στὸ πλούσιο δάσος, πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό;
– Θυμᾶμαι τὴν καλύβα τὴ φτωχούλα, σὰν ξωκλήσι καὶ σὰν ἀσκηταριό.
– Θυμᾶμαι. Ἀκόμα κλαίει μὲς στὸν ἀγέρα τῆς φλογέρας του ὁ πόνος, μυστικός.
– Θυμᾶμαι κάτου ἀπ᾿ τὰ δασά του φρύδια τὴ σαγηνεύτρα τῆς ματιᾶς του ὁρμή.
– Θυμᾶμαι. Λάμια. Στάχτη καὶ ἡ καλύβα. Τὸ πλούσιο δάσος πάει. Ὥρα κακή.
—Δεν ξέρω. Ὅμως ἀπάνου ἀπ᾿ ὅλα ὁ νοῦς μου τῆς καλύβας τὴ θύμηση κρατεῖ,
γιατὶ στ᾿ ἀποκαΐδια της γερμένος ἕνας Ἔρωτας, ξέγνοιαστα, σκληρά,
τὰ βρεφικά του ζέσταινε τὰ χέρια καὶ τ᾿ ἀρχαγγελικά του τὰ φτερά.