Για ένα παιδί που κοιμάται, Δήμητρα Χριστοδούλου

                    Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού
βιβλίου
  1. Περιγράψτε πώς περνάει τη μέρα και τη
    νύχτα του το παιδί.
Το
παιδί έχει έρθει στην Ελλάδα ως οικονομικός μετανάστης, χωρίς την οικογένειά
του. Για να επιβιώσει, καθαρίζει όλη την ημέρα  τα τζάμια των διερχόμενων αυτοκινήτων, όταν
σταματούν στα φανάρια. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων άλλοτε τον αμείβουν για τις
υπηρεσίες του με λίγα κέρματα, όσα θέλει ο καθένας, άλλοτε

τον προσπερνούν αδιάφορα,
 άλλοτε  τον αποπέμπουν ενοχλημένοι και κάποιοι τον
προσβάλλουν. Ενώ ασκεί ένα τίμιο επάγγελμα και 
δεν επιβαρύνει κανέναν με την παρουσία του, συχνά νιώθει ταπεινωμένος,
περιφρονημένος και ανεπιθύμητος.

Είναι άστεγος και  το βράδυ εξαντλημένος  βρίσκει καταφύγιο στο μηχανοστάσιο ενός
εργοστασίου, το οποίο του παραχωρεί ο νυχτοφύλακας με οικονομικό αντάλλαγμα.
Εκεί ανάμεσα στις μηχανές, ο μικρός βιοπαλαιστής κουκουλωμένος στο παλτό του
αδελφού του αναπολεί τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του, την ξενοιασιά των
παιδικών του χρόνων, το δάσκαλό του  και
κυρίως το ζεστό χάδι της μητέρας του, ευτυχισμένες στιγμές  που χάθηκαν για πάντα. Συνάμα αισθάνεται την
πικρή γεύση της διάψευσης, γιατί η Ελλάδα που συνάντησε, απέχει από την Ελλάδα
που οραματιζόταν.
  1. Το ποίημα αναφέρεται σε δύο χρονικά
    επίπεδα και χωρίζεται σε δύο αφηγηματικά μέρη. Ποια είναι αυτά και τι
    περιλαμβάνει το καθένα;
 Η αφήγηση κινείται
 σε δύο ευρύτερους χώρους (Ελλάδα- τόπος
προέλευσης) και σε δύο χρονικά
επίπεδα, στο παρόν και στο παρελθόν. (Βλέπε και Δομή). Στο παρόν τοποθετείται η
ποιητική περιγραφή, που παρουσιάζει τις δύσκολες συνθήκες ζωής του μικρού στην
Ελλάδα, την καθημερινότητά του κάτω από τον φωτεινό σηματοδότη της λεωφόρου και
τη νύχτα του δίπλα στα μηχανήματα του εργοστασίου (πρώτη και τρίτη στροφική
ενότητα). Στο παρελθόν ανήκουν οι αναμνήσεις του μικρού από τη στερημένη,
φτωχική αλλά γεμάτη θαλπωρή ζωή στον τόπο του. 
Το χάδι της μητέρας  και η
φροντίδα της  μήπως κρυώσει το παιδί, τα
ελληνικά στο στόμα του δασκάλου και τα χιονισμένα βουνά  συνθέτουν το σκηνικό του παρελθόντος, που ο
μικρός  αναπολεί με νοσταλγία. (δεύτερη
ενότητα)
Έχει
όμως σημασία πώς κατανέμονται οι αναφορές στο παρόν και το παρελθόν μέσα στο
ποίημα. Ειδικότερα: Η πρώτη στροφή δίνει το χρονικό παρόν του ποιήματος : «Νύχτα». Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει και
τη μοναξιά και την απόγνωση του ήρωα. Στη συνέχεια παρατηρούμε αναδρομή στο
πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή σε όσα προηγούνται της νύχτας. Από το στίχο : « Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια»  και μέχρι το στίχο: «Και το μερίδιο του Νυχτοφύλακα» , αναπαριστάται η ζωή του κατά τη
διάρκεια της ημέρας. Αν και η πρώτη στροφική ενότητα περιγράφει το παρόν και τη
σκληρή καθημερινότητα του μικρού παιδιού στην Ελλάδα, υπάρχει υπόμνηση του
παρελθόντος στο στίχο: «Με του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος».
Στη
δεύτερη στροφή οι αναμνήσεις του μικρού άλλες ζωηρές και άλλες αχνές μάς
μεταφέρουν στο παρελθόν του και στο σπίτι του, ενώ ο τελευταίος στίχος (Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη.) σηματοδοτεί
την έξοδο από το παρελθόν και την επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα των
φαναριών και του εργοστασίου.
Η
Τρίτη στροφική ενότητα αναφέρεται μεν στο παρόν του παιδιού στην Ελλάδα, αλλά
στην ουσία συναιρεί δύο χρονικά επίπεδα, τη μέρα του και τη νύχτα του στην πόλη
και δύο χώρους, τη λεωφόρο και το μηχανοστάσιο. Είναι φανερό ότι μεγαλύτερο
χώρο  της ποιητικής περιοχής καταλαμβάνει
το παρόν. Αυτό συνδέεται με την πρόθεση της ποιήτριας   να φανερώσει ότι  η βιοπάλη, η μοναξιά, η ανασφάλεια και οι
στερήσεις του παρόντος σβήνουν βίαια το παρελθόν  αποδυναμώνοντας και τις πιο γλυκιές
αναμνήσεις .
  1. Ποια σχέση
    φαίνεται να έχει με την ελληνική γλώσσα το παιδί; Αιτιολογήστε την
    απάντησή σας βρίσκοντας και άλλες εκφράσεις του κειμένου, που αποτυπώνουν
    τη συναισθηματική του κατάσταση.
Το
παιδί φαίνεται να έχει στενή σχέση με την ελληνική γλώσσα. Όταν ανατρέχει στα ανέμελα
παιδικά του χρόνια,  έρχεται στη μνήμη του
ο δάσκαλος και  μόλις θυμάται «κάτι
ελληνικά που άκουγε απ’ το στόμα του» Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ελληνική
είναι η μητρική του γλώσσα, που όμως ακούγοντας μόνο την ελληνική της διασποράς
και ζώντας αποκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα υπήρχε κίνδυνος να ξεχάσει.
Επομένως, αυτός και η οικογένειά του κατέβαλαν συνειδητή προσπάθεια να τη μάθει,
έχοντας πάντα τον πόθο επιστροφής στην πατρίδα ή τουλάχιστον νιώθοντας την
ανάγκη να μην αποκοπούν από τις ρίζες τους. Η αμοιβή μάλιστα του δασκάλου με
γάλα, μαρτυρεί ότι η φτωχή οικογένεια έκανε θυσίες, για να μάθει το παιδί τη
γλώσσα του. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένας 
δεσμός με την μητρόπολή -Ελλάδα. Τώρα που  το σώμα του βρίσκεται στην Ελλάδα και η
καρδιά του στο σπίτι του,  τα ελληνικά
τον συνδέουν με την πατρίδα που αποχωρίστηκε. Του ξυπνούν παιδικές τρυφερές
αναμνήσεις.
    Όμως διαπιστώνει ότι αλλιώς ηχούσε η
ελληνική γλώσσα μακριά από την Ελλάδα 
και αλλιώς ηχεί τώρα.  Η γλώσσα
στο στόμα του δασκάλου τού έφερνε ήχους 
και χρώμα  από γυαλιστερά βότσαλα
στη θάλασσα. Η γλώσσα στο στόμα των οδηγών που τον αποπέμπουν και τον
ταπεινώνουν έχει διαφορετικό ήχο, σκληρό, βάρβαρο.  Ακόμα και η γλώσσα του βλέμματος των οδηγών, «το
φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη», πληγώνει το παιδί. Όταν όμως είναι θερμοί,
ευγενείς και φιλικοί το παιδί χαίρεται στο άκουσμα των ελληνικών και αισθάνεται
«εγκάρδια» τη γλώσσα.
  1. Βρείτε στο κείμενο εικόνες που
    δείχνουν α) τη στερημένη ζωή β) τον αγώνα για την επιβίωση που δίνει
    καθημερινά το παιδί.
Το
ποίημα είναι πλούσιο από εικόνες που απεικονίζουν την καθημερινότητα, τη
βιοπάλη και την ψυχική δοκιμασία του μικρού παιδιού. Άλλες ανήκουν στο χρονικό
παρόν του ποιήματος και άλλες αναφέρονται στο παρελθόν.
     α)    Η πρώτη εικόνα του ποιήματος παρουσιάζει το
παιδί  ξαπλωμένο στο έδαφος και στριμωγμένο
ανάμεσα στα εργοστασιακά μηχανήματα, τυλιγμένο με το παλτό του αδελφού του να
προσπαθεί να ξεκουραστεί, πριν ξημερώσει μια νέα δύσκολη μέρα. Η εικόνα αυτή
καταγράφει τη στερημένη του ζωή.
     β)   Ακολουθεί η εικόνα που αποτυπώνει την καθημερινή
του μάχη για επιβίωση. Καθαρίζει βιαστικά τζάμια και εισπράττει  λίγα κέρματα ή αδιάφορα βλέμματα ή καμιά φορά
και προσβλητικά λόγια από τους ενοχλημένους οδηγούς.
Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών
*       
Βρείτε
την εθνικότητα του παιδιού, με βάση τα στοιχεία για τον τόπο και τις συνθήκες
ζωής των κατοίκων του που δίνονται στο ποίημα, και εντοπίστε στο χάρτη τη χώρα,
από την οποία προέρχεται. Με τη βοήθεια των καθηγητών της Ιστορίας και της
Γεωγραφίας εξετάστε τη σχέση της χώρας αυτής με τον ελληνισμό.
Το
ποίημα δεν δίνει με σαφήνεια  στοιχεία
για  την καταγωγή του παιδιού και τη χώρα
προέλευσής του, παρά μόνο υπαινικτικά. Από την αναφορά στα χιονισμένα βουνά της
πατρίδας του και από την πληροφορία ότι διδασκόταν ελληνικά στο σχολειό του
μπορούμε να υποθέσουμε ότι ζούσε σε χώρα που τοποθετείται βορειότερα της
Ελλάδας και σε περιοχή με οργανωμένη ελληνική κοινότητα. Από την πληροφορία ότι
η αμοιβή του δασκάλου ήταν ένα μπουκάλι γάλα καταλαβαίνουμε επίσης ότι ήταν χώρα
ορεινή και φτωχή. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η οικογένεια του
παιδιού  ήταν μια από τις ελληνικές
οικογένειες Ποντίων που ζούσαν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και υποχρεώθηκαν
να μετακινηθούν προς τις παρυφές της Ρωσίας
       Η ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού στα
εδάφη πρώην σοβιετικής Ένωσης χρονολογείται μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα
π.Χ., οπότε ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές αποικίες στις περιοχές της βόρειας
ακτής του Εύξεινου Πόντου και τον Καύκασο. Από τον
  9ο μ.Χ. αιώνα αναπτύσσονται
επίσημες επαφές μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων και στη συνέχεια η Ρωσία
εκχριστιανίζεται από το Βυζάντιο.
         Όταν το 1453 μαζί με την
Κωνσταντινούπολη καταρρέει και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, πολλοί  Έλληνες από τις νότιες ακτές του
  Εύξεινου Πόντου βρίσκουν
καταφύγιο στη Ρωσία. Κατά την Οθωμανική κυριαρχία η Ρωσική Αυτοκρατορία υποδέχεται
όλο και πυκνότερα κύματα  Ελλήνων, που
εγκαταλείπουν τον μικρασιατικό Πόντο, αναζητώντας προστασία.
 Οι ελληνικοί πληθυσμοί
εγκαθίσταται (1778) κυρίως στην Αζοφική και αργότερα (1801-1856) στις πεδιάδες
της Γεωργίας.Μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου
  (1877-1878) οι Έλληνες που
ζουν
  στην περιοχή ξεπερνούν  τους 180.000, ενώ ο  ρυθμός μετανάστευσης προς
το χώρο της
Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του 19ου  αιώνα αυξήθηκε κατά 600%.  Μετά την υπογραφή της
συνθήκης της Λωζάνης το 1923 το σύνολο όσων Ελλήνων μεταναστεύουν στον Καύκασο
και την υπόλοιπη Ρωσία υπολογίζεται σε 150.000 – 250.000, με αποτέλεσμα ο
πληθυσμός των Ελλήνων
  στην Σοβιετική Ένωση να ανέρχεται σε 700.000.
    Στις νέες χώρες οι Έλληνες αναζήτησαν την
οικονομική ανάπτυξη, το ειρηνικό κλίμα και τις πολιτικές προϋποθέσεις, για να
ανασυνταχθούν, να προοδεύσουν και να αναπτύξουν τα γράμματα και την παιδεία.
Επειδή κύριο μέλημά τους ήταν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα και
επομένως τη γλωσσική τους ακεραιότητα, ίδρυσαν  σχολεία,
  τήρησαν με ευλάβεια  τα έθιμά τους, μιλούσαν και μάθαιναν  τη γλώσσα τους.
       Παρά τις διώξεις, τις πολιτικές πιέσεις,
τους οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις
από τα παράλια προς την κεντρική Ασία την περίοδο 1930-1950, ακόμη και παρά τα
εγκλήματα που έγιναν εις βάρος τους, το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων που παρέμειναν
στη Σοβιετική Ένωση κατόρθωσε να επιζήσει  να διατηρήσει την ελληνικότητά του και να
διασώσει την ιδιαίτερη πολιτιστική του ταυτότητα. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού
σοσιαλισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, περίπου   200.000
εισέρρευσαν στην Ελλάδα, ενώ παραμένουν εκεί ακόμη περίπου
  500.000. Οι Έλληνες αυτοί της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ειδικότερα της Ρωσίας αποτελούν μία ιδιαίτερη ομάδα
του ελληνικού έθνους, πρέσβειρά  της στο
εξωτερικό,  με  ιδιαίτερη αξία στο σημερινό πολιτικό
περιβάλλον, το οποίο επηρεάζεται πλέον σημαντικά από την επάνοδο της Ρωσίας στο
διεθνές προσκήνιο.




This site is protected by wp-copyrightpro.com