία περιέχει υπόσχεση, για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια
στη γη. Όμως και οι πατέρες μην εξοργίζετε τα παιδιά σας, αλλά να τα
ανατρέφετε, σύμφωνα με την παιδεία και τη νουθεσία του Κυρίου.
άλλον ίσως που είχε μείνει πίσω κάπου λόγω της ραθυμίας (του) και που εμπόδιζε
να προχωρήσουμε και εσάς, που προπορευόσασταν και εμάς που ακολουθούσαμε, τον
χτύπησα με γροθιά, για να μη χτυπηθεί από τους εχθρούς με λόγχη. Τώρα λοιπόν
είναι δυνατό σ’ αυτούς, αφού σώθηκαν, να με τιμωρήσουν, αν έπαθαν από μένα κάτι
αντίθετο με το δίκαιο. Αν όμως έπεφταν στα χέρια των εχθρών, ποιο μεγάλο κακό
θα πάθαιναν τότε, για το οποίο θα θεωρούσαν σωστό να με τιμωρήσουν; Για μένα,
είπε, η απολογία είναι απλή• αν, δηλαδή, τιμώρησα κάποιον για το καλό του,
θεωρώ σωστό να με τιμωρήσετε έτσι όπως (τιμωρούνται) οι γονείς για τη στάση
τους στους γιους τους και οι δάσκαλοι στους μαθητές τους• άλλωστε, και οι
γιατροί κάνουν καυτηριασμούς και εγχειρήσεις για το καλό.
κυβερνήτης πλοίου, όταν παρατήρησε ότι στο μέσον του πελάγους γερανοί στρέφονταν
και πετούσαν προς τα πίσω είδε συγχρόνως ότι εξαιτίας ριπής αντίθετου ανέμου
εκείνοι έφυγαν μακριά. Και αφού έγινε μαθητής, όπως θα μπορούσες να πεις, των
πτηνών( δηλαδή : αφού διδάχτηκε από τα πτηνά), άλλαξε πορεία προς τα πίσω και
έτσι έσωσε το πλοίο του. Και αυτό μεταφέρθηκε
μέσω της παράδοσης στους ανθρώπους, αφού τους έγινε το πρώτο μάθημα και
συγχρόνως διδασκαλία από αυτά τα πουλιά.
λοιπόν, να επαινούμε αυτό το κατόρθωμα των αντρών που τότε ναυμάχησαν, επειδή
δηλαδή εξάλειψαν το φόβο που διακατείχε τους Έλληνες και τους έκαναν να μην
τρομάζουν από το πλήθος των πλοίων και των ανδρών. Συμβαίνει λοιπόν να έχουν
διδαχθεί οι υπόλοιποι Έλληνες και από τους δύο αυτούς, δηλαδή και από αυτούς
που πολέμησαν στο Μαραθώνα και από αυτούς που ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα, αφού από
τους μαραθωνομάχους στις μάχες ξηράς και από τους άλλους στις ναυμαχίες έμαθαν
και συνήθισαν να μην φοβούνται τους βαρβάρους.