[…] Κι έτσι η τσογλανοπαρέα,* μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμά
της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη.”
🔻🔻🔻🔻
Η συνέχεια (Αναστασία Τσ.)
«Η τσογλανοπαρέα είχε ολοκληρώσει τη μικρή της φάρσα. Παρ’ όλα αυτά, κάποιο απ’ τα αγόρια φαινόταν να αμφιβάλλει. Κοιτούσε νευρικά δεξιά και αριστερά στα υπόλοιπα παιδιά που γελούσαν με τη διαβολική τους πράξη. Πού να το φανταζόμουν ότι ο Γιωργάκης είχε ωριμάσει πιο γρήγορα από εμάς; Κοιτούσε το έδαφος, σκυθρωπός, τόσο αφηρημένος, λες και ήταν στον κόσμο του.
Όλοι πέσαμε για ύπνο, περήφανοι που στήσαμε τόσο καλό κόλπο. Ο Γιωργάκης δεν κοιμόταν. Το ταβάνι κοιτούσε. Του άστραψε τότε, έτσι ξαφνικά. Σηκώθηκε πριν καν ξημερώσει και του καρφώθηκε να πάει να πάρει το ψωμί απ’ το σινί, το ριζικό της Άννας της γουρλομάτας. Ένας κρύος ιδρώτας τον είχε κατακλύσει, γιατί σκεφτόταν ότι αν τον έπαιρναν χαμπάρι τα φιλαράκια του, θα έφευγε απ’ τη παρέα, αφού τους χαλούσε την πλάκα. Αλλά ο φόβος του δεν τον σταμάτησε. Εξάλλου, σκεφτόταν ότι και να τον έδιωχναν, ποτέ δεν ήταν σαν αυτούς. Δεν είχαν καν το ίδιο όνειρο. Αντίθετα με τους άλλους, ο Γιωργάκης μας ήθελε να μείνει στο χωριό, να κάνει οικογένεια.
Παίρνοντας, λοιπόν, το ψωμί με το ένα χέρι -δεν ήξερε τι να το κάνει, πού να το κρύψει- ψιθύρισε στον εαυτό του: «Ή τώρα ή ποτέ!». Όσο περισσότερο περνούσε τον χρόνο του να κοιτάει γύρω του για πιθανές κρυψώνες, όλο και περισσότερες σταγόνες
ιδρώτα λαμπύριζαν στη μύτη του. Μετά από ώρα ανησυχίας, πήρε μια βαθιά ανάσα
και το έφαγε.
Έτσι, λοιπόν, με ψίχουλα σε όλο του το πρόσωπο, μασουλώντας το ψωμί, περπάτησε με το πιο περήφανο ύφος του νιώθοντας σαν ήρωας. Μες στα χιλιάδες αστέρια της νύχτας και το απόλυτο σκοτάδι, ξεχώριζε μια λευκή μορφή. Η Άννα μας είχε βγει βραδιάτικα να κάνει μια προσευχή, πάλι, στον Θεό να παντρευτεί. Ειλικρινά, τώρα που το σκέφτομαι, η κατάσταση ήταν τόσο -μα τόσο- περίεργη. Ένα αγόρι που περπατά σαν παλικάρι -ή μάλλον σαν κανένα παγώνι- με φουσκωμένα μάγουλα απ’ το ψωμί και λερωμένο σε όλα του τα μούτρα του με ψίχουλα και ένα κορίτσι που το ‘χε κάνει συνήθεια να πάει να προσεύχεται κάτω απ’ τα άστρα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν
άκρως ρομαντικό.
Η Άννα είχε γουρλώσει τα μάτια της ακόμα πιο πολύ απ’ ότι συνήθως -και δεν τη κατηγορώ… Μ’ αυτό που βλέπει… Ο άλλος πάλι, ακίνητος, λες και είχε δει φάντασμα, κατάφερε να αρθρώσει ένα «Γεια» μες στις προσπάθειές του να καταπιεί ολόκληρο το ψωμί.
Τελικά, απλώς κατέληξε να πνίγεται και φυσικά η Άννα ,συμπονετική, πήγε να του χτυπήσει την πλάτη, τρομοκρατημένη.
Όταν επιτέλους σταμάτησε να βήχει ο καημένος ο Γιωργάκης, τα δυο παιδιά αντάλλαξαν βλέμματα, πρώτη φορά τόσο κοντά. Τότε ήταν που και η Άννα είπε «Γεια!». Στάθηκαν για λίγο έτσι περίεργα να κοιτάζονται, τόσο αμήχανα, λες και μόλις ανακάλυψαν την ύπαρξη και του άλλου φύλου στον πλανήτη. Ο Γιωργάκης με μάτια τόσο γουρλωμένα, έτοιμα να ξεπηδήσουν απ’ το κεφάλι του, της είπε «Μένω εκεί.» δείχνοντας το σπίτι του. Η Άννα έκανε το ίδιο με τη διαφορά ότι τα δικά της μάτια θα έλεγα με σιγουριά ότι είχαν ήδη βγει απ’ το κεφάλι της.
Την επόμενη μέρα, ο Γιωργάκης πήρε ένα σκληρό ύφος, δάγκωσε τα χείλη του, χτύπησε την πόρτα της Άννας και ετοιμάστηκε να της δώσει ένα καρβέλι ψωμί, έτσι για δώρο. Αυτό που αντίκρισε, βέβαια, τον σόκαρε λίγο. Η Άννα, ξεμαλλιασμένη απ’ τον ύπνο, άνοιξε με δύναμη την πόρτα και φώναξε «ΤΙ;»!!!. Εκείνος έμεινε, πάγωσε. Ξέχασε
όλο του τον προβαρισμένο λόγο, τον οποίο είχε περάσει όλο το υπόλοιπο βράδυ να ετοιμάζει. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον έτσι εξηγούνται οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του. Εκείνη, όταν κατάλαβε ποιος ήταν, πήρε το ψωμί και μετανιωμένη είπε ένα:
– Ευχαριστώ…
– Παρακαλώ, είπε ο άλλος. Θες να πάμε να πάρουμε ένα κανονικό πρωινό;
– Εντάξει, είπε εκείνη σοκαρισμένη.
Πιάστηκαν χέρι χέρι και πήγαν στο φούρνο.
Εγώ μετά τους κορόιδευα συνέχεια. Όπως και όλη η τσογλανοπαρέα, φυσικά. Πού να
το φανταζόμασταν ότι μετά από καιρό θα παντρεύονταν κιόλας… Ακόμα, πάντως, δεν
μετανιώνω για το παρατσούκλι που τους είχα βγάλει.
Το γουρλωμένο ζευγάρι θα μείνει στην ιστορία.»
Αναστασία Τσαντήλα
μαθήτρια β΄ γυμνασίου