Ο δάσκαλος έγραφε στον πίνακα επιμένοντας.
Μπροστά του τόσα μάτια ορθάνοιχτα.
Χάραζε γραμμές … κλασματικούς όρους …
Έσβηνε … διατύπωνε τελειωτικά:
Τόκος ίσον κεφάλαιον επί χρόνον επί επιτόκιον …
Κι ύστερα το πρόβλημα εμπεδώσεως.
Γραμμάτιον δέκα χιλιάδων …. με επιτόκιον ….
Και μόνο εκείνο το παιδί στο τελευταίο θρανίο
έμενε εντελώς αμέτοχο.
Είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του
μουτζούρωνε συνέχεια το πρόχειρό του ….
στ’ αυτιά του ακόμα οι πρωινές φωνές του πατέρα του.
– Πάλι διαμαρτυρήθηκε το γραμμάτιο και δουλειά τίποτα!
Ο δάσκαλος κατέβηκε.
Πήρε με τρόπο το χαρτί από το χέρι του παιδιού.
Δεν ήθελε να το ντροπιάσει!
Ανέβηκε στην έδρα … έρριξε το βλέμμα … διάβασε …
“Παντού συγνεφιά δίχως ήλιο …
Θέλω να σκίσω όλα τα γραμμάτια του κόσμου.
Να βρει δουλειά ο πατέρας μου.
Επιτέλους!
Κι ο δάσκαλος για πρώτη φορά διακόπτοντας το μάθημα
Έμεινε ακίνητος μέχρι το διάλειμμα …
Προσευχόμενος για έναν καινούριο κόσμο
χωρίς τόκους και γραμμάτια!