Η Χρυσοπέλεια στο μονοπάτι


        Είναι γνωστό ότι οι Θεοί και οι Θεές, αν τους χτύπαγε ο έρωτας κατακούτελα για κανένα κοινό θνητό μανάρι (γιατί και μεταξύ τους και αριθμητικά να το πάρεις 12 νοματαίοι ήσαν,  πόσες συνευρέσεις να δοκιμάσουν; – ας μας πει ένας Μαθηματικός!), δοκίμαζαν να τον σαγηνεύσουν με ταξίματα. Αν όμως το θνητό μανάρι δεν έπαιρνε από λόγια, τότε οι Θεοί  έπαιρναν τη  μορφή δένδρων, για να το πλησιάσουν και να παρακολουθούν -έστω-  τι λέει και τι κάνει και, αν ξάπλωνε στις ρίζες του, να πάρουν το αντικείμενο του πόθου τους μια αγκαλιά στα κρυφά και ό,τι ήθελε προκύψει…

      Βλέπετε οι Αρχαίοι δεν παρακολουθούσαν τις συνομιλίες των ανθρώπων για ψύλλου πήδημα και αυτά που λένε στις ειδήσεις για  «Διαχρονικές παθογένειες» είναι  διαχρονικές ανοησίες πολιτικάντηδων, για τις οποίες ο Θουκυδίδης έχει γράψει αρκετά και δεν θα τα μάθετε τώρα από μένα. Αν ήταν ο έρωτας, λοιπόν,  το αίτιο για την ωτακουστία, τότε το πράγμα άλλαζε: κάθε ανομία συγχωρούνταν, κάθε παρενόχληση ευλογούνταν και ο ωτακουστής έπαιρνε το χρίσμα της ερωτικής αριστείας από Θεούς, ανθρώπους και δαίμονες.  

      Και ποιος να κάνει τον Δικαστή τον Αδέκαστο – εδώ που τα λέμε-  για το ευρηματικό φλερτ  μέσω μεταμορφώσεως, αφού και ο Δίας, ο Στεροπηγερέτης, πού τον έχανες πού τον έβρισκες: μια ταύρος, μια αρκούδα, μια κύκνος, μια βροχή, μια κούκος, μια βελανιδιά,  ό, τι μπορούσε έκανε ο καημένος, ο Τερψικέραυνος, για να κάμψει τις αντιρρήσεις της εκάστοτε ερωμένης του. Και σαν να μην έφτανε η ερωτική αποπλάνηση, έσπερνε και ένα παιδί στο αχαλίνωτο διάβα του, γιατί ο Δίας, ως γνωστόν,  ουδέποτε υπήρξε άκαρπος… (Μεταξύ μας, αυτός ο μύθος ήταν λαοφιλής, καθώς αθώωνε κάθε τεκνοποιϊα εκτός γάμου και συν τοις άλλοις εξασφάλιζε τιμή αιώνια σε όποια έκανε παιδί αγνώστου πατρός. Γιατί οι Αρχαίοι εκτός από ακομπλεξάριστοι ήταν και ορκισμένοι συνένοχοι και ο μύθος ήταν ομερτά: «Κάνε ό,τι θες, φτάνει να επινοήσεις έναν μύθο, για  να το δικαιολογήσεις και εμείς μαζί σου. Θα τον στηρίξουμε και θα τον διαδώσουμε σαν νά τανε δικός μας» )

      Είναι, επίσης, γνωστό ότι εκτός από τον έρωτα στη δοκιμασία της μεταμόρφωσης μπορούσε να σε επισύρει  ή να σε διασύρει και η τιμωρία.        Πολλοί  άνθρωποι τιμωρήθηκαν να ζήσουν σαν φυτά και δέντρα, επειδή το παράπτωμά τους ήταν βαρύ.  Τι Δάφνη, τι Νάρκισσος, τι Κρόκος, τι Υάκινθος, τι Αμάραντος, τι Αγαύη, τι Έλατο, τι Ελλέβορος, όλοι αμαρτωλοί ήταν αυτοί, παιδιά μου,  που τη μια μέρα γλεντοκοπούσαν ανενδοίαστα οι αθεόφοβοι και την επομένη  τούς φύτρωναν φύλλα και κλαδιά. Για να μην πούμε και για τον Άδωνι, που τον λιμπίστηκε η Αφροδίτη, η κουφιοκέφαλη, και  τον μεταμόρφωσε ο Άρης  σε  Αγριοπαπαρούνα, τη γνωστή παπαρούνα των λιβαδιών… Και  μέχρι σήμερα παραμένει στην ίδια φαιδρή κατάσταση…

     Τα  δέντρα, λοιπόν, ήταν μια πολύ σοβαρή οικιστική πρόταση της Μυθολογίας μας, δηλαδή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.  Οι Πρόγονοι δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι το δέντρο που σε ξεκουράζει με τον ίσκιο του, σε φιλεύει με τους καρπούς του, σε εμπνέει με την ομορφιά του, είναι άψυχο. Το κεφάλι του πρώτου ανδρός της Πόλης μπορούσαν να το θεωρούν ακατοίκητο. Το δέντρο ποτέ.

Κάποιος, κάποια το κατοικούσε και το εμψύχωνε.

    Άλλωστε,   υλικός πολιτισμός τι θα πει; Ξύλινος.  Είχαν, βεβαίως, οι Αρχαίοι και  τις ξύλινες προτιμήσεις τους. Ένας Θεός ή μια νύμφη δεν μπορεί να κατοικεί σε όποιο δέντρο νά ναι. Πρέπει να είναι γυμνόσπερμο, δηλαδή, φυτό  κωνοφόρο, να παράγει κουκουνάρια και σπόρους, όχι  λουλουδάκια.  Και η Πριγκίπισα του ξύλινου πριγκηπάτου ήταν η βελανιδιά. Το ιερό δέντρο της Γαίας. Το λιοντάρι των Φυτών. Ο αητός του δάσους. Θυμάστε την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης, από όπου  η Θεά Αθηνά δανείστηκε μια ξύλινη φλούδα και  έβαλε στην πλώρη της Αργούς, πριν ξεκινήσει για την Αργοναυτική Εκστρατεία; Ε, Βελανιδιά ήταν… 

     Και μέσα στις βελανιδιές, τις δρύες, ζούσαν οι Αμαδρυάδες. Στην Αρκαδία μέχρι σήμερα, όταν λέμε δέντρο, εννοούμε μόνο βελανιδιά. Χωρίς υποσημειώσεις. Και όταν ο Μέναδρος σημείωνε στο έργο του «Γνῶμαι μονόστιχοι» 123, την περίφημη φράση: «δρυὸς πεσούσης1&2 πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται», δηλαδή, όταν πέσει η βελανιδιά =ο ισχυρός άνθρωπος, κάθε ανθρωπάκος μαζεύει ξύλα, υπαινισσόταν ότι μια βελανιδιά δεν γονατίζει εύκολα.
Αν όμως συμβεί, ξέρει τι να περιμένει…

     Οι  Αμαδρυάδες είναι νύμφες, κόρες του Ουρανού, αρχαιότερες από τις κόρες του Δία. Ζουν μέσα στις βελανιδιές και χαίρονται, όταν ξεδιψάνε με το νερό της βροχής και μαραζώνουν, όταν πειράξεις τα φύλλα και τα κλαδιά τους. Φέρονται και υποφέρουν ως  δέντρο. Κάποτε μεσιτεύουν μεταξύ Θεών και ανθρώπων και συνήθως πεθαίνουν μαζί  με το δέντρο. Γι αυτό και οι εσώκλειστες Νύμφες, αν διαβλέψουν σοβαρό κίνδυνο για το δεντρόσπιτό τους, ακούγονται να εκλιπαρούν τον πρώτο τυχόντα να τις σώσει. Κι αν περιφρονήσει την ικεσία τους, μετανιώνει την ώρα και τη στιγμή, λίγο πριν τον βρει φριχτή τιμωρία.

       Έτσι έγινε και με την Χρυσοπέλεια. Την Αμαδρυάδα, που το όνομά της σημαίνει Χρυσό Περιστέρι3. Μια ημέρα, λέει, ο Αρκάδας, που ήταν και νοστιμούλης, αντί να χαζεύει στα κοινωνικά δίκτυα, έστρωνε μυς κυνηγώντας σε μια περιοχή της Αρκαδίας. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τη Μελισσόπετρα Γορτυνίας, ένα τσιγάρο δρόμος από τη Ζάτουνα. Ξαφνικά αντιλήφθηκε μία βελανιδιά έτοιμη να την καταπιεί ο ΧείμΑΡρΟΣ. Η Νύμφη Χρυσοπέλεια, η ένοικος του δένδρου, τον ικέτευσε να την σώσει. Ασκαρδαμυκτί, ο καλογυμνασμένος Αρκάς, έφτιαξε ένα φράγμα, απέτρεψε το ρεύμα και την έσωσε. Αυτή, για να τον ανταμείψει (έτσι το λέμε τώρα), του χάρισε αυθωρεί και παραχρήμα δύο γιους, τον Έλατο και τον Αφείδαντα, τους προγόνους του Αρκαδικού γένους.

Και πολλοί Αρκάδες λένε ότι ακόμη και σήμερα περπατώντας στα βουνά της Αρκαδίας, αν δεν αιχμαλωτίσουν το βλέμμα σου τα ουρανομήκη δέντρα με το αλαζονικό θρόισμα των φύλλων τους και κοιτάς πού και πού κάτω, μπορεί να βρεις μια Αμαδρυάδα ξαπλωμένη σε ένα μονοπάτι. Και απλώς ακολουθώντας τους ρόζους του δέντρου να την ζωγραφίσεις.


Το επιβεβαιώνω.

 

 


 👇

1.   1. Η μετοχή «πεσούσης» είναι γενική απόλυτη χρονικοϋποθετική μετοχή και όχι χρονική. Μην τα ξαναλέμε.

2.    2. Μου έρχεται να κάνω χρονική αντικατάσταση στο «πεσούσης». Και θα την κάνω.

3.   3. (Liddell-Scott)  πέλεια: ἡ, (πελὸς) ἡ ἀγρία περιστερά, Columba oenas (πρβλ. οἰνάς), οὕτως ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς σύμβολον δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε πέλεια Ἰλ. Φ. 493˙ ἐντεῦθεν συνεχῶς καλεῖται τρήρων (ὅπερ κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ πέλεια), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, ὄνομα τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ ὡσαύτως πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.»

This site is protected by wp-copyrightpro.com