Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.
και τα βογκητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική
φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.
γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που
γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.
πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε
κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε
θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια
ειρωνεία που έσφαζε.
βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι
πέντε χρονών. Και πολλές από τη Νάουσα που ‘χαν ανέβει στο βουνό μετά την
αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με
το πάτζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και
βιάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη… Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο
ίδιος, ή να σκοτώσεις κανένα από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε
εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.
φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.
κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν…
μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ’ άλλα βάζεις
παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ’ άλλα γράμματα και τι
λέει η φράση.
πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!
κάψει τα αέρια από το πάτζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης, θεέ
μου, τι πρόσωπο!…
καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο.
Πότε – πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά.
Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε, γιατί τώρα έβλεπε
καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και
ψιθύρισε.
δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δε θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και
τον παρακαλούσε:
πως δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Σ’ εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη
χαρά που δε χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ’ εξορκίζω Λίνο, μη μ’
εμποδίσεις! Σ’ αυτά που χάσαμε και σ’ αυτά που περιμένουμε, μη μ’ εμποδίσεις!»
κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του
συντρόφου του που τράβαγε κουπί:
νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει ν’ τους πάμε στο ορεινό
χειρουργείο, θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;»