Robert Doisneau |
παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα
φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο
χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της
εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα.
Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου,
αντίκρυ του.
με λιωμένο αχνό πρόσωπο.
στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι
του, έστεκαν άγγιχτα. Τ’ αδύνατα
χεράκια του έμεναν ακίνητα στο σεντόνι απάνω’ δεν κοίταζε καν τα
κουρασμένο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν
τα χιόνια της αντικρινής στέγης.
μικρός, και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να
φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του
βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με
τα πολλά κεράκια. Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ;
σου το φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του
βιβλίου σου, μα το
στόλισε ο πατέρας σου και είναι πολύ όμορφο. Είσαι ευχαριστημένος;
ενθουσιασμό.
Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο, και το έστησαν απάνω στο
τραπέζι. Τα κλαδιά ήταν φορτωμένα χρυσά
και ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. Παντού στέκουνταν
όρθια τ’ αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το
βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες.
ο πατέρας του.
σβησμένα αγέλαστα μάτια.
φωνή.
παράθυρο και στα χιόνια του αντικρινού σπιτιού.
καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια;
τα κλάματα που την έπνιγαν.
τρέχεις στα χιόνια… είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. Τι δε θα έδινα για να δω τι γίνεται έξω.
το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γέμιζαν
τα κλαδιά από πάνω ως κάτω.
πρέπει να το έφερε ο Άη-Βασίλης.
δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια
του, μήπως και τον ζεστάνουν λίγο.
δεν έρχεται κάποτε και σε μας, ο Άη-Βασίλης;
χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του· όλα τα είχε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της
μάνας του. Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί
τους, μα άλλο από ψωμί δεν πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε
χάρισμα να του δίνει, και αυτήν του την έδινε μπόλικη. Μα ήλθαν οι κακοί καιροί, η αρρώστια, η μαύρη
φτώχεια, και πέθανε η μάνα του και την έβαλαν σε σανιδένια
κάσα, και την πήγαν στο νεκροταφείο, και την είδε που τη σκέπασαν τα χώματα.
Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι, κι έφυγε το έρημο ορφανό και ήλθε
κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του
Άη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που
διασκέδαζαν πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του.
στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσαν στις πόρτες των
αρχοντόσπιτων και έλεγαν τον Άγιο Βασίλη. Μα τ’ ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει και αυτό σε καμιά πόρτα, ούτε
ήταν μαθημένο στην ταραχή της μεγάλης πολιτείας. Και λίγο-λίγο,
τράβηξε κατά τους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο, και ήλθε
και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα.
έρχουνταν σκιές. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας
ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα.
πίτα.
βουκίτσα να γελάσει την πείνα του. Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο
αφράτη, καθώς την πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. Άραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του έδινε κανένα
κομματάκι;
αυτός πώς το έκανε, άρχισε να τραγουδά:
χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».
διάφορες σκιές πήγαν και ήλθαν κοιτάζοντας έξω. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο
μπορούσε περισσότερο.
περιφρονούν τους φτωχούς…
ακολουθούσε το πήγαινε κι έλα των ανθρώπων μες στην κάμαρα.
πίτα. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο
Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας με αδιαφορία το κομμάτι
του, χωρίς καν να το γευθεί.
έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου; ρώτησε τρυφερά η μητέρα του.
αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε,
ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του.
άρρωστου αγοριού μια φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη: «Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία…
βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».
μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το
μελαγχολικό του πρόσωπο.
ακούς; Τραγουδά απ’ έξω… Θα είναι
κανένα αγοράκι… φώναξε το! Πολύ σε παρακαλώ!
παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε.
παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να
πάρει από την πίτα, το κομμάτι του φτωχού… και να μας πει τι
γίνεται έξω.
άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε
δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι
του Βασιλάκη.
ζωηρά· μα δεν πειράζει, θα περάσει και
άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο.
έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το
φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν
σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν.
πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να
τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και πάει.
πίτα σου αύριο; ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του.
βγουν από το δωμάτιο.
κουρασμένος. Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί.
ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε
γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο.
του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα είχε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια.
μόνος’ με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο.
τα φανάρια, τ’ άσπρα δέντρα.
άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. Το κρύο τον
ξάφνισε, του έκοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα
όλα γύριζαν, του φάνηκε πως πέφτει.
μέσα ένας άνθρωπος, και ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. Ήταν γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά
καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια’ τον κοίταξε ο
Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε:
Άη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. Ήλθα να σε ρωτήσω, τι θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου, που
ξημερώνει αύριο, και που είναι και δική σου εορτή;
δώσεις πια τίποτα! φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του.
Δες πόσα πράγματα μου έδωσαν, και τα έχω τόσο βαρεθεί! Μα πάρε με έξω μαζί σου! Πάρε με στα χιόνια!
Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα!
έξω κάνει κρύο! Και συ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά, και
πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα… Και θέλεις να φύγεις;
ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου
Άη-Βασίλη! παρακάλεσε ο Βασιλάκης. Πάρε με στα χιόνια!
μου αφού το θέλεις.
και πέταξε από το παράθυρο που έμεινε ανοιχτό.
τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα
γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι
μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος.
Και το παράθυρο έκλεισε πάλι.
σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα έσβησαν και τα φώτα, και
μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κανένα έπιπλο απάνω. Και ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από
τη θαμπερή λάμψη της.
του Βασίλη βάραιναν. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και
συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη. Αχ! λίγη
ζέστη.
Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. Το παράθυρο
είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα
νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο.
Βασίλης, μα τόσο βαριά ήταν τα βλέφαρα του, που δεν μπορούσε να τα βαστάξει
ανοιχτά. Έκανε πάλι να δει το αντικρινό παιδί, και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι,
μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί.
τοίχο και τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους. Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε·
εμπρός του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα, και
γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια
και το βοριά. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε.
Σ’ άκουσα που έλεγες πως δεν
έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα.
Ο Άη-Βασίλης γέλασε.
ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που είναι εορτή μου
και δική σου εορτή. Τι θέλεις να σου χαρίσω;
αντικρινό παράθυρο. Η καντήλα είχε σβήσει και αυτή· τόσο κρύο θα ήταν τώρα κι
εκεί μέσα…
Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο; ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του
απαίτηση.
είπε ο Άη-Βασίλης, και ό,τι ζητήσεις θα σου το κάνω. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω, και τη μάνα
σου θα την ξαναδείς οπόταν θέλεις. Μα σκέψου, είναι και μερικά
παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να τον
γυρίσεις, να ζήσεις όπως θέλεις. Είσαι ακόμα μικρός και ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός
μπροστά σου…
παρεκάλεσε ο μικρός. Μόνο πάρε με
στη μάνα μου. Και δωσ’ μου λίγη πίτα και για κείνην, που δεν
έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια.
καλό του χαμόγελο, σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου.
αγκαλιά του, και πέταξε ψηλά,
ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια, κι έφυγαν.
που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ’ όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο
Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο.
σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. Το σίμωσε,
το άγγιξε, το βρήκε παγωμένο.
πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, έκλαιγαν το πεθαμένο
τους αγόρι.
μονοπαίδι και το έρημο ορφανό.
πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη.
Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με
χρυσά γράμματα τ’ όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει
όνομα.