Ο Κόλεριτζ συνέθεσε το ποίημα στις 21 Φεβρουαρίου του 1825 και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής του και της τεχνοτροπίας του Ρομαντισμού. Φέρει τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά του κινήματος:
την εξύμνηση της φύσης,
· την υποκειμενική ματιά του κόσμου, εκφράζει δηλαδή τις προσωπικές του εντυπώσεις και όχι τις αξίες της συλλογικής συνείδησης
· δίνει προτεραιότητα στην συναισθηματική υπόσταση του ποιητικού υποκειμένου
· τη λυρική εξωτερίκευση του συναισθήματος
· την υπερβολή και το στόμφο
· την αδιόρατη και ανεξήγητη μελαγχολία του υποκειμένου
· το αλύτρωτο αίσθημα του ποιητή
· την άρνησή του να εννοήσει τον εαυτό του ως μέρος του κόσμου
· την ανία
· την ωχρότητα μπροστά στη χαρά της καθημερινότητας
Ενδεικτική προσέγγιση – Ανάλυση του κειμένου
Το θέμα
Ο ποιητής γίνεται μάρτυρας μιας δημιουργικής στιγμής της φύσης, ένα χειμωνιάτικο πρωινό που φαίνονται τα πρώτα σημάδια της Άνοιξης και αισθάνεται εντελώς ξεκομμένος από το περιβάλλον.
Σε αντίθεση με τα πλάσματα της φύσης, ο ίδιος εκφράζει την απέχθειά του προς κάθε τι δημιουργικό, την έλλειψη προσδοκιών και ελπίδας, που του επιβάλλουν την αδράνεια και την ανία.
Ο τίτλος
Δουλειά χωρίς ελπίδα . Είναι ακριβής μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου. Είναι τίτλος θεματικός, αντλημένος από τη δεύτερη στροφή του ποιήματος και παραλλαγμένος ως προς τη σειρά των λέξεων. Συμπυκνώνει το αίτιο της απελπισίας και της ανίας του ποιητή.
🔊
Δομή
Το ποίημα αποτελείται από δύο διακριτές ενότητες.
1. Στίχοι 1-6 → ο δημιουργικός οργασμός της φύσης ≠ η αδράνεια του ποιητή
2. Στίχοι 7-14→ η άρνηση και το έλλειμμα ελπίδας
Πρώτη στροφή / ενότητα
Όλη η πρώτη στροφή δομείται πάνω σε μια αντίθεση : Όλα δουλεύουν στη φύση. Το ποιητικό υποκείμενο είναι παρόν σε μια δημιουργική, ευφορική στιγμή της φύσης και κάνει μια απλή διαπίστωση: όλα δουλεύουν στην πλάση και καλεί τον αναγνώστη με μια ευγενική προτροπή (για δες) με τα μάτια τις φαντασίας του να δει γύρω του, αν και στην ουσία απευθύνεται στον εαυτό του. Αμέσως μετά αισθητοποιεί τον περιβάλλοντα χώρο με μια αλυσίδα από οπτικοακουστικές εικόνες που κάνουν τον αναγνώστη συμμέτοχο της εμπειρίας: τα μελίσσια βουίζουν, τα σαλιγκάρια βγαίνουν άφοβα από το καβούκι τους, τα σπουργίτια πετούν ελεύθερα στο γλυκό καιρό. Από τα πιο περήφανα ως τα πιο ταπεινά πλάσματα της φύσης, όλα συνεργούν σε ένα δημιουργικό ξεφάντωμα. Και ο χειμώνας είναι πια στη δύση του (γέρος), η άνοιξη ετοιμάζεται να αναλάβει τη σκυτάλη του χρόνου και εκείνος έχει στραμμένο το βλέμμα στην προετοιμασία για την εκρηκτική έλευση της Άνοιξης (έχει στα μάτια του κάτι σαν φως του ανοιξιάτικου ονείρου). Όλα καταμαρτυρούν την έλευση της Άνοιξης. Όλα κάτι δημιουργούν, όλα κινούνται ή έχουν τουλάχιστον κάποια προσδοκία, όπως ο γέρος-χειμώνας. Και όλα συγκροτούν την ιδέα της Άνοιξης ως συγκλονιστικής εμπειρίας όλων των αισθήσεων. Μόνο ο ποιητής, μέσα σ’ αυτό το ειδυλλιακό και ζωηρό περιβάλλον, σαν παραφωνία, μοναδική εξαίρεση, περιπλανιέται άσκοπα (τριγυρνάω), μένει άπραγος και αδρανής, χωρίς να δημιουργεί, χωρίς έστω να διεκπεραιώνει κάτι, χωρίς να περιμένει τίποτε, χωρίς να δικαιώνει το ρόλο της ύπαρξής του.
Ούτε αγαπώ, κι ούτε τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω: Με τον καταληκτικό στίχο της πρώτης στροφής ορίζει αυτό που είναι γι’ αυτόν δουλειά: η ποίηση. Ούτε αγαπώ= δεν έχει κάποιο ιδανικό, ούτε τρυγώ= δεν αντλεί έμπνευση, ούτε τραγουδώ= δεν γράφει ποίηση. Σ΄ αυτό που βλέπει δεν συμμετέχει συναισθηματικά και πνευματικά. Είναι ένας απαθής παρατηρητής. Και το ξέρει. Κι όμως εδώ βρίσκεται μια αντίφαση: την ίδια στιγμή που δηλώνει ότι δεν δημιουργεί, δημιουργεί. Την ίδια στιγμή που υπογραμμίζει ότι δεν εργάζεται, αποτυπώνει γλαφυρά τις εντυπώσεις και τα αισθήματά του στο χαρτί ή έστω τα συγκροτεί επιμελώς στη σκέψη του. Η ίδια η εξομολόγηση είναι ένα ρομαντικό ποίημα.
Η πρώτη στροφή, λοιπόν, στηρίζεται σε μια απόλυτη αντίθεση: η φύση βρίσκεται στην πιο δημιουργική της φάση, ενώ ο ποιητής στέκει ηθελημένα αδρανής και αμέτοχος. Η πρώτη στροφή δεν μας αποκαλύπτει το λόγο. Είναι όμως φανερό όχι κάποιο παράπονο αλλά η πεισματική άρνηση του ποιητή.
Δεύτερη στροφή / ενότητα
Η δεύτερη ενότητα του ποιήματος φωτίζει περισσότερο την ψυχική διάθεση του ποιητή. Ξεκινά με πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση και με την αντίθεση του πρώτου δίστιχου( κι όμως γνωρίζω…) επιμηκύνει ακόμη περισσότερο την ψυχική απόσταση που τον χωρίζει από τη χαρά και τη δημιουργικότητα της φύσης και προβάλλει περισσότερο την αποξένωσή του από το εκρηκτικό περιβάλλον.
Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το στίχο, αν τον συλλάβουμε σε σχέση με τον προηγούμενο: δεν τραγουδώ, αν και γνωρίζω άγνωστους όχτους και κρυμμένες πηγές. Δηλαδή, δεν γράφω ποίηση , αν και ξέρω ότι υπάρχουν γύρω μου πρωτότυπα θέματα, ανεξερεύνητοι πνευματικοί τόποι, μυστικές πηγές της έμπνευσης, για να αντλήσω. Ο ποιητής δεν έχει τη μεθυστική διάθεση που προτρέπει όλα τα άλλα πλάσματα της φύσης να δημιουργούν. Βλέπει την ομορφιά που τον περιβάλλει, αλλά δεν μπορεί να την αισθανθεί, να την εκτιμήσει, ούτε να τη μετουσιώσει σε ποίημα. Όπως ο χειμώνας σηματοδοτεί μια έρημη, άγονη και αποστειρωμένη εποχή, έτσι και εκείνος μένει άπραγος, ασυγκίνητος και στείρος. Η αρρώστια, η παρακμή, η ωχρότητα είναι τα δικά του γνωρίσματα και τα τυπικά ρεύματα που αρδεύουν την ποίηση των ρομαντικών.
Προτρέπει μάλιστα τους αμάραντους, τα αθάνατα λουλούδια να ανθίσουν αλλού, τα ρυάκια να κυλήσουν μακριά, για κάποιους άλλους, που βλέπουν ίσως ηδονική την πραγματικότητα, γιατί αυτός δεν συγκινείται από την προκλητική ομορφιά τους. Αυτά τα σύμβολα, οι αμάραντοι και τα ρυάκια και οι όχθες είναι αιώνια. Δεν φθείρονται ποτέ εν αντιθέσει μ’ αυτόν, που μαραίνεται και εξασθενεί. Τα απεμπολεί λοιπόν. Δεν πρόκειται να τα μεταπλάσει σε ιδέα, δεν θα τα απεικονίσει σε μια ποιητική σύνθεση. Αντίθετα, θα αποχωρήσει με αστεφάνωτο μέτωπο, δηλαδή χωρίς τη δόξα του ποιητή που άφησε πίσω του σπουδαίο πνευματικό έργο, με χείλη φρυγμένα, ξερά και άνυδρα, δηλαδή χείλη που δεν τα δροσίζουν οι χυμοί της ποίησης, της αθάνατης γλώσσας της ψυχής. Διάσπαρτοι είναι γύρω του οι πολύτιμοι λίθοι της ομορφιάς, τα ακριβά υλικά της ποίησης, αλλά εκείνος που θα έπρεπε να τα σταχυολογήσει, να τα σμιλέψει και να τα συγκροτήσει σε ένα έργο τέχνης είναι εγκλωβισμένος στο δικό του ψυχικό χειμωνιάτικο τοπίο. Και δεν βλέπει καν το ανοιξιάτικο φως του ονείρου. Την ελπίδα.
Είναι εμφανής η απελπισία του ποιητή. Η ομολογία του για την απραξία του δεν έχει καμιά περηφάνια, δεν είναι καρπός εκλεκτικισμού. Αντίθετα, η νωθρότητα τού είναι βασανιστική. Τους λόγους της ποιητικής του σιωπής, τον καημό του, τον αποκαλύπτει στους τελευταίους στίχους του σονέτου και μάλιστα άμεσα απευθυνόμενος στον αναγνώστη στο β΄ ενικό (κι αν με ρωτάς): του λείπει η ελπίδα, άρα του λείπει ο σκοπός. Για να δημιουργήσει κάθε άνθρωπος, έχει ανάγκη να πιστεύει σε έναν κόσμο καλύτερο και με την εργασία του να θεωρεί ότι βάζει ένα λιθαράκι κι αυτός, για να κάνει πραγματοποιήσιμο το όνειρό του. Τα άλλα πλάσματα της φύσης, τα ζώα, τα φυτά εργάζονται, απλώς γιατί πειθαρχούν σε μια φυσική απαρέγκλιτη αναγκαιότητα. Παρωθούνται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή πειθαρχούν σε μια μηχανιστική εσωτερική επιταγή. Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που είναι προικισμένο με το δικαίωμα να επιλέγει την εργασία του, να την απολαμβάνει, να την αναγάγει σε υπηρεσία προς τον εαυτό του και τους άλλους, να την εξυψώνει σε αξία που τον οδηγεί στην αυτοπραγμάτωση και την ευτυχία. Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι μοχθεί για κάποιο ανώτερο σκοπό. Ο ποιητής ακόμη περισσότερο, ως εκφραστής της συλλογικής αγωνίας και των συλλογικών πόθων έχει ανάγκη ένα όραμα, ένα ιδανικό και πάνω από όλα έχει ανάγκη την πίστη ότι μπορεί να έρθει η Άνοιξη. Πρέπει να προσβλέπει κάπου, όπως ο Γερο- Χειμώνας. Ο Κόλεριτζ όμως δεν ελπίζει σε τίποτε, βαθιά μέσα του αναστέλλει κάθε διάθεση για δημιουργία η πεποίθηση ότι τίποτα δεν θα αλλάξει. Επομένως, η ποίησή του δεν έχει σκοπό. Έχει την ποιητική συνείδηση, διαθέτει την ευκολία της έκφρασης (το νέκταρ), αλλά δεν έχει το ποιητικό όραμα.
Για να αισθητοποιήσει τη ματαιότητα και την απελπισία του ανθρώπου που εργάζεται χωρίς σκοπό, ο Κόλεριτζ χρησιμοποιεί έναν παραλληλισμό: η μηχανιστική επαναλαμβανόμενη καταβολή κόπου δεν είναι εργασία, είναι βάσανο και σπατάλη. Η δουλειά χωρίς ελπίδα σύρει το νέκταρ σε ένα κόσκινο και το σκορπά. Η γλαφυρή εικόνα υποβάλλει το αίσθημα της ματαιοπονίας. Άμεσος είναι εδώ ο συνειρμός με το μύθο του Σίσυφου, που η τιμωρία του ήταν να σέρνει με κόπο έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού και όταν τα κατάφερνε, ο βράχος κυλούσε ξανά στους πρόποδες υποχρεώνοντάς τον να αρχίσει από την αρχή. Η ουσία του μαρτυρίου του, η τραγικότητά του δεν ήταν ο αέναος κόπος, ούτε η επιβολή της εργασίας από ξένες δυνάμεις αλλά η απουσία σκοπού. Έλιωνε σε μια προσπάθεια χωρίς σκοπό.
Η ουσία όλου του ποιήματος συμπυκνώνεται στους δύο τελευταίους στίχους, οι οποίοι αποτελούν ένα γνωμικό. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι η χρήση του β΄ ενικού στο 12ο στίχο εντάσσει στην ποιητική εξομολόγηση έναν υποθετικό ακροατή, τον αναγνώστη. Στην πρώτη στροφή ο ποιητής τον προκαλούσε να δει την έκρηξη της Άνοιξης και τώρα του ξεδιπλώνει την απόγνωσή του: Η αληθινή απελπισία της ανθρώπινης ζωής, το μεγαλύτερο μαρτύριο του ανθρώπου είναι να μην έχει όνειρα.. Η ελπίδα και η αισιοδοξία πυροδοτεί την δημιουργικότητα και δημιουργικότητα μπορεί να υπάρξει, όταν υπηρετεί κάποιο σκοπό.
Ο ίδιος ο Κόλεριτζ έλεγε: «αυτό που είναι το φυτό ασύνειδα, αυτό να κατορθώσεις να είσαι.» Έβλεπε στη φύση το κατ΄ εξοχήν ζωντανό είδος πνευματικής αυτοανάπτυξης. Η φύση εκφράζει την ασυνείδητη βούληση. Ο άνθρωπος είναι η βούληση που έχει συνείδηση του εαυτού της. Ξεκινώντας απ’ αυτήν φθάνει στην αυτοσυνειδησία. Η φύση αγωνίζεται να πετύχει κάτι, αλλά δεν έχει συνείδηση ότι αγωνίζεται γι’ αυτό. Ο άνθρωπος αρχίζει να αγωνίζεται για κάτι και με τον αγώνα του αποκτά συνείδηση του σκοπού και της ύπαρξής του. Αν πετύχει, ωθεί ολόκληρο το σύμπαν να αποκτήσει υψηλότερη συνείδηση του εαυτού του.
Γλώσσα
Η γλώσσα της μετάφρασης είναι απλή δημοτική κοσμημένη με εκφραστικά στολίδια, ζωηρές ηχητικές και οπτικές εικόνες ( τα μελίσσια βουίζουν, οι σάλιαγκοι βγήκαν ) προσωποποιήσεις ( ο γέρο χειμώνας) παρομοιώσεις (σαν φως ανοιξιάτικου ονείρου) και κυρίως μεταφορές , που λειτουργούν ως σύμβολα (άγνωστους όχτους/ αστεφάνωτο μέτωπο/ φρυγμένα χείλη/ νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει )
Ύφος
Το ύφος του ποιήματος είναι λυρικό, βαθιά ρομαντικό , γλαφυρό. Διαρρέεται από μια αδιόρατη θλίψη. Ο ποιητής επιστρατεύει πλούτο και ποικιλία εκφραστικών μέσων. Τα καλολογικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε όλο το ποίημα είναι και μια αντανάκλαση του φυσικού κόσμου στον ψυχικό κόσμο του.
Μετρική
Ο Λάμπρος Πορφύρας απέδωσε το ποίημα με ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή πολύ επιτυχημένη.
Γ΄ μέρος
Παράλληλο κείμενο ( ενδεικτικοί άξονες προσέγγισης )
1. Ανία, «Ποιήσεις», Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος.
Ανία
Ησθάνθητε την άμετρον εκείνην αθυμίαν,
Ήν η ανία προξενεί και ήτις, δολοφόνος,
Προσέρπει ένδον της ψυχής και δάκνει την καρδίαν,
Ότε λαμβάνει η ψυχή διάρκειαν αιώνος;
Hσθάνθητε το φοβερόν κενόν το περιβάλλον,
Ως τις σινδόνη νεκρική σφριγώντα έτι βίον,
Ότε βαρύ αγωνιά το στήθος το χθες πάλλον,
αι ήδη μόνον έρωτος ερείπια εγκλείον;
Hσθάνθητε εν τη ψυχή την άζωον γαλήνην
Tην επομένην εις δεινήν παθών ανεμοζάλην,
Ότε κορέσαντες αυτήν την άπληστον οδύνην
Σιγώντες των ονείρων μας μετρούμεν την αιθάλην;
Bαρύθυμος και σύνοφρυς εις την οδόν του βίου
Bαδίζει ο χθες ζωηρός και χαίρων νεανίας·
Περί αυτόν επικρατεί σιγή κοιμητηρίου,
Kαι την οδύνην θεωρεί μετ’ αδιαφορίας.
Ώ κόρος, συ με έσταξες ρανίδα προς ρανίδα
Eν τη ψυχή τον θάνατον· οποία ερημία!
Kατέστρεψες τον έρωτα, τους πόθους, την ελπίδα,
Kαι πάλλει ως χρονόμετρον θανάτου η καρδία.
Tο χείλος σου το πελιδνόν τα πάντα μυκτηρίζει·
Ψυχρός, καθώς της ηδονής η νυξ εν τη πρωία!
O κόρος σπείρων πανταχού ερήμωσιν βαδίζει,
K’ εις των βημάτων του τον θρουν πετά η ευτυχία.
Όπισθεν πάσης ηδονής καραδοκεί λανθάνων,
Kαι εις το πρώτον φίλημα ως γίγας ανυψούται·
Kαι όπου ήν συμπόσιον δεικνύει των λειψάνων
Tον σκελετώδη ορμαθόν, και νυξ πυκνή απλούται.
Oυδέν μοι έμεινεν· αυτή η μνήμη αφηρέθη,
Tο πτώμα τούτο της χαράς εν μέσω της οδύνης·
Παρήλθεν ανεπιστρεπτεί του έρωτος η μέθη·
Aπογοήτευσις, αυτό το παρελθόν μολύνεις;
Ώ φύσις, ήτις ανθηρά αναγεννάσαι πάλιν,
Πού είναι ήδη αι στιγμαί αι ευτυχείς εκείναι;
Aπεκοιμήθην ασφαλής παρά την σην αγκάλην,
Πού είναι η καρδία μου, ο έρως μου πού είναι,
Kαι η ελπίς, ο σύντροφος της εποχής εκείνης,
Aφού απενεκρώθησαν και όνειρα και πόθοι,
Ως η Nιόβη, έκπληκτος, βωβή εκ της οδύνης,
Eκάλυψε το πρόσωπον αυτής, απελιθώθη.
Ερωτήσεις:
1. Πώς συνδέεται η φύση με την ψυχική διάθεση του ποιητή στην Ανία; Βασίστε την απάντησή σας σε 2 κειμενικούς δείκτες.
2. Για ποιο λόγο βαδίζει βαρύθυμος ο νεαρός της Ανίας; Τον συνδέει κάτι κοινό με τον Κόλεριτζ;
3. Έχετε νιώσει αυτό το αίσθημα της ανίας και της πλήξης; Τι , νομίζετε, ότι το προκάλεσε;
🔊
Δ΄ μέρος –Ενδεικτικές Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Πώς σχετίζεται ο αφηγητής με τη φύση/ πλάση που τον περιβάλλει; Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συναισθηματική του διάθεση και σε ποια κατάσταση της φύσης νομίζετε ότι αυτή ανταποκρίνεται;
Απάντηση
Ένα από τα θέματα που δεσπόζουν στη ρομαντική ποίηση είναι η φύση και μάλιστα απεικονίζεται πάντα εκρηκτική με εξιδανικευμένο τρόπο. Η φύση ως σκηνικό είναι πρόσφορο, για να εξωτερικεύσουν οι ρομαντικοί ποιητές το πάθος τους, να απελευθερώσουν τη διάθεσή τους, να εκφράσουν με πληθωρικότητα και υπερβολή το συναίσθημά τους. Πίστευαν, άλλωστε, ότι η φύση είναι ένας κόσμος μαγικός, που περιθάλλει πλάσματα με ψυχή, που όλα τους μετέχουν στο θαύμα της δημιουργίας. Η φύση είναι τις περισσότερες φορές ένας έμμεσος τρόπος να μιλήσουν για τις σκέψεις, τις διαθέσεις τους. Στο συγκεκριμένο ποίημα η φύση κατά την ανοιξιάτικη αναγέννησή της είναι ένα ισχυρό εργαλείο αντίθεσης, για να δηλώσει ο ποιητής ότι ενώ γύρω του όλα είναι λαμπρά, μέσα του επικρατεί το σκοτάδι της ανίας, ενώ κάθε πλάσμα της φύσης πασχίζει προς κάποιο σκοπό, ο ίδιος είναι αδρανής και νωθρός, ενώ όλα σε κάτι προσβλέπουν, όπως ο χειμώνας, αυτός δεν έχει προσδοκίες, ενώ γύρω του κορυφώνεται η χαρά, αυτός μένει μελαγχολικός. Κανονικά αυτή του η ψυχική διάθεση θα προσιδίαζε σε ένα κατατονικό, φθινοπωρινό τοπίο. Αυτή όμως θα ήταν μια λογική, αναμενόμενη πραγματικότητα και η μελαγχολία του ποιητή θα ήταν επενέργεια της φύσης, ενώ τώρα πηγάζει από μέσα του.
2. Τι σημαίνει η έννοια «δουλειά» στο ποίημα; Ποια ακριβώς είναι η δουλειά του αφηγητή;
Απάντηση
Η δουλειά γενικά είναι η έκφραση της δημιουργικότητας. Είναι να καταβάλλει κανείς έντονη και συστηματική προσπάθεια, για να προσφέρει, να χαίρεται και να δικαιώνει την ύπαρξή του. Ο καθένας εκφράζει τη δημιουργικότητά του κατά τη φύση του. Τα σπουργίτια πετούν, οι μέλισσες βουίζουν, τα ρυάκια κυλάνε. Εκείνον η φύση του τον έχει τάξει στον πνευματικό αγώνα. Η δουλειά του είναι η ποίηση. Δουλειά του είναι ως ευαίσθητος δέκτης της ζωής να αισθάνεται τις δονήσεις της αγωνίας του ανθρώπου και να τις καταγράφει, να συγκινείται και να μεταβολίζει την προσωπική συγκίνηση σε καθολική ψυχική εμπειρία, να χτίζει ένα ψυχικό καταφύγιο για τον άνθρωπο δίνοντάς του όραμα και ελπίδα. Τη δεδομένη χρονική στιγμή περιβάλλεται από ομορφιά και θάμβος. Όλα αναγεννώνται και ξυπνούν από τη νάρκη. Αυτόν τον κόσμο όμως της ευφορίας και της ανάστασης δεν μπορεί να τον εκφράσει, γιατί του λείπει το κίνητρο, η ελπίδα. Την αδράνεια, την παραίτηση από τη δουλειά, τη βιώνει ως αποτυχία.
3. Τι συμβολίζουν οι άγνωστοι όχτοι και οι κρυμμένες πηγές; Γιατί ο ποιητής τις αποδιώχνει, αν και τις γνωρίζει;
Οι άγνωστοι όχτοι και οι κρυμμένες πηγές λειτουργούν ως σύμβολα της έμπνευσης. Είναι περιοχές που δεν έχει προσεγγίσει, δεν έχει κατακτήσει ως πνεύμα εξερευνητικό, ως φαντασία ορμητική και ως ψυχισμός διευρυμένος, δηλαδή ως ποιητής. Είναι ποιητικές περιοχές, πηγές που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την ψυχή του και να διεγείρουν το πνεύμα του. Είναι άγνωστοι και κρυμμένοι τόποι, ωστόσο τους ξέρει. Συμβολίζουν τα ανέγγιχτα θέματα από τους ποιητές, τα πρωτότυπα ανεξάντλητα ερεθίσματα που περιμένουν μια ποιητική ευαισθησία να τα συλλάβει και να τα εκφράσει, όλα αυτά που ο Κόλεριτζ θα μπορούσε να πει , θα ήθελε να πει, αλλά δεν έχει μέσα του τη φλόγα της δημιουργίας. Την ελπίδα.
4. Τι σημαίνουν οι φράσεις αστεφάνωτο μέτωπο και χείλη φρυγμένα; Τι δηλώνουν για τον αφηγητή;
Και τα δύο αυτά μεταφορικά σχήματα είναι τυπικά και διαδεδομένα εκφραστικά μοτίβα στη ρομαντική ποίηση. Τους ποιητές, τους αθλητές του πνεύματος, τούς στεφανώνει η δόξα. Δοξάζονται, γιατί εξέφρασαν (χείλη φρυγμένα) πανανθρώπινα αιτήματα. Γιατί έδωσαν ώθηση στον άνθρωπο να υπερβεί τις πεπερασμένες του δυνατότητες και να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο. Ο ποιητής αισθάνεται ότι με κλονισμένα ιδανικά και με τραυματισμένη την πίστη του στο αύριο δεν θα αφήσει πίσω του σημαντικό ποιητικό έργο. Δεν θα κερδίσει ποτέ την ηθική καταξίωση και την ευγενή δικαίωση των ποιητών. Θα μείνει λοιπόν αστεφάνωτος. Τα κατάξερα χείλη, δηλώνουν την ανεπάρκειά του σε σύγκριση με την παραγωγική φυσική σκηνή, που τον περιβάλλει. Τα χείλη του είναι φρυγμένα, γιατί αδυνατεί να αρθρώσει ποιητικό λόγο. Είναι τόσο αποστειρωμένος, έρημος και στέρφος, όσο ο χειμώνας που προηγήθηκε αυτής της παραγωγικής εποχής, της άνοιξης. Επειδή συνειδητοποιεί ότι δεν έχει συμβάλει στην περιρρέουσα ομορφιά και δημιουργία εκφράζει την απελπισία του.
5. Εξηγήστε το τελευταίο δίστιχο του ποιήματος.
Όλη η ουσία του ποιήματος συμπυκνώνεται στο τελευταίο δίστιχο. Ο λόγος της απελπισίας του, ο καημός του, όπως λέει ο ίδιος, είναι ότι δεν έχει ελπίδα. Μάταια αγωνίζεται να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στον ειδυλλιακό φυσικό κόσμο του σκοπού και της προσπάθειας. Όλα τα πλάσματα, για να δημιουργήσουν έχουν ανάγκη να ελπίζουν σε κάτι. Δεν είναι δυνατόν όμως να ελπίζει κανείς σε κάτι αόριστο ή σε κάτι διαψευσμένο. Ο άνθρωπος έχει την έμφυτη ανάγκη να βρει και να ορίσει ένα λόγο ύπαρξης. Σ΄ αυτήν την ανάγκη ανταποκρίνονται τα ιδανικά του. Τότε βαδίζει ήρεμα και στέρεα με τα έργα του προς κάποιο σκοπό. Αν ο άνθρωπος δεν έχει όραμα, δεν έχει κίνητρο, είναι αποξενωμένος από κάθε χαρά και η δημιουργία είναι απλώς καταναγκασμός. Μια καθημερινή φθορά, ένα άσκοπο αποστράγγισμα όλων των δημιουργικών του δυνάμεων, που σύρονται μέσα από κόσκινο και χάνοντα
Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών
Στην κοινωνική ζωή, ως εργασία ορίζεται η ευμέθοδη και συστηματική προσπάθεια του ανθρώπου να επιτελέσει ένα έργο, σωματικό ή πνευματικό, με σκοπό το βιοπορισμό, την έκφραση της δημιουργικότητάς του και την ηθική ικανοποίηση. Είναι υποταγή σε κοινωνικούς κανόνες της οργανωμένης ζωής αλλά και αμιγής εσωτερική του ανάγκη. Ο πολιτισμός του ανθρώπου αλλά και η βαθιά γνωριμία του εαυτού του κατακτήθηκε με την εργασία του. Αρχικά η εργασία δεν ήταν τίποτε άλλο από την άμυνα απέναντι στην παντοδυναμία της φύσης και την επιτυχή συγκομιδή των αγαθών. Με την εξέλιξη της ανθρωπότητας, η εργασία έγινε αμειβόμενη, καταμερίστηκε σε ειδικές κατηγορίες και απαιτούσε όχι μόνο την καταβολή κόπου αλλά και ειδική κατάρτιση. Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε σιγά -σιγά ότι η εργασία του δεν είναι μόνο απαρέγκλιτη βιοποριστική διαδικασία αλλά και διαδικασία κοινωνικοποίησης, μέθοδος ψυχικής εκτόνωσης και τρόπος προσωπικής έκφρασης, πηγή αισιοδοξίας, ασφάλειας και αυτοπεποίθησης και μέσο πολιτικής δύναμης. Ακόμα και όταν κακοδιαμονίζουμε την εργασία είναι οι ειδικές συνθήκες της και οι κοινωνικοί όροι ,που την απαξιώνουν( μισθός, εκτίμηση του έργου και κοινωνική αναγνώριση, καταπίεση κ.α.), και όχι αυτός καθ’ εαυτός ο κόπος και η προσπάθεια.
Από την εργασία ο άνθρωπος μπορεί να αποκομίσει πολλά οφέλη: να δώσει νόημα στη ζωή του, να ικανοποιήσει τις ευγενείς φιλοδοξίες του, να συμβάλλει στην κοινωνική πρόοδο, να είναι σε θέση να καταστρώσει σχέδια για το μέλλον, να νιώθει ασφάλεια για τυχόν μεταστροφές της τύχης, να νιώθει χρήσιμος και δημιουργικός, να αποτρέψει την αρρώστια της εποχής μας: την πλήξη και την ανία. Σε σχέση με τους άλλους, η εργασία είναι ένα καθημερινό μάθημα κοινωνικότητας και μια συνεχής άσκηση συνεργατικότητας. Ο εργαζόμενος μαθαίνει να εκτιμά τη συλλογική προσφορά και να σέβεται το μόχθο του άλλου. Η εργασία εφοδιάζει τον άνθρωπο με πρακτικά και ηθικά όπλα, για να κερδίσει τη ζωή. Δίνει νόημα στα ταλέντα του και σκοπό στην ύπαρξή του. Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι επιλέγει κανείς το καταλληλότερο γι’ αυτόν επάγγελμα και ζει και εργάζεται σε ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα που σέβεται και ανταμείβει το μόχθο, είτε είναι σωματικός είτε είναι πνευματικός. Γι’ αυτό ο επαγγελματικός προσανατολισμός είναι η πρώτη πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής μας.
Η εργασία στη Φύση έχει την έννοια της ασυνείδητης παραγωγής δύναμης και έργου και συνδέεται περισσότερο με την έννοια της διαδικασίας και της λειτουργίας.
Βάνα Δουληγέρη