Μητέρα και Παιδί, Ν. Γύζης |
ξεκινάει με τη γέννησή μου -ήμουν μοναχογιός μιας οικογένειας πολύ φτωχής. Δεν
είχαμε ούτε τα απαραίτητα, για να καλύψουν τις ανάγκες μας.
μου μού έδινε το μερίδιό της και μου έλεγε, ενώ κένωνε το πιάτο της στο δικό
μου: «Φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω».
με τις δουλειές του σπιτιού, στο διπλανό ποτάμι για ψάρεμα,με την ελπίδα να
πιάσει ένα ψάρι για να με βοηθήσει στην ανάπτυξη του σώματός μου. Κι όταν μια
φορά έπιασε δύο ψάρια, έτρεξε στο σπίτι και ετοίμασε το φαγητό και έβαλε τα δυο
ψάρια μπροστά μου. Εγώ άρχισα να τρώω το πρώτο ψάρι κι αυτή έτρωγε ό,τι
περίσσευε από το κρέας και τα αγκάθια. Η καρδιά μου ράγισε γι` αυτήν, της έβαλα
το δεύτερο ψάρι μπροστά της να το φάει. Αυτή όμως μου το επέστρεψε αμέσως
λέγοντας: «Φάγε παιδί μου και το δεύτερο ψάρι δεν το ξέρεις ότι δεν μ` αρέσουν
τα ψάρια;»
ψέμα!
είχαμε γι` αυτό. Η μάνα πήγε σε έναν έμπορα και έκλεισε μαζί του μια συμφωνία.
Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες. Ένα βροχερό βράδυ
η μάνα μου άργησε στη δουλειά της. Πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω. Την
βρήκα να κουβαλάει τα εμπορεύματα και να χτυπάει τις πόρτες. Της φώναξα: «Mάνα, ας επιστρέψουμε στο σπίτι, είναι πολύ αργά και κάνει πολύ κρύο.
Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά το πρωί.» Αυτή χαμογέλασε λέγοντας: «Mα δεν είμαι κουρασμένη παιδί μου.»
μάνα μου επέμενε να έρθει μαζί μου. Εγώ μπήκα στην τάξη, ενώ αυτή με περίμενε
στον καυτό ήλιο. Όταν βγήκα, με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε
ευχή για καλή επιτυχία. Μαζί της βρήκα ένα ποτήρι με κρύο χυμό, το ήπια μέχρι
που ξεδίψασα παρόλο που η αγκαλιά της μάνας μου ήταν πιο κρύα και πιο ασφαλής.
Ξαφνικά κοίταξα τη μάνα μου και είδα το πρόσωπό της να ιδρώνει από την πολλή
ζέστη. Αμέσως της έδωσα το ποτήρι λέγοντας: «Πιες μάνα.» Αυτή μου
απάντησε: «Πιες εσύ παιδί μου, εγώ δεν διψάω.» Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε!
και μάνα με όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Τώρα πια έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει
όλες τις ανάγκες μας. Η ζωή μας έγινε πιο δύσκολη, υποφέραμε από πείνα. Ο
θείος μου έμενε δίπλα μας, ήταν καλός άνθρωπος, μας βοηθούσε με όσα μπορούσε. Όταν οι γείτονες είδαν την
κατάστασή μας, πρότειναν στη μάνα μου να ξαναπαντρευτεί έναν άντρα, για να μας
βοηθήσει, αφού ήταν ακόμα μικρή. Αυτή όμως απέρριψε την ιδέα λέγοντάς τους: «Δεν
έχω ανάγκη για αγάπη.»
το πέμπτο της ψέμα!
το πανεπιστήμιο, βρήκα μια δουλειά αρκετά καλή, και πίστεψα πως είχε έρθει
η ώρα η μάνα μου να ξεκουραστεί και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού.
Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνάει στα σπίτια να πουλάει τα ρούχα,
οπότε πήγαινε κάθε πρωί λίγα λαχανικά στην αγορά και τα πούλαγε. Όταν δεν ήθελε
να εγκαταλείψει τη δουλειά, της αφιέρωσα ένα μερίδιο από το μισθό μου. Η
μάνα μου πάλι δεν πήρε τα λεφτά και μου είπε: Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά
σου, εγώ έχω λεφτά που μου φτάνουν.
η έκτη φορά που μου είπε ψέματα!
πάρω και μεταπτυχιακό. Πέρασα και αυξήθηκε ο μισθός μου. Η εταιρία στην οποία
δούλευα μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία. Ένιωσα μεγάλη χαρά.
Άρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Αφού ταξίδεψα
και προετοίμασα το έδαφος, επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να
έρθει να ζήσει μαζί μου. Αυτή όμως, δεν ήθελε να μ` ενοχλήσει, έτσι μου
είπε: «Παιδί μου εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειας.» Αυτό ήταν το έβδομο της ψέμα!
είχε δίπλα της κάποιον, για να την φροντίζει. Μα τι να κάνω που ήμουν πολύ
μακριά; Άφησα λοιπόν τα πάντα και πήγα να την επισκεφτώ. Στο σπίτι μας την
βρήκα καθηλωμένη στο κρεβάτι, αφού είχε εγχειριστεί. Όταν με είδε
προσπάθησε να χαμογελάσει. Η καρδιά μου όμως είχε ραγίσει, επειδή ήταν
πολύ αδύνατη και πολύ αδύναμη. Δεν ήταν η μάνα μου που ήξερα. Τα κλάματα
έτρεχαν από τα μάτια μου. Η μάνα μου προσπάθησε να με
παρηγορήσει λέγοντας: «Μην κλαις παιδί μου, εγώ δεν πονάω.»
δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά.