”Μόρος” από το ”μείρομαι”-μοιράζω.
Δίνονται οι αναγκαίες εξηγήσεις
και ύστερα το ερώτημα:
”Τι να ‘ναι άραγε τούτο το κοινό;
Τι μοιραζόμαστε κι είναι σε όλους ίδιο;
Άρχισαν δειλά τα χέρια να σηκώνονται
Κάποια μελαγχολικά
συνεσταλμένα μίλησαν για τη θλίψη.
Τα περισσότερα ζυγιάστηκαν περήφανοι αετοί
σάλπισμα δώσανε για μακρινά ταξίδια
για την αγάπη, τ’ όνειρο και τη χαρά.
Και το πίσω θρανίο μ’ ένα κάθισμα μοναχικό:
”Κοινός μόρος, κυρία;
Μα το σχολείο
που οι πιο πολλοί δεν το χωνεύουμε καθόλου
και όμως όλοι πρέπει να περάσουμε από αυτό!”
Είχα μπροστά μου μάτια που ρέμβαζαν
ή έπνιγαν τους μικρούς τους φόβους,
μα όλα τους ήταν μάτια που όνειρα μετρούσαν
πριν τα σκουριάσει η αλήθεια,
μάτια που έρωτες ζωγραφίζανε
δίχως καν να φαντάζονται πως είναι φυλλοβόλοι.
Τα ‘βλεπα να τρέχουν μέσα τους
να κυνηγάνε τις σιωπές τους
πριν γίνουνε κραυγές
και τις κραυγές τους
πριν προλάβουν να σωπάσουν.
Τα άκουγα που μεταξύ τους απλόχερα μοιράζανε
ρόλους σπουδαίους επάνω στη σκηνή…
Ο βραχνός κήρυκας βουβάθηκε μέσα μου μεμιάς.
Ζάρωσα πάνω στον άμβωνα της έδρας.
Το μάθημα διολίσθησε
από τα ανοιχτά βιβλία
στη ζωή που έμπαινε ορμητική απ’ το παράθυρο.
Τέλος μαθήματος.
Τόσα σηκωμένα χέρια,
τόσες φωνές και τόσα βλέμματα
σήκωσαν άγκυρα.
Με πήγαν στο επόμενο κεφάλαιο
‘‘Ζωή σε 9/8…” Εκδόσεις Κάκτος, 2016