Οι ζωφράφοι της Γέφυρας του Μπρούκλιν ( Brooklyn Bridge showing painters on suspenders) -October 7, 1914. Φωτογράφος Eugene de Salignac |
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Η γέφυρα του Μπρούκλιν»
Μπήξε μια φωνή
από τη χαρά σου CΟΟLIDGE
Για κάτι τέτοια εγώ
μ’ όλη μου την καρδιά τα σπαταλάω τα λόγια. Κοκκινίσετε λοιπόν
όμοια με της σημαίας μου το ύφασμα
τέτοιον έπαινο ακούγοντας
κι ας πα’ να ‘σαστε σεις
δέκα φορές που λέει ο λόγος
οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Όπως μέσα στην εκκλησία
μπαίνει
με κατάνυξη ο πιστός
όπως απλός και
σοβαρός
πάει να κλειστεί σ’ ένα κελί και ν’ ασκητέψει
όμοια κι εγώ
μέσα στα σύννεφα στα που απλώνει
το ηλιοβασίλεμα το αποκαλυπικό
με ταπεινοσύνη αληθινή
ανεβαίνω
πάνω στη γέφυρα του Μπρούκλιν.
Όπως εισβάλλει ο νικητής
σε κάποια πολιτεία
που την πνίγει ο κορνιαχτός
καβάλα στα κανόνια του
πόχουν λαιμό αψηλό σαν της καμηλοπάρδαλης —
όμοια κι εγώ, γιομάτος περηφάνια
κι όλος δίψα για ζωή
πάω καμαρωτός
να σκαρφαλώσω
πάνω στη γέφυρα του Μπρούκλιν.
Όπως ένας ζωγράφος που δεν του κόφτει και πολύ
κάθεται ώρες κι ατενίζει
μ’ έρωτα και με προσοχή
σ’ ένα Μουσείο κάποια Παναγία,
όμοια κι εγώ
μες στους αιθέρες στέκω
τους σπαρμένους μ’ άστρα
ορθός, ατενίζοντας
τη Νέα Υόρκη
ψηλά πάνω απ’ τη γέφυρα του Μπρούκλιν.
Βαριά κι ασφυχτική
την ώρα που βραδιάζει
θα ‘λεγες η Νέα Υόρκη
τα ‘χει όλα λησμονήσει
και βάσανα και ορόφους
και μονάχα
των σπιτιών οι ψυχές
φαντάζουν
μέσα στο διάφανο των παραθύρων φέγγος.
Εδώ ψηλά
Μόλις που ακούγεται
των βαρούλκων ο βόμβος,
κι είν’ ένας τέτοιος πάλι
βόμβος πιο γλυκός,
που σε κάνει να μαντέψεις πως
περνάν σιδηροδρομικοί συρμοί
κυλώντας και τραντάζοντας
με χλαπαταγή σάμπως να βάλθηκε
κάποιος στην πιατοθήκη να σωριάζει πιάτα.
Κι όταν η ώρα φτάσει που
—σαν από κάποιου ρυακιού το ανάβρυσμα—
το παιδί του μπακάλη
πάει να κάνει διανομή
τα πακέτα τη ζάχαρη,
ακριβώς είναι τότε όπου θωρείς
κάτω απ’ τη γέφυρα κατάρτια να διαβαίνουν
αψηλά στο μπόι, το πολύ
όσο και μια καρφίτσα.
Νιώθω περήφανος, το λέω
για τούτο δω
το ατσάλινο χιλιόμετρο
νά τα ζωντανεμένα
τα παλιά όνειρά μου —
να ξεπεράσει με τη δύναμή της
η απλή κατασκευή
τους παλαιούς ρυθμούς,
τα μπουλόνια τ’ ατσάλινα
μόνο αυτά να λογαριάζουν
και ο υπολογισμός τους ο ακριβής.
Κι αν ακόμα υποθέσουμε
ότι κάποτε η συντέλεια
του κόσμου εσήμαινε
κι ότι το χάος
έφερνε καπάκι
τον πλανήτη μας ολάκερο
αν υποθέσουμε ότι δεν
απόμενε παρά
μονάχ’ ετούτ’ η γέφυρα,
τεντωμένη περήφανη πάνω απ’ τις ύστερες τις τέφρες
πάλι και τότε —
με τον ίδιο τρόπο που από κάτι οστά
πιο ψιλά κι από βελόνες,
ξαναστήνονται
οι πελώριες σαύρες
στα βάθρα των Μουσείων —
θα μπορούσε κάλλιστα
ξεκινώντας απ’ αυτή τη γέφυρα
των αιώνων ο γεωλόγος
απαρχής να συναρμόσει πάλι
τους σημερινούς καιρούς.
Θα μπορούσε να πει:
νά! τούτο δω που βλέπετε
το ατσάλινο ποδάρι
από τη μια στην άλλη άκρη
έσμιγε θάλασσες και κάμπους,
από κείνο κει το μέρος
η Ευρώπη κατά δυτικά εξορμούσε
τα ινδιάνικα φτερά της
χάνοντας
στον άνεμο.
Κοιτάξτε τούτο το πλευρό
που φανερά θυμίζει
κάποια μηχανή —
και φανταστείτε
πόσα μπράτσα στ’ αλήθεια
θα χρειάζονταν κανείς
ώστε με το ποδάρι πάνω στο Μανχάταν
στηριγμένο γερά
να τραβήξει επάνω του
θέλω να πω στα χείλη του, ολάκερο το Μπρούκλιν;
Αν κρίνω απ’ τα καλώδια
τα ηλεκτρικά —
το συμπέρασμα είναι απλό —
πρόκειται για την εποχή
που διαδέχτηκε την ανακάλυψη του ατμού —
εδώ πέρα
κιόλας
οι άνθρωποι
ούρλιαζαν απ’ τα ραδιόφωνα
εδώ πέρα κιόλας
οι άνθρωποι
πετούσαν μ’ αεροπλάνα
Η ζωή
Εδώ πέρα
γι’ άλλους ήτανε
αμεριμνησία σωστή,
γι’ άλλους πάλι —
ατέρμονη κραυγή
λιμού και πείνας.
Από τούτο ‘δω το μέρος
οι άνεργοι
δίνανε βουτιά
στο ποταμό τον HUDSON
να πνιγούνε.
Και μπορώ πολύ εύκολα
να συνεχίσω
με λεπτομέρειες πιο πολλές τον πίνακά μου,
τόσο που, ακολουθώντας κάποιος
τα ηχερά πλέγματα
θα ‘βγαινε ίσια στους πρόποδες των άστρων.
Ορίστε, που σα να τον βλέπω ακόμη —
στο σημείο αυτό
κάποτ’ εστάθη ο Μαγιακόφσκη
ορθός εστάθη κι ύφαινε
λέξη προς λέξη τα ποιήματά του.
Αυτή ‘ναι η γέφυρα του Μπρούκλιν.
Ώρες κάθομαι και την κοιτάζω
καθώς θα κοίταζ’ ένας Εσκιμώος το τρένο που περνάει,
δεν ξεκολλάω από πάνω της
τσιμπούρι της γίνομαι και λέω
Α ναι, μάλιστα…
Μια τέτοια γέφυρα —
είναι η αλήθεια η ίδια!
1925
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Δεύτερη γραφή, Ίκαρος, Αθήνα 1976, σ. 201-205]