Ο σιδηροδρομικός σταθμός του τσάρου Νικολάου |
Εισαγωγικές επισημάνσεις και ένταξη του έργου στην εποχή του
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στα 1883. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην προεπαναστατική Ρωσία ˙ μια ανάσα πριν από τις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Έχει προηγηθεί η κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον Τσάρο Αλέξανδρο το Β΄ στα 1861. Ο παππούς του Τσέχωφ ήταν δουλοπάροικος και ο πατέρας του έζησε ως δουλοπάροικος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι δούλοι απελευθερώθηκαν, αλλά ο ρωσικός λαός δεν έχει οχυρωθεί απέναντι στην πολιτική και οικονομική βία. Ο Τσάρος δεν έχει προχωρήσει σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα κατοχύρωναν τα δικαιώματα του λαού και από την άλλη μεριά η άρχουσα τάξη, οι πανίσχυροι φεουδάρχες έχουν την καθεστωτική στήριξη να καταπιέζουν και να εκβιάζουν τους εργάτες. Όσο δε οι προνομιούχοι οσμίζονται ότι η ανερχόμενη αστική τάξη και οι επαναστατικές, μαρξιστικές ιδέες απεργάζονται την κατάρρευση της κοινωνίας ανισοτήτων, τόσο σκληραίνουν τη στάση τους. Την περίοδο αυτή ο ρωσικός λαός, εργάτες, αγρότες, μουζίκοι, ζουν μια άθλια ζωή μέσα στην ανέχεια, την αμάθεια και την απελπισία. Πολλοί αυτοκτονούν λόγω φτώχειας. Γνωρίζουν τη βιοπάλη από την ηλικία της αθωότητας, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας, υιοθετούν σιγά- σιγά και τις επαναστατικές ιδέες, αποτινάσσουν τη μοιρολατρία τους, αλλά παρόλο που κλυδωνίζουν το σύστημα με ηχηρές εξεγέρσεις, δεν καταφέρνουν να το κατεδαφίσουν. Ακόμα.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Τσέχωφ |
Ο Τσέχωφ ήταν θερμός οπαδός των νέων ιδεών, οραματιζόταν μια σοσιαλιστική κοινωνία, μισούσε τον συντηρητισμό, τον δεσποτισμό και τη σκληρότητα αλλά ο ουμανισμός και η διευρυμένη του κοινωνική συνείδηση τον κατέστησαν άξιο να νιώσει συμπάθεια για την ανερχόμενη δύναμη του λαού και μακροθυμία για την απερχόμενη.
Ο Τσέχωφ γεννήθηκε σε μια περίοδο που η Ρωσική Λογοτεχνία βρίσκεται στην μεγαλύτερη ακμή της. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι είχαν απομακρυνθεί ήδη από τον Ρομαντισμό και ο Πούσκιν είχε βάλει στέρεα θεμέλια στην εθνική κουλτούρα. Ο Τσέχωφ ακούγοντας τους παλμούς της καρδιάς του εργατικού αλλά απεγνωσμένου ρωσικού λαού, που η απάνθρωπη μεταχείρισή του τον οδηγούσε στη θρησκοληψία, στον μυστικισμό, την εσωστρέφεια και την αλλοτρίωση, ζωντανεύει ρεαλιστικά την καθημερινότητά του προσπαθώντας συνειδητά να τον αναβιβάσει ψυχικά και πνευματικά. Αυτό το όραμα διαπνέει και τον Παχύ και τον Αδύνατο.
Γραμματειακό είδος : Διήγημα
Ο «παχύς και ο αδύνατος» είναι ένα από τα διηγήματα της μιας παλάμης, όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκαν λόγω της πολύ περιορισμένης έκτασής τους, που είναι ωστόσο αληθινά αριστουργήματα. Στο διήγημα αυτό δεν περιγράφεται ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ούτε οι ήρωές του είναι εξαιρετικοί. Ούτε κραυγαλέα δράση διασείει το μύθο, ούτε συναισθηματικές εξάρσεις καταγράφονται. Ένας κοινός νους δεν θα θεωρούσε αξιοδιήγητη μια τέτοια απρόσμενη συνάντηση δύο παιδικών φίλων, που ανταλλάσσουν ξαφνιασμένα βλέμματα, μετρημένα λόγια, ένα χτύπημα στον ώμο και συνεχίζουν το δρόμο τους βιαστικοί. Όμως, όπως έγραψε ο Κ. Στανισλάφσκι «μόνο όταν διαβάσεις και ξαναδιαβάσεις τα έργα του Τσέχωφ, μπορείς να ανακαλύψεις τα βάθη που ήταν κρυμμένα κάτω από τη φαινομενικά ασήμαντη επιφάνεια»
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Τσέχωφ |
Ο Τσέχωφ ήταν θερμός οπαδός των νέων ιδεών, οραματιζόταν μια σοσιαλιστική κοινωνία, μισούσε τον συντηρητισμό, τον δεσποτισμό και τη σκληρότητα αλλά ο ουμανισμός και η διευρυμένη του κοινωνική συνείδηση τον κατέστησαν άξιο να νιώσει συμπάθεια για την ανερχόμενη δύναμη του λαού και μακροθυμία για την απερχόμενη.
Ο Τσέχωφ γεννήθηκε σε μια περίοδο που η Ρωσική Λογοτεχνία βρίσκεται στην μεγαλύτερη ακμή της. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι είχαν απομακρυνθεί ήδη από τον Ρομαντισμό και ο Πούσκιν είχε βάλει στέρεα θεμέλια στην εθνική κουλτούρα. Ο Τσέχωφ ακούγοντας τους παλμούς της καρδιάς του εργατικού αλλά απεγνωσμένου ρωσικού λαού, που η απάνθρωπη μεταχείρισή του τον οδηγούσε στη θρησκοληψία, στον μυστικισμό, την εσωστρέφεια και την αλλοτρίωση, ζωντανεύει ρεαλιστικά την καθημερινότητά του προσπαθώντας συνειδητά να τον αναβιβάσει ψυχικά και πνευματικά. Αυτό το όραμα διαπνέει και τον Παχύ και τον Αδύνατο.
Ενδεικτική προσέγγιση – Ανάλυση του κειμένου
Το θέμα |
Δυο συνηθισμένοι άνθρωποι συναντιούνται σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό και ξαφνικά αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον παιδικό του φίλο και παλιό συμμαθητή.
Ο τίτλος |
«Ο Παχύς και ο Αδύνατος». Δηλαδή, ο καλοζωισμένος και ο στερημένος ή ο πλούσιος και ο φτωχός. Ο τίτλος προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη ότι θα παρακολουθήσει μια ιστορία για δύο ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Προλέγει την αντίθεση μεταξύ των κύριων προσώπων της ιστορίας, γράφει μια ζωηρή διαχωριστική γραμμή, που χωρίζει τις ζωές τους, την κοινωνική τους θέση, το κύρος τους. Τα επίθετα αυτά αντικαθιστούν και τα ονόματά τους ακόμη (Μίσια και Πορφύρης), γι’ αυτό αποδίδονται με κεφαλαία σαν κύρια ονόματα.
Δομή
1. Στο σιδηροδρομικό…από τον πατέρα του.→ η αναπάντεχη συνάντηση δύο φίλων 2. Λοιπόν πώς περνάς…κατάπληκτοι→ ανταλλαγή πληροφοριών για την επαγγελματική τους εξέλιξη |
🔆
Πρώτη ενότητα |
Ο Τσέχωφ αιχμαλωτίζει ένα στιγμιότυπο της καθημερινής ζωής. Από την πρώτη παράγραφο μάς δίνει τον θεματικό χώρο, τους ήρωες της ιστορίας και τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Βρισκόμαστε σε έναν ρωσικό σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Τσέχωφ μάς αποκαλύπτει προκαταβολικά την απρόσμενη συνάντηση, που θα περιγραφεί στη δεύτερη παράγραφο, ώστε εντείνεται το ενδιαφέρον. Ένας παχύς άνθρωπος μόλις βγαίνει από το εστιατόριο με εμφανή τα σημάδια πάνω του (χείλια γεμάτα λίπος, σαν γινωμένα βύσσινα) της ικανοποίησης και του κορεσμού. Είναι προφανές ότι απόλαυσε το φαγητό του, αλλά και ότι διαθέτει τη δυνατότητα και τη διάθεση να υπερβάλλει στο φαγητό, στο κρασί, στο άρωμα. Δεν παρουσιάζεται να κάνει κάτι ιδιαίτερο, δεν βρίσκεται σε κίνηση εν αντιθέσει με τον αδύνατο, ο οποίος μόλις βγαίνει από το βαγόνι αγκομαχώντας, μεταφέροντας τις αποσκευές του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχε την πολυτέλεια να πληρώσει έναν αχθοφόρο. Αναδίδει μυρωδιά από χοιρομέρι, είδος τροφίμου που μπορούσε κανείς να μεταφέρει από το σπίτι του, αφού συνηθίζεται να παστώνεται ή να καπνίζεται, για να συντηρείται, και μπορεί να τον στηρίξει σε ένα ταξίδι. Τα κατακάθια από καφέ είναι μια σημαντική πληροφορία. Ο καφές είναι κάτι που πλήρωσε. Πιθανότατα δεν μπορούσε να απολαύσει δεύτερο, επομένως γεύεται μέχρι την τελευταία σταγόνα το ρόφημά του, όπως κάνει ένας λαίμαργος ή ένας φτωχός άνθρωπος. Εδώ πρόκειται για τη δεύτερη περίπτωση.
Ο Αδύνατος ακολουθείται από τη γυναίκα του, που περιγράφεται από το συγγραφέα με τέσσερις μόνο λέξεις αρκετές, για να τη φανταστεί κανείς μορφή ασκητική, λιπόσαρκη, με τεντωμένα τα χαρακτηριστικά, κουρασμένη και αμίλητη, υποταγμένη σε δευτερεύοντα ρόλο, αφού βαδίζει πίσω από τον άντρα της και όχι στο πλάι του και παραμένει αόρατη ακόμη κι όταν ο Αδύνατος τη συστήνει τρεις φορές στο φίλο του. Μαζί τους ο έφηβος γιος του.
Μετά την κατατοπιστική και υπαινικτική παράγραφο, ο Τσέχωφ περνά στη δράση. Ζωντανεύει το περιστατικό με έναν φυσικό και ρεαλιστικό διάλογο. Ο Παχύς (=ο Μίσια) αναγνωρίζει τον παλιό συμμαθητή του (=τον Πορφύρη) και τον χαιρετά εγκάρδια. Είναι ευχάριστη έκπληξη και για τους δύο η συνάντησή τους. Συγκινούνται, δακρύζουν και αλληλοασπάζονται τρεις φορές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα λόγια του Πορφύρη έχει η στίξη. Είναι μέσον ηθογράφησης του ήρωα πιο ισχυρό από το νοηματικό περιεχόμενο του λόγου του. Αν δε επρόκειτο να δραματοποιήσει κανείς το διήγημα, η στίξη θα αποτελούσε μια διαυγή σκηνοθετική οδηγία : Τα θαυμαστικά δεσπόζουν. Εννέα θαυμαστικά σε ένα χωρίο, τρεις αλλεπάλληλες ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες και μετέωρες, τρεις διαδοχικές παύσεις, που δηλώνονται με αποσιωπητικά. Κοντά σ΄ αυτά η μετατόπιση του θέματος του Πορφύρη από τον εαυτό του, στο συνομιλητή του, στη γυναίκα του και το γιο του. Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του Αδύνατου, το ευχάριστο ξάφνιασμα, την αναπόληση, την αμηχανία, την αγωνία, το άγχος, την περιέργεια. Αξίζει να προσέξουμε τι ζητεί ο αδύνατος να μάθει για τη ζωή του φίλου του: αν είναι πλούσιος και αν παντρεύτηκε. Αυτές οι απορίες που τον φλέγουν είναι και οι δικοί του πόθοι που εξάπτουν τη φαντασία του. Η κοινωνική αναρρίχηση και η βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης είναι ό,τι ονειρεύεται περισσότερο.
Τον χειμαρρώδη λόγο του Πορφύρη ανακόπτει για λίγο ο Τσέχωφ με τις συστάσεις του Ναθαναήλ. Ο έφηβος γιος, μαθητής του γυμνασίου, αντιδρά σε κάθε ερέθισμα του περιβάλλοντος με σκεπτικισμό. Δεν δείχνει τον αυθορμητισμό της ηλικίας του. Δεν υπακούει πειθήνια στις προτροπές ή εντολές του πατέρα του. Αν και δεν φωτίζεται ιδιαίτερα από την αφήγηση και έχει έναν μάλλον αινιγματικό χαρακτήρα, αισθάνεται κανείς ότι δεν βλέπει όσα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του αδιάφορα και βαριεστημένα αλλά κριτικά. Ο Ναθαναήλ ανήκει στο μέλλον της Ρωσίας.
Και ο Αδύνατος ανακαλεί στη μνήμη του με νοσταλγία και περηφάνια τις παιδικές σκανταλιές, που συνδέουν τους δύο φίλους με ένα αόρατο νήμα συνενοχής. Ο μεν Παχύς έφερε το παρατσούκλι «Ηρόστρατος», δανεισμένο από τον υπερφίαλο και παράφρονα εκείνον που κατέκαυσε στα 356 π.Χ. το ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, για να μείνει στην Ιστορία, ο δε Αδύνατος έφερε το παρατσούκλι «Εφιάλτης», γιατί διασκέδαζε να καταδίδει τους συμμαθητές του. Η πράξη του Μίσια θα μπορούσε να είναι και επαναστατική και τιμητική για τον ίδιον, αν αποτελούσε διαμαρτυρία για ένα βιβλίο – προπαγανδιστικό όπλο του καταπιεστικού και αυταρχικού καθεστώτος. Το παρατσούκλι όμως κινητοποιεί τρομακτικούς συνειρμούς στον αναγνώστη: το ανώτατο στέλεχος της διοίκησης κατέστρεψε με χυδαίο τρόπο κάτι ιερό και έχει τώρα την εξουσία να ελέγχει, να λογοκρίνει, να ισοπεδώνει. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι για έναν περίεργο λόγο ο Πορφύρης θεωρεί μέχρι τώρα την παιδική του συμπεριφορά ως καταδότη κατόρθωμα. Ο συγγραφέας μάς καλεί να σκεφτούμε αν τα παιδικά παρατσούκλια αποδείχθηκαν προφητικά.
Και πάλι ο Πορφύρης προτρέπει πιεστικά το γιο του να χαιρετήσει τον παλιό του φίλο και συστήνει για δεύτερη φορά τη γυναίκα του τονίζοντας την καταγωγή της. Η επανάληψη φραστικών μοτίβων είναι συνηθισμένο φαινόμενο στον Τσέχωφ. Ο Ναθαναήλ σαν να διέκρινε ή διαισθάνθηκε την απόσταση που χωρίζει τους δύο άντρες δεν πλησιάζει τον άγνωστο.
Δεύτερη ενότητα |
Στη δεύτερη ενότητα παίρνει τη σκυτάλη ο Παχύς. Ρωτά το φίλο του για τα επαγγελματικά του, για να πληροφορηθεί αμέσως μετά ότι είναι τμηματάρχης, χαμηλόμισθος, τιμημένος με το παράσημο Στανισλάβα, η γυναίκα του εργάζεται, για να συμβάλει τα οικογενειακά έσοδα και ο ίδιος ενισχύει το εισόδημά του φτιάχνοντας ταμπακιέρες. Αρπάζει δε την ευκαιρία ο Αδύνατος να διαφημίσει τα χειροτεχνήματά του και να παρουσιάσει την τιμή τους ελκυστική, να υπαινιχθεί μια έκπτωση ειδικά για το συνομιλητή του, σαν να μην έχει απέναντί του έναν αγαπητό φίλο αλλά έναν δυνάμει αγοραστή. Ο Αδύνατος καταβάλλει προσπάθεια να παρουσιάσει τη ζωή του καλύτερη από όσο είναι στην πραγματικότητα. Οποιαδήποτε πρόοδος όμως στην επαγγελματική ζωή του οφείλεται στην τυπική υπηρεσιακή του εξέλιξη, στην αρχαιότητα και την ευδόκιμη υπηρεσία και όχι στην αναγνώριση ειδικών δεξιοτήτων ή κοινωνικής προσφοράς. Ακόμη και το παράσημο Στανισλάβα δεν είναι προϊόν ανδραγαθήματος, αλλά εύσημο που αποδιδόταν σε όλους τους υπαλλήλους της Ρωσικής κρατικής μηχανής, όταν συμπλήρωναν ορισμένα χρόνια υπηρεσίας. Ο συγγραφέας δεν παραθέτει τη δεύτερη δουλειά, μόνο για να υπογραμμίσει την οικονομική του ένδεια. Επιβραβεύει ηθικά τον Πορφύρη για τη φιλοπονία του. Το καλύτερο κομμάτι του κατατρεγμένου ρωσικού λαού δεν ήταν νωθρό, αλλά έκαμπτε τη δημιουργικότητά του ο δεσποτισμός και η απόγνωση.
Όταν ο Παχύς αντιπαραθέτει τις δικές του κατακτήσεις, υψηλότατη θέση στην υπηρεσία, εξουσία, παχυλό μισθό, δύο παράσημα, ο Αδύνατος κεραυνοβολημένος χάνει τα λόγια του, την ψυχραιμία του και παρ’ ολίγον την υγεία του. Η παράγραφος αυτή που σκιτσάρει αδρά τη σωματική εκδήλωση της απογοήτευσης, του φθόνου, του φόβου, της οργής και της ντροπής του Πορφύρη, που συμπαρασύρει σαν ντόμινο και την υπόλοιπη οικογένεια είναι αριστουργηματική. Εδώ μπορούμε να απολαύσουμε τον Τσέχωφ δραματουργό, τον Τσέχωφ λογοτέχνη και τον Τσέχωφ ζωγράφο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως παρατήρησε ο Τολστόι. Η δε προέκταση της εσωστρέφειας από τα πρόσωπα ακόμη και στα αντικείμενα (οι βαλίτσες ζάρωσαν) είναι αληθινά ευρηματική. Η αλλοίωση των χαρακτηριστικών της γυναίκας του αποδίδεται με μια κωμική υπερβολή και ο φόβος του Ναθαναήλ, ο οποίος στέκεται προσοχή απέναντι στον υψηλόβαθμο άγνωστο με μια δυναμική εικόνα. Η στάση όλων τους προβάλλει τα ήθη της εποχής.
Αξίζει να παρατηρήσουμε τα αισθητικά μέσα που επιστρατεύει ο Τσέχωφ σ’ αυτό το χωρίο, ώστε καταφέρνει να συγκροτήσει ένα πλούσιο πληροφοριακό υλικό σε μια λιλιπούτεια παράγραφο έξι σειρών με λογοτεχνική χάρη: επιλέγει ρήματα πολύ δυναμικά που ορίζουν ένα ελεύθερο κλιμακωτό σχήμα ( χλώμιασε, πάγωσε, τεντώθηκε σε χαμόγελο, έβγαζε σπίθες), σαν να συνταιριάζει βινιέτες κόμικς και καταγράφει καρέ-καρέ τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του Αδύνατου. Περνά σε ένα ασύνδετο, που αποτελεί ταυτόχρονα τέλειο κλιμακωτό σχήμα και ζωηρή εικόνα (μαζεύτηκε, καμπούριασε, στένεψε) και η ψυχική ένταση του αδύνατου μεταδίδεται σαν ηλεκτρική εκκένωση στα άψυχα αντικείμενα που συστάλθηκαν και ζάρωσαν κι αυτά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό που αλλάζει σε όλα τα πρόσωπα και τα αντικείμενα είναι η μορφή, το περίγραμμα, το σχήμα. Οι ήρωες μικραίνουν, ζαρώνουν, συστέλλονται, συρρικνώνονται, στρεβλώνουν, εν– τρέπονται. Είναι σαν να χάνουν τη συναισθηματική τους οντότητα και μοιάζουν βγαλμένοι από κόμικς ή γελοιογραφία.
Μετά στο ψυχολογικό σοκ που υπέστη ο Αδύνατος, ο Τσέχωφ παρακολουθεί την ψυχολογική μεταστροφή του και την ηθική του κατάπτωση. Ο Πορφύρης χάνει τα λόγια του, αποκαλεί το φίλο του εξοχότατο και άρχοντα, αντικαθιστά τον ενικό με πληθυντικό ευγενείας και ξανασυστήνεται σαν να τον βλέπει πρώτη φορά. Η εικόνα που είχε για τον εαυτό του καταρρέει, σπάει η αόρατη αλυσίδα θερμής οικειότητας που τον συνέδεε με το φίλο του και δείχνει μετανιωμένος για την ανάρμοστη συμπεριφορά του. Αναδιπλώνεται και φορώντας ένα προσποιητό χαμόγελο ευαρέσκειας, στολίζει το ανώτερο στέλεχος της διοίκησης με θλιβερές κολακείες και κατακερματισμένες φιλοφρονήσεις χωρίς ειρμό, σαν να τις ανέσυρε από κάποιο ειδικό συρτάρι της μνήμης με οδηγίες καλής κοινωνικής συμπεριφοράς έκτακτης ανάγκης.
Όλη αυτή η σκηνή γελοιοποίησης εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια της γυναίκας και κυρίως του γιου του που βλέπουν το πρότυπο, το στήριγμα της οικογένειας να καταρρέει. Μια στιγμιαία συνάντηση αποδεικνύεται μοιραία. Η πανοπλία του ευυπόληπτου, σοβαρού, προκομμένου Κου Τμηματάρχη πέφτει, για να αποκαλυφθεί ένα αξιολύπητο ανθρωπάκι. Η έλλειψη χαρακτήρα, η ενδοτικότητα, η νωθρότητα, η αναξιοπιστία και εντέλει η ψυχική του κατάντια είναι αυτά που λοιδορεί ο Τσέχωφ στον ήρωά του. Ο Πορφύρης είναι μια ασήμαντη ύπαρξη, όχι γιατί έτσι τον βλέπει ο συγγραφέας, αλλά γιατί ο ίδιος επιλέγει την ασημαντότητά του. Αντί να παλέψει, για να αποτινάξει από πάνω του τα δεσμά της ζωής του, υποτάσσεται παθητικά στη μοίρα του, παραμένει εγκλωβισμένος στη μιζέρια του. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς πίστη στον εαυτό του και τη ζωή που απογυμνώνεται τώρα και από κάθε προσωπικό μύθο στα μάτια των αγαπημένων προσώπων του.
Ο Μίσια από την άλλη μεριά μένει κεραυνοβολημένος και αηδιασμένος από τη φαιδρή μεταμόρφωση του Αδύνατου, την οποία δίνει ο Τσέχωφ με ένα ωραιότατο αισθητικό ασύνδετο σχήμα (τόσος σεβασμός, τόση γλυκάδα, τόση ευλαβική ξινάδα). Αφού τον μαλώσει για τη δουλοπρέπειά του, απευθύνει έναν τυπικό χαιρετισμό, κάνει μεταβολή και φεύγει. Ούτε ολόκληρη την παλάμη του δεν τόλμησε να πιάσει ο Πορφύρης. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ είναι το νευρωτικό, πνιχτό, χαιρέκακο γέλιο, που κλείνει κάθε του πρόταση, καθώς και η ειρωνεία του Τσέχωφ που ανεβαίνει οχτάβα. Ακολούθως η οικογένεια βάζει τα καλά της. Η γυναίκα χαμογελά και ο Νάθια στέκεται με στρατιωτική προσοχή. Με σχήμα κύκλου κλείνει το διήγημα ο Τσέχωφ επαναφέροντας την πρόταση – σχόλιο της πρώτης ενότητας με εμφανή σατιρική διάθεση, αλλάζοντας απλώς τα υποκείμενα: έμειναν και οι δυο ευχάριστα κατάπληκτοι ↔ ήταν και οι τρεις ευχάριστα κατάπληκτοι.
Αφηγηματική τεχνική
Απουσιάζει ο μύθος. Απουσιάζουν και οι πρωτότυπες τεχνικές αφήγησης. Ο συγγραφέας αναπαριστά το περιστατικό επιλέγοντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση σε κανονική χρονολογική σειρά μένοντας αμέτοχος στη δράση, αφήνοντας μόνο να ακουστεί το θλιμμένο, άκακο γέλιο του. Η πραγματικότητα αναπλάθεται σαν να είναι βίωμα. Δεν αναλύεται όμως, δεν αναπτύσσεται και κυρίως δεν καθοδηγείται ο αναγνώστης να πάρει αυτή ή την άλλη θέση.
Ο χαρακτήρας του Αδύνατου σκιτσάρεται με αδρές γραμμές. Δεν τα λέει όλα ο Τσέχωφ, αλλά καταλαβαίνουμε περισσότερα. Η ελλειπτικότητα της ηθογράφησης και ο λακωνικός εικονισμός είναι δύο από τους άξονες της αισθητικής του. Ο ίδιος έλεγε : « στα διηγήματα είναι προτιμότερο να μην τα πεις όλα, παρά να τα κομματιάζεις σε επειδή…. και επειδή…. και τρέχα γύρευε ». Μ΄ αυτό τον τρόπο ερεθίζει τη φαντασία και προκαλεί το πνεύμα του αναγνώστη ανάλογα με την εμπειρία του να συμπληρώσει τα κενά. Οι δύο πρωταγωνιστές σκιαγραφούνται σαν καρικατούρες. Ωστόσο, σε λίγες γραμμές με λεκτικές (λέξεις, φράσεις, ειρμός) και μη λεκτικές πληροφορίες (σιωπές, κινήσεις, παύσεις, γέλιο) αποκτούν την οργανική και συναισθηματική υπόσταση ενός αληθινού χαρακτήρα. Έκδηλη είναι η λεπτή σατιρική διάθεση του παρατηρητή. Η αφήγηση είναι ανάλαφρη, ρεαλιστική, διαυγής και σε ορισμένα σημεία ποιητική. Επιβάλλεται πάντως με την απλότητά της και μαγεύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σειρές
Γενική αποτίμηση του διηγήματος
Ένα συνηθισμένο θέμα, μια κοινή ξαφνική συνάντηση δύο ταπεινών υπάρξεων, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για χρονογράφημα ή φάρσα, χάρις στην εντυπωσιακή οξυδέρκεια και τους επιδέξιους λογοτεχνικούς χειρισμούς του Τσέχωφ μεταμορφώθηκε σε ιστορία λογοτεχνικών αξιώσεων. Η παρατηρητικότητά του, η διεισδυτική του ματιά, το αληθινό ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής και το πολιτικό του όραμα μάς έδωσαν μια μικρή αλλά δραστική μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Και παρόλο που καταγράφεται η ηθική ταπείνωση και ο εξευτελισμός ενός ανθρώπου, το κωμικό στοιχείο δραπετεύει συνθέτοντας αυτό που λέμε ιλαροτραγικό ύφος του Τσέχωφ. Τηρώντας λεπτές ισορροπίες κατάφερε να απαλλάξει την ιστορία από το ανεκδοτολογικό της κέλυφος και μας καλεί να δούμε ότι το ενδιαφέρον και το σημαντικό δεν βρίσκεται πάντα στο εκρηκτικό και το κραυγαλέο.
Γλώσσα |
Η Γλώσσα είναι λιτή, απλή, καθημερινή, όπως καθημερινά είναι τα πρόσωπα. Ο λόγος είναι μετρημένα υπαινικτικός, παραστατικός με εσωτερική δύναμη. Τα στολίδια του ύφους είναι λίγα αλλά πολύ δυνατά, ευρηματικά και εύστοχα. Δεν περιορίζονται δε στην αισθητική τους λειτουργία, αλλά ενισχύουν τη δραστικότητα της εσωτερικής περιγραφής των ηρώων. (βλέπε ανάλυση του κειμένου). Μεγάλο μέρος της έκτασης του διηγήματος καταλαμβάνει ο διάλογος, που είναι απόλυτα ρεαλιστικός και παράλληλα πολύ οικείος. Διασπά τα στενά ιστορικά και εθνικά όρια της εποχής του και θα μπορούσε να σταθεί ακόμη και σήμερα.
Ύφος |
Ο Τσέχωφ διατηρεί σε όλο το διήγημα απλό, λακωνικό ,καθαρό, διάφανο, παραστατικό, οικείο ύφος, χωρίς λυρικές εξάρσεις. Το χρωματίζει με πινελιές χιούμορ, λεπτής ειρωνείας και διακριτικού σαρκασμού.
Γ΄ μέρος |
Παράλληλο κείμενο ( ενδεικτικοί άξονες προσέγγισης )
«Ένα διπλό», Κοσμά Πολίτη, Η κορομηλιά και άλλα διηγήματα, Ερμής, 1990.
Ερωτήσεις:
Δ΄ μέρος – Ενδεικτικές Απαντήσεις της ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου |
Όπως μας πληροφορούν οι ήρωες, ο Μίσια είναι μυστικός σύμβουλος και διαθέτει ήδη δύο παράσημα για την προσφορά του στην υπηρεσία και ο Πορφύρης είναι τμηματάρχης. Είναι και οι δύο απλοί δημόσιοι υπάλληλοι, ένα γραφειοκρατικό γρανάζι σε κάποια από τις υπηρεσίες του ρωσικού κρατικού μηχανισμού. Στην πραγματικότητα, δεν τους χωρίζει κοινωνική άβυσσος, αλλά μάλλον ένα σκαλοπάτι. Ωστόσο, φαίνονται να έχουν διογκώσει, μεγεθύνει στη συνείδησή τους την αξία και τη δύναμη της υπηρεσίας και ο μικρόκοσμος, στον οποίον ανήκουν, παρουσιάζεται μεγεθυμένος και πανίσχυρος. Το ίδιο και η θέση τους στην ιεραρχία
Η κοινωνική τους θέση μαρτυρείται ρητά από τις εξομολογήσεις των ίδιων των ηρώων αλλά και άρρητα από την εικόνα και τη μυρωδιά που αποπνέουν. Ο ένας είναι παχύς άρα χορτάτος- μάλιστα μόλις βγήκε από το εστιατόριο- ήπιε και έφαγε με υπερβολή, τα χείλια του γυαλίζουν από το λίπος, μυρίζει κρασί και άρωμα. Τη ανώτερη θέση που κατέχει σε σχέση με τον αδύνατο φανερώνει και η προτροπή του να μην του αποδίδει ιδιαίτερες τιμές, να μην τον κολακεύει, που εκφωνείται όμως με ένα ύφος υπεροχής, με έναν αέρα ευγενικής παραίτησης, λόγω της παλιάς τους γνωριμίας, από τις τιμές που δικαιούται.
Η κοινωνική θέση του Αδύνατου υποδηλώνεται επίσης από την εικόνα του και τη μυρωδιά του. Είναι λιπόσαρκος, στερημένος, πίνει μέχρι και το κατακάθι του καφέ, μεταφέρει μόνος τις βαριές και φτηνές αποσκευές του, κιβώτια και μπόγους, δηλαδή αυτοσχέδιους σάκους από πανί. Αναγκάζεται να υπερεργάζεται, για να καλύψει τις ανάγκες του, όπως και η γυναίκα του, και πάλι παραπονείται για τη δυσχερή οικονομική του κατάσταση. Η ταπεινή κοινωνική του θέση υπογραμμίζεται από τη δουλοπρεπή στάση που κρατά απέναντι στον δήθεν ανώτερό του.
Τι επιδιώκει να δείξει με αυτό ο συγγραφέας;
Ο Πορφύρης εκφράζει αρχικά τη μάλλον ειλικρινή χαρά του που μετά από τόσα χρόνια συνάντησε το φίλο του. Φαίνεται ότι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό του είναι η εικόνα του ως μεσόκοπου άντρα στα μάτια του φίλου του, γι αυτό και προσπαθεί να εκμαιεύσει ένα θετικό σχόλιο για την παρουσία του που έχει μοιραία απομακρυνθεί από το σφρίγος και τη φρεσκάδα της νεότητας. Στη συνέχεια είναι καταφανής η προσπάθειά του να παρουσιάσει τη ζωή του καλύτερη από ό,τι είναι και πασχίζει να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα. Εμφανίζει αρχικά τα σημάδια ενός ήπιου ανταγωνισμού με το φίλο του. Το μετάλλιο Στανισλάβα, την προαγωγή του σε θέση Τμηματάρχη, τη Λουθηρανή γυναίκα του, όλα αυτά δεν τα εκφέρει ανάλαφρα και αυθόρμητα αλλά σαν τεκμήρια της τακτοποιημένης και ισορροπημένης ζωής του. Ξαφνικά το μέτρο ποιότητας της δικής του ζωής γίνεται η επαγγελματική εξέλιξη του Μίσια. Το κριτήριο επιτυχίας παύει να είναι εσωτερικό. Ο Πορφύρης απομακρύνεται περισσότερο από τον εαυτό του (αλλοτρίωση). Όταν ανακαλύπτει ότι η εξέλιξη του Μίσια είναι μεγαλύτερη από ό,τι μπορούσε να φανταστεί, τότε μετατρέπεται σε ένα χαμερπές πλάσμα, που υποκλίνεται στον εξοχότατο φίλο του και ακολουθεί ένα πρωτόκολλο συμπεριφοράς λες και έχει απέναντί του τον ίδιο το Τσάρο. Είναι βέβαιο ότι καθόλου δεν χάρηκε με την κοινωνική άνοδο του φίλου του, γιατί τώρα η δική του αποτυχία φαντάζει μεγαλύτερη και στα δικά του μάτια και στα μάτια της γυναίκας και του παιδιού του.
Ο Τσέχωφ επιχειρεί με τη μεταστροφή του ήρωά του να αναδείξει πόσο διάτρητη είναι η ηθική ενός απελπισμένου ανθρώπου σε μια αυταρχική και καταπιεστική κοινωνία, σε ένα καθεστώς εχθρικό προς κάθε άνθρωπο.
Ο χαρακτηρισμός αυτός ( παχύς- αδύνατος) είναι πρόωρες συστάσεις των ηρώων του διηγήματος. Πριν γνωρίσουμε τα πρόσωπα, διαισθανόμαστε ότι ο Παχύς έχει εκτόπισμα, ευμάρεια, δύναμη, διακρίσεις. Ο Αδύνατος ζει στην ανέχεια, τη στέρηση, τη μιζέρια, την αθλιότητα. Τα επίθετα αυτά είναι αρχικά υπαινιγμός για τη διαφορά κοινωνικής θέσης μεταξύ των παλιών συμμαθητών. Και μετά όμως διατηρούνται. Διατρέχουν όλη την αφήγηση, για να υπενθυμίζουν ότι αυτή η διαφορά που δεν είναι μόνο εξωτερική αλλά και εσωτερική είναι ο σπινθήρας που θα προκαλέσει την ανάφλεξη της συνάντησης. Επειδή οι πόλοι της αντίθεσης είναι προσδιορισμένοι από την αρχή, με την εξωτερική εμφάνιση των ηρώων, περιμένουμε με αγωνία η διαφορά να δικαιωθεί και να οδηγήσει σε σύγκρουση.
Ο Τσέχωφ αποκαλύπτει ότι η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και oi σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους έχουν αλλοτριωθεί. Ένα μεγάλο τμήμα του ρωσικού λαού καταβάλλει τεράστιο αγώνα, για να επιβιώσει. Η εργασία, όσο ευσυνείδητα κι αν διεκπεραιώνεται, όσο εντατικά κι αν ασκείται, δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα. Δεν αναβιβάζει στο ελάχιστο το επίπεδο της ζωής του. Η πλειοψηφία δεν εξασφαλίζει ούτε τα στοιχειώδη, για να ζήσει. Αντίθετα, αυτοί που ζουν μια άνετη και αξιοπρεπή ζωή είναι αυτοί που δεν εργάζονται, οι φεουδάρχες και οι προνομιούχοι του τσαρικού συστήματος. Οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα επιβιώνει με μεγαλύτερη ευκολία εξιδανικεύεται από τους υπόλοιπους, τους προκαλεί δέος και φόβο.
Από την άλλη πλευρά, οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες να προάγει κανείς τη ζωή του και να βελτιώσει τη θέση του με την εργασία είναι δεδομένες και περιορισμένες. Η συντήρηση της υπάρχουσας κοινωνίας ανισοτήτων είναι μεθοδευμένη και έως τότε τίποτε δε φαίνεται ικανό να τη διασείσει. Μέσα σε αυτές τις άθλιες συνθήκες ζωής διαφθείρονται τα ήθη και διαβρώνονται και οι ανθρώπινες σχέσεις. Η αξία του ανθρώπου δεν αξιολογείται από την κοινωνική του προσφορά αλλά από την κοινωνική του θέση ή την οικονομική του άνεση. Ο άνθρωπος δεν είναι αυταξία, αλλά αποκτά υπόσταση ανάλογα με τη θέση και τις απολαβές του. Δηλαδή, αντί να αναβιβάζει ο άνθρωπος τη θέση του, η θέση αναβιβάζει τον άνθρωπο. Αντί ο Μίσια να είναι ευυπόληπτος, επειδή με τον τρόπο, που ασκεί τα δημοσιοϋπαλληλικά του καθήκοντα, προάγει το έργο του και ωφελεί το δημόσιο συμφέρον, είναι ευυπόληπτος, επειδή απλώς κατέχει τη συγκεκριμένη θέση και τις ανάλογες αρμοδιότητες.
Έτσι, οι πολίτες δεν είναι ίσοι. Τους χωρίζουν αγεφύρωτες διαφορές, διαιρούνται σε ανώτερους και κατώτερους, σε εξοχότατους και πληβείους, σε ανερχόμενους και απελπισμένους. Δεν επιτρέπεται δε να συναναστρέφονται μεταξύ τους εκπρόσωποι διαφορετικών τάξεων, ούτε να αναπτύσσουν βαθιές κοινωνικές σχέσεις πολίτες με ταξική διαφορά. Ο Πορφύρης δεν είναι μια ειδική περίπτωση ανθρώπου που αντιδρά με δουλοπρέπεια, αλλά ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των χαμηλόμισθων Ρώσων, οι οποίοι ζώντας την αδικία και την εκμετάλλευση και κυρίως την ιδεολογικοποίησή τους, πλάι στη φανταχτερή ζωή των λίγων, διολισθαίνουν στην κοινωνική υποκρισία, στη δουλικότητα και τη μοιρολατρία Ας προσέξουμε το Μίσια; Μαλώνει τον Πορφύρη για την αλλαγή της στάσης του, του επιτρέπει μια πιο χαλαρή και ελεύθερη συμπεριφορά όχι γιατί του είναι αδιανόητη η απόδοση τιμών από τους υφισταμένους του, αλλά χαριστικά και κατ’ εξαίρεση λόγω της παλιάς του γνωριμίας. Στο βάθος δέχεται τις τιμές και τις κολακείες με αυταρέσκεια.
Το διήγημα συνοψίζει και δραματοποιεί την ακόλουθη πικρή διαπίστωση του Τσέχωφ: «ο Φαρισαϊσμός, η κουταμάρα, η αυθαιρεσία δεν βασιλεύουν μόνο στα σπίτια των εμπόρων και τις φυλακές αλλά και στην επιστήμη, τη λογοτεχνία , τη νεολαία, την υπηρεσιακή, την επιχειρηματική και την ιδιωτική ζωή.
(Βλέπε και εισαγωγικό σημείωμα και ένταξη του έργου στην εποχή του)
Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών
Είναι καλύτερο να προαποφασίσετε το τέλος της ιστορίας σας και γι’ αυτό το σκοπό να φροντίστε να προεπιλέξετε στο στοιχείο εκείνο που θα κινητοποιεί το μύθο. Μπορεί η εξέλιξη του ενός και η σταδιοδρομία του να είναι απρόσμενα επιτυχημένη και θετική ή αρνητική ,να φανερώνει, δηλαδή, ότι ο ήρωάς σας απομακρύνθηκε τελείως από τα μαθητικά όνειρα και ιδανικά του. Μπορεί επίσης οι δύο ήρωες να άλλαξαν θέσεις: ένας ιδεαλιστής έγινε υλιστής και ένας υλιστής ιδεολόγος ή ένας μαθητής χωρίς ιδιαίτερες σχολικές επιδόσεις σε ένα μάθημα να εξελίχθηκε σε διακεκριμένο, παγκοσμίου κύρους επαγγελματία ή επιστήμονα στον τομέα αυτό.
Μπορείτε επίσης να εξιστορήσετε μια περίπτωση αντιστροφής ρόλων: ένας άνθρωπος που ως παιδί ταλαιπωρήθηκε από το συμμαθητή του λόγω αδυναμίας, τώρα βρίσκεται σε θέση ισχύος και έχει την επαγγελματική εξουσία να βοηθήσει ή να βλάψει, ακόμη και να καταστρέψει τον παλιό του φίλο. Όποια περίπτωση και αν επιλέξετε, αντλήστε από το παράδειγμα του Τσέχωφ. Μια επιτυχημένη ιστορία πρέπει να διαθέτει το στοιχείο της έκπληξης, της αγωνίας, της κορύφωσης και εν τέλει της ανατροπής.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις
iii. Το ύφος του διηγήματος είναι επιτηδευμένο και πομπώδες.
κοινωνίας της εποχής του.
Βάνα Δουληγέρη
ΔΕΣ ΚΙ ΕΔΩ
This site is protected by wp-copyrightpro.com