Μάννα μου, ἐγώ ‘μαι
τ’ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι‘ ἂν στραφῇ κι‘ ἀπ‘ ὅπου κι‘ ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο
ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ’ ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα
χωρὶς πανί, τιμόνι
κι’ ἄλλη δὲν ἔχω
ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ
γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ ἀράξω,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο
αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ἤθελα
νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ
μακρυὰ τὴ θύρα ν’ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο
τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
κι’ ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ
μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ
σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι’ ἄμμο·
εἶναι κι’ ἡ τύχη μου
σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη,
π’ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι’ ὁπὄλεος δὲν θαὔρει.
Κι’ ἐκείνη μ’
ἀποκρίθηκε κι’ ἐκείνη ἀπελογήθη:
«Ἦτον ἀνήλιαστη,
ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης·
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες·
ὅντας σὲ ἔπλασ’ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε
ἄλλες μοῖρες».
(1873)