“Young Woman on the Beach. Edvard Munch (The Lonely One)” (1896) |
απίστευτα χλομό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα.
Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη
σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό. Κοιτούσε πέρα μακριά,
όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε
φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα. Έβρεχε
δυνατά…
κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη
κοντή γούνα και ένα σάλι.
Θάλασσα από πάγο, Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ |
περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο
γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο
ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα
θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά. Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ’
αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε. Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον
άνεμο αυτό. Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα,
να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν’ ακούσει το μουγκρητό της
θάλασσας που ξυπνάει;
Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και
βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να
δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα
σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε
ξινίλα.
ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.
Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς,
σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε
με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να
σπάσει.
Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην
ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το
αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν’
ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.
κατάπληκτη φωνή. «Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα
μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυρίστε σπίτι,
μητερούλα!»
του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε
και κούνησε το χέρι.
ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα,
ανόητη, είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να
κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό
του Θεού!»
τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει. Κι αν,
μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε
εμείς. Μην κλαις, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο
άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο
Αλιόσκα…»
τρεμάμενη φωνή.
πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει,
τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»
αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.
κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά.
«Κάθεσαι;»
View of Antwerp with the Frozen Schelde, Lucas van Valckenborch, 1590. |
της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. Ήταν ο
χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο
κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι. Κάτι περίμενε κι αυτός από τη
θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι
ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.
πονάει, του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη,
καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα…».
Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός
γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.
δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»
του.
«Τι νιώθεις, χαζούλη;» «Ο πάγος έσπασε». «Πώς το νιώθεις;»
του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός. Καμιά δεκαριά βέρστια από δω
πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».
διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.
τη δουλειά του. Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει,
πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της
χλομής γυναίκας. Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε
τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες
φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. Μέσα από το
βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η
παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε
χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους — ήταν
το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.
ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων. Ο
χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του
δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί. Τώρα άκουσε
κι αυτή την απαίσια βουή.
ότι σπάει ο πάγος;»
«Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».
ευτυχισμένο… Γελούσε η χλομή γυναίκα. Ο Ντενίς ξερόβηξε.Πάντα έβηχε δυνατά
όταν ήθελε να κλάψει.
«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο
χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι
χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν
τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το
τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.
Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος
της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα,
παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα! Ο Θεός το ήθελε!»
προσεχτικά από τον αγκώνα… «Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη
συμπόνια.
σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή:
στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει
στον οργανισμό της φρέσκο αίμα. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα, και τα
χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν… Τώρα,
καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να
ανέβει την ψηλή σκάλα…
Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν
ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα…
Η Ναταλία Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα
μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ.
Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την
ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
και δεν πνίγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το
Ταγκανρόκ, απ’ όπου και ήρθα, σε σένα… και ήρθα…»
κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε…«Πώς μούσκεψες έτσι,
πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του…
απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο… Τον περίμενε μέσα σ’ αυτό το
κρύο, μέσα στη νύχτα, μ’ αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από
ευτυχία…
ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο
άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει. Με πρόσωπο παραμορφωμένο από
απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που
ξεπετάχτηκε από μέσα της. Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά
χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη
θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία.
Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ’ αυτή την
κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας
της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει…
Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό
χαμόγελο. Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι,
τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
πονάνε…»
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς. «Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτό
που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!»
πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
«Τράβα κουπί, Πετράκη, δώσ’ του!» είπε ο Λιτβίνοφ. «Πιο μακριά, όσο πιο
μακριά!». Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα
μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η Νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα
φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία. «Γύρνα!»
γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.
«Γύρνα!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη. Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του
ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου: «Γύρνα».
χαζούλη.
Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με
ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια… Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε
«γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός
και καυτός… Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα
χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα
κουπιά. Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος
πάγου. Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον
πόνο…
μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι
και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»
της.
(Ρώσικες χριστουγεννιάτικες ιστορίες, μεταφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Νάρκισσος, 2003.)