“ Μονόλογος Ευαισθήτου”, Εμμανουήλ Ροΐδης

Μεγάλη δυστυχία είνε να έχη κανείς πολύ καλήν
καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας διότι μ’ έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν
ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχη και να κλαίη, χωρίς να γείνουν τα νεύρα μου άνω
κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκονται εις λυπηρά
θεάματα. Αν τύχη ν’ αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη

και αν
χιονίζη. Αλλ’ εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα
ζωντανόν, χωρίς να με ταράξη η σκέψις ότι κ’ εγώ θ’ αποθάνω. Έπειτα αν οι
συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ’ επείραζε, διότι
δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε
την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου. Το στομάχι μου είνε κ’ εκείνο
ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψη, τον αστακόν και τας
συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είνε να τας αποφύγω· να μη τρώγω όμως
αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω
πώς είνε βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κάνεις να συγχωρή εις όσους
αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είνε να
υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχωνται να παρασταθούν φίλου των
εις μονομαχίαν. Αλλ’ εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος
μου ή και ο αντίπαλός του να πάθη, με κάμνει ν’ ανατριχιάζω· προ πάντων όταν
συλλογίζωμαι, ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας
είνε και ο καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και
συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα
χάσω, αν τύχη, θεός φυλάξοι, ο φίλος μου να σκοτωθή.
Μεγάλη πρέπει να είνε η αναισθησία και εκείνων
όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται
να μη δυνηθούν να τα αποδώσουν εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπωνται και να
τους αποφεύγουν. Τούτο ημπορεί να φανή μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν
καρδίαν, αλλ’ η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος μ’ απαντούσεν είς
τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είνε ο λόγος που μ’ έκαμε να
πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν
πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον,
καλλίτερα να τον κλάψω αποθαμμένον, αφού μάλιστα θα μ’ εμπόδιζεν η ευαισθησία
μου να υπάγω εις την κηδείαν του. Διά ν’ αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην
από την αγοράν, με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο «Αρχαγγέλους» και
«Πιστωτικές». Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν’ αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο
Σκαλούτζης με άφισαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω
υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρες, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είνε εκείνων όπου
δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι, αν μεν είνε ο
ελεούμενος ικανός να εργασθή, ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχη χωλός,
στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν
αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι,
ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είνε τα λεγόμενα
φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα
λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω
εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν’
αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι’ αυτά ο
θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μου έστειλεν ο αγιοχώματος
μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήση να συνεισφέρω, ως μεγάλος
κτηματίας, διά να συστηθή εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα λαϊκόν μαγειρείον, όπου
θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλυτζάνι ζουμί κ’
ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κ’ εγώ τας είκοσι
δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να
συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και
κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας
είνε και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα
γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ’ ενοχλούν οι ρευματισμοί,
αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικό και μίαν γυναίκα δική μου να με
περιποιήται. Καθώς πας άλλος αγαπώ κ’ εγώ της εύμορφες, και πλούσιος καθώς
είμαι, εύκολο ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτσι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος
εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ’ εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την
ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ’ επήρεν όχι
διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την
ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η
ευγένεια της ψυχής μου είνε τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της
δόντια δεν μ’ εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την
αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ’ ό,τι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν’
αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν’ αρρωστήση, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να
υποφέρη. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά
και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης
μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί
έως το βράδυ και καμμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστεια της γυναίκας
μου μ’ έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την
Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την
Πεντέλην. Το μεγαλείτερον όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν
εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε
ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγότριαν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είνε να
προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ’ εμπόδισαν να είπω
τίποτε δι’ αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγεινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο.
Προσπαθεί εις όλα να μ’ ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι
κάμνω. Είνε φρόνιμη, ήσυχη, νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να
εξοδεύη πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα υποκάμισά μου και
είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ’ αρέσει. Εκατάφερε
μάλιστα να μαγειρεύη και τον αστακόν με μίαν αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί
τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζη το στομάχι. Αυτά είνε βέβαια μεγάλα
προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα όταν
ήλθεν η σειρά μου ν’ αρρωστήσω!
Ενώ εγώ εις την δικήν της αρρώστειαν δεν ημπορούσα
να την βλέπω να υποφέρη, και αναγκάζουμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις
το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες
κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ’
αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακό μου τρόπο,
χωρίς να συχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από την αρρωστομυρωδιάν
του δωματίου. Αυτά μ’ έκαμαν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε
καλήν όσφρηση ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τωόντι θα ημπορούσε, αν ήτο
ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συναπισμοί
και να με δαγκάνουν η αβδέλλαις; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον
όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι.
Άδικον όμως θα ήτο και ν’ απαιτήσω από τους άλλους την ιδικήν μου έκτακτον και
μοναδικήν ευαισθησίαν.

(«Εμπρός» Νοεμβρίου 1896).


This site is protected by wp-copyrightpro.com