Βραδινή Φωτιά, Κωστής Παλαμάς

Βραδινὴ Φωτιά
Θυμᾶσαι τὴ φτωχούλα τὴν καλύβα
στὸ πλούσιο δάσος, πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό;
Θυμᾶμαι τὴν καλύβα τὴ φτωχούλα, σὰν ξωκλήσι καὶ σὰν ἀσκηταριό.
Τον ἀσκητὴ θυμᾶσαι τῆς καλύβας; (Τάχα κλέφτης; καλόγερος; βοσκός😉
Θυμᾶμαι. Ἀκόμα κλαίει μὲς στὸν ἀγέρα τῆς φλογέρας του ὁ πόνος, μυστικός.
Θυμᾶσαι τὴ χλωμὴ σωμένη του ὄψη καὶ τ᾿ ἀλαφροσκυμμένο του κορμί;
Θυμᾶμαι κάτου ἀπ᾿ τὰ δασά του φρύδια τὴ σαγηνεύτρα τῆς ματιᾶς του ὁρμή.
Θυμᾶσαι τὴ φωτιὰ στὸ πλούσιο δάσος, τὴ βραδινὴ φωτιὰ τὴν ξαφνική;
Θυμᾶμαι. Λάμια. Στάχτη καὶ ἡ καλύβα. Τὸ πλούσιο δάσος πάει. Ὥρα κακή.
Θυμᾶσαι; Τί ν᾿ ἀπόγινε; Κανένας δὲν τὸν ξανάειδε πιὰ τὸν ἀσκητή.
Δεν ξέρω. Ὅμως ἀπάνου ἀπ᾿ ὅλα ὁ νοῦς μου τῆς καλύβας τὴ θύμηση κρατεῖ,
γιατὶ στ᾿ ἀποκαΐδια της γερμένος ἕνας Ἔρωτας, ξέγνοιαστα, σκληρά,
τὰ βρεφικά του ζέσταινε τὰ χέρια καὶ τ᾿ ἀρχαγγελικά του τὰ φτερά.

This site is protected by wp-copyrightpro.com