Α. Ανάλυση κειμένου
Εισαγωγικές
επισημάνσεις
Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «Προσοχή συνάνθρωποι». Γράφτηκε το 1954 και δημοσιεύτηκε το 1978. Οι
ιστορίες της συλλογής συνδέονται με τη γερμανική Κατοχή, την εθνική αντίσταση, τον Εμφύλιο, την εξορία. Η ιστορία της οικογένειας του ανθολογημένου διηγήματος αντικατοπτρίζει τη γενική οικονομική και ηθική κατάπτωση των Ελλήνων τη μεταπολεμική εποχή. Δέκα χρόνια μετά τη γερμανική κατοχή η Ελλάδα δεν έχει ανακάμψει ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά.
Μετά το έπος του ‘40 ακολούθησε το όνειδος του εμφυλίου(1946-1949). Ο αλληλοσπαραγμός έχει διαιρέσει τη χώρα σε αντίπαλα στρατόπεδα. Από τη μια πλευρά η συντηρητική παράταξη που κατέχει την εξουσία και από την άλλη οι αριστεροί που εξωθούνται στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Κοινή τους μοίρα είναι η φτώχεια, η δυσπιστία, τα πολιτικά πάθη. Οι αγωνιστές της αριστεράς κηρύσσονται εχθροί του έθνους, διώκονται, φυλακίζονται και εξορίζονται. Στιγματίζονται για πάντα και οι ίδιοι και οι δικοί τους. Αυτή τη μοίρα έχει και ο πατέρας του διηγήματος. Η μητέρα με τα δυο της παιδιά απομένει μόνη και αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης.
Έλλη Αλεξίου |
Θέμα
Το διήγημα αναφέρεται
στην ιστορία μιας οικογένειας, που ζει τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου, την
απουσία του πολιτικού εξόριστου- πατέρα και τη φτώχεια. Στην Αθήνα του ΄50 και
χωρίς την «κεφαλή» της οικογένειας, μια μάνα αγωνίζεται να συντηρήσει μόνη τα δύο
της παιδιά, τον Πέτρο και την Αγγελικούλα. Παραμονές Χριστουγέννων τα παιδιά
λαχταράνε περισσότερο από ποτέ να επιστρέψει ο πατέρας και να τους αγοράσει
ένα τρενάκι. Και τα
δύο όνειρά τους όμως ματαιώνονται.
Ο τίτλος
Ο τίτλος
είναι κειμενικός, δηλαδή αντλείται από
χωρίο του διηγήματος και δίνει το αφηγηματικό μοτίβο (leitmotiv) της εξιστόρησης. Η απουσία του
πατέρα επισημαίνεται με διάφορες φραστικές παραλλαγές στο διήγημα και είναι το δυναμικό στοιχείο
που κινεί το μύθο. Η συγγραφέας προδιαγράφοντας το τέλος της ιστορίας στρέφει
την προσοχή του αναγνώστη έντεχνα σε πιο ουσιαστικά θέματα, τη φτώχεια, την απόγνωση, την
κοινωνική αδικία και τον τρόπο, με τον οποίο τα διαχειρίζονται μικροί και
μεγάλοι. Ταυτόχρονα προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη και του αποκαλύπτει ότι παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις της μητέρας
και μολονότι οι γιορτινές μέρες κάμπτουν συνήθως την αδιαλλαξία και το μίσος
των «κακών ανθρώπων», ο πατέρας δεν θα γυρίσει. Έτσι, γνωρίζοντας ότι τα όνειρα
των παιδιών θα διαψευστούν, ο αναγνώστης συναισθάνεται την εξέλιξη και την
κορύφωση της παιδικής αγωνίας και
μετέχει στη δραματική ένταση της ιστορίας.
Δομή
Το διήγημα
χωρίζεται σε τρεις νοηματικές ενότητες, φανερές και από την τύπωση:
α) «Η
Αγγελικούλα, μόλις άνοιξε…θα του το πω» ► το οικονομικό αδιέξοδο της οικογένειας και
το όνειρο για το τρενάκι.
β) «Στην οδό
Αιόλου…θα τους δώσουν για τις γιορτές» ► τα σχέδια των παιδιών για την απόκτηση του σιδηρόδρομου.
γ) «Η
Αγγελικούλα με τη μαμά…τα ορφανεμένα μας τα σπίτια.» ► η διάψευση του ονείρου.
Πρώτη ενότητα
Η
συγγραφέας από την εισαγωγική παράγραφο
δίνει τις δέουσες πληροφορίες στον αναγνώστη με πυκνότητα, ξετυλίγοντας
ταυτόχρονα το νήμα της ιστορίας. Ο αναγνώστης γνωρίζει τα πρόσωπα, τον χώρο και
τον χρόνο της ιστορίας και ένα μέρος του βασικού προβλήματος, που κινεί το μύθο.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αθήνα, κάπου κοντά στην Αιόλου («θα σταθώ στην οδός Αιόλου»). ( Όπως θα φανεί στη δεύτερη ενότητα το σπίτι
της οικογένειας βρίσκεται στου Ζωγράφου).
Ήρωες τις ιστορίας είναι η Αγγελικούλα με το αδελφάκι της («τη χτεσινή κουβέντα της μαμάς τους»)
και τη μητέρα της. Είναι παραμονές εορτών. Το κοριτσάκι ξυπνάει το πρωί και
αναλογίζεται τα λόγια της μητέρας το προηγούμενο βράδυ. Η δήλωση της μάνας
αντηχεί στις σκέψεις της μικρής και με αναδρομική αφήγηση την ακούει και ο αναγνώστης. Αν και είναι
γιορτινές μέρες, κανείς δε ζήτησε τις
υπηρεσίες της- εργάζεται ως οικιακή βοηθός – με αποτέλεσμα να είναι άνεργη. Έμμεσα
η συγγραφέας προβάλλει τη φτώχεια και την ανέχεια ως γενικευμένη κατάσταση, που
πλήττει και άλλες οικογένειες. Η μάνα ανακοινώνει την απόφασή της να ζητιανέψει,
με τρόπο λιτό, χωρίς μελοδραματισμούς («άλλο πια δεν έχει») και χωρίς να φανερώνει την απελπισία της. Ο τρόπος της προβάλλει τη μητρική αγάπη, αλλά
αναδεικνύει και τη δυναμική φύση της γυναίκας αυτής, που σηκώνει τις ευθύνες
της οικογένειας αγόγγυστα.
Στη
συνέχεια η συγγραφέας απλώνει το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις. Ο
πατέρας είναι εξόριστος και η μητέρα παλεύει μόνη της, για να επιβιώσει μαζί με
τα μικρά παιδιά της. Η οικονομική τους κατάσταση είναι άθλια, μα τώρα που
πλησιάζουν Χριστούγεννα γίνεται τραγική.
Τα παιδιά ονειρεύονται ένα παιχνίδι και λίγες ώρες ανεμελιάς και οικογενειακής
θαλπωρής. Η μάνα ξέροντας ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε το φαγητό και τη
ζεστασιά τους -πόσο μάλλον ένα ακριβό παιχνίδι-καταφεύγει στην επαιτεία. Το
αξιοσημείωτο είναι ότι θέλοντας να μην τα λυπήσει παρουσιάζει την επαιτεία στην
Αιόλου σαν μια ευκαιρία για περίπατο και αναψυχή. «Θα χαζέψετε και τον κόσμο…Θα δείτε και τα πράματα που θα έχουν απλωμένα
από δω κι από κει». Αυτό που θα ήταν ακατανόητο και ασυγχώρητο από τα
παιδιά της κοινωνίας της αφθονίας, να βλέπουν δηλαδή τα αγαθά σαν εκθέματα
βιτρίνας, αλλά να μην έχουν και να μην ζητούν, για τα παιδιά του διηγήματος
είναι μια οικεία πραγματικότητα. Έτσι, δέχονται τα πράγματα αδιαμαρτύρητα, διατηρώντας
παράλληλα μια σπίθα αθωότητας και αισιοδοξίας.
Η
συγγραφέας ελέγχει τις δραματικές ισορροπίες της αφήγησης και από το βαρύ κλίμα
της απόγνωσης περνάει στα γλυκόπικρα
κάλαντα του Πέτρου. Τα αυτοσχέδια κάλαντα, που θέλει να λέει ο μικρός ζητιανεύοντας
στην Αιόλου, αποτελούν μια ιδιότυπη κοινωνική καταγγελία, μια δημόσια διακοίνωση
της αλήθειας, που, επειδή λέγεται με
αφέλεια και αθωότητα από το στόμα ενός παιδιού, είναι και πιο καυστική.
Τα
παιδιά, βέβαια, δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν τις δραματικές διαστάσεις του προβλήματος και οι επόμενες ερωτήσεις
τους εκφράζουν την ανυπομονησία τους για τη «βόλτα» στην Αιόλου. Λαχταράνε,
όπως κάθε παιδί, ένα χριστουγεννιάτικο δώρο και ελπίζουν με τα χρήματα από τα
κάλαντα και την επαιτεία να αγοράσουν έναν εντυπωσιακό σιδηρόδρομο, για τον
οποίο μιλάει όλη η τάξη του Πέτρου. Αξιοσημείωτη είναι η ενσωμάτωση της
παιδικής περιγραφής του παιχνιδιού στην αφήγηση. Η συγγραφέας υιοθετεί τον
τρόπο έκφρασης του παιδιού (ελλειπτικός λόγος, επαναλήψεις, αλλεπάλληλες μετέωρες δευτερεύουσες, απλή έκφραση,
κυριολεξία), συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του και υποδηλώνει τη συναισθηματική
ταύτιση με τους ήρωες, τους οποίους παρακολουθεί με συμπάθεια και τρυφερότητα.
Κρατάει ακόμη και τον τύπο «σιδερόδρομος» αντί του ορθού «σιδηρόδρομος». Το συγκεκριμένο
χωρίο («Ήταν ένας σιδερόδρομος…και
ξαναρχίζει τα ίδια…» ), αν και είναι πλάγιος λόγος, διατηρεί την αμεσότητα
και τη ζωντάνια του ευθύ.
Ο
διάλογος στη συνέχεια θυμίζει στιχομυθία
τραγικού έργου. Συντελείται με πολύ σύντομες και κοφτές προτάσεις, έχει έντονο
ρυθμό και κίνηση. Θέτει για πρώτη φορά άμεσα το ζήτημα της επιστροφής του
πατέρα, που είναι συνδεδεμένη με το ακριβό ονειρεμένο δώρο, στην ουσία δηλαδή
με την αφθονία, την ασφάλεια και την ευτυχία. Αποτελεί δε ένα θαυμάσιο μέσο ηθογράφησης των
ηρώων και αποτύπωσης των συναισθημάτων τους.
Τα παιδιά διατηρούν την ελπίδα της επιστροφής και αδημονούν γι’
αυτό. Δεν ησυχάζουν, αν δεν πάρουν
απαντήσεις και ο τρόπος τους είναι ευθύς, χωρίς περιστροφές. Έχουν την
αθωότητα της ηλικίας τους και ταυτόχρονα μια πρόωρη ωριμότητα, που οφείλεται
στις σκληρές συνθήκες της ζωής τους και φανερώνεται από την εμπιστοσύνη στη μητέρα. Η μάνα από την άλλη μεριά
έχει τεράστια αποθέματα υπομονής, καθώς παρ’ όλη τη θλίψη και την αγωνία της συζητάει ήρεμα
χωρίς να τα αποπαίρνει. Ενισχύει τις ελπίδες τους για τον πατέρα τους, αλλά
βάζει και τα απαραίτητα όρια στις προσδοκίες τους («Όσα και να πιάσουμε….δεν μπορούμε») Η κατάχρηση των αποσιωπητικών
υποδηλώνει την αμηχανία και τον πόνο της
και είναι σημαντικό ότι καταλήγει πάντα να λέει στα παιδιά την αλήθεια(«Άμα τον
αφήσουν οι κακοί ανθρώποι»). Τα γλωσσικά λάθη της προδίδουν μια φτωχή γυναίκα
του λαού, ταπεινή εργάτρια της βιοπάλης.
Μ΄ όλο το
δραματικό περιεχόμενο του διαλόγου ο τόνος είναι ζωηρός και μάλλον ευχάριστος,
λόγω της αφέλειας και της ζωντάνιας των παιδιών.
Δεύτερη ενότητα
Στη
δεύτερη ενότητα ο αναγνώστης μεταφέρεται από το φτωχικό της οικογένειας στη
λαμπροστολισμένη Αιόλου. Η μητέρα κάνει τις απαραίτητες συστάσεις στα παιδιά,
για να προσέχουν, και εκείνα τρέχουν να απολαύσουν το τρενάκι έξω απ’ τη
βιτρίνα. Έτσι, η συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει τους
μικρούς ήρωες μέσα σε μια συντροφιά συνομηλίκων τους. Η σκηνή με τα παιδιά έξω
από τη βιτρίνα αποδίδεται στο σύνολό της με διάλογο και κορυφώνει τη
δραματικότητα. Τα παιδιά με την υπερβολή και τον παρορμητισμό της ηλικίας τους
εκφράζουν τη βεβαιότητά τους για την απόκτηση του σιδηρόδρομου. Όλα είναι
φτωχόπαιδα, ταλαιπωρημένα από τις σκληρές εμπειρίες της μεταπολεμικής εποχής,
βασανισμένα από την ανέχεια και την πείνα και με την παρουσία τους εξυπηρετούν
την πρόθεση της Αλεξίου να συγκινήσει και να θίξει σύγχρονά της κοινωνικά
προβλήματα.
Δίνουν,
επίσης, τη δυνατότητα στη συγγραφέα να αναδείξει αν και πώς ξεπερνούν ο Πέτρος
και η Αγγελικούλα τη σύγκριση της ζωής τους με την πληρέστερη ζωή των φίλων
τους και πώς αισθάνονται απέναντι στη διεισδυτική ματιά τους. Όλα τα παιδιά έχουν
κάποιο προστάτη, κάποιο δικό τους πρόσωπο που μπορεί να εγγυηθεί την απόκτηση
του ακριβού παιχνιδιού. Αντίθετα, ο Πέτρος και η Αγγελικούλα στηρίζουν τις
ελπίδες τους σε κάποιον που λείπει. Όταν
αντίστοιχα ανακοινώνει ότι θα του αγοράσει το τρενάκι ο πατέρας του, μόλις
επιστρέψει από την εξορία, τα υπόλοιπα παιδιά βλέποντας τα μπαλωμένα τους ρούχα
δυσκολεύονται να τον πιστέψουν. Το χωρίο («Ο
Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι…ως την
οδό Αιόλου») δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη δεινή τους
θέση. Το παιδί του Δημοσίου Υπαλλήλου τονίζει με έμφαση την υψηλή τιμή του
δώρου.
Η
συγγραφέας παρασιωπά τις αντιδράσεις των παιδιών αφήνοντας τον αναγνώστη να
συμπληρώσει τη κλίμακα της απογοήτευσης.
Η επόμενη ενότητα όμως αποδεικνύει ότι
οι μικροί ήρωες δεν εγκατέλειψαν τις ελπίδες τους, για τον ερχομό του πατέρα
και το ποθητό δώρο.
Τρίτη ενότητα
Και
τις επόμενες μέρες η μητέρα με τα παιδιά της ζητιανεύουν στη Αιόλου. Τα παιδιά σπεύδουν
κάθε φορά στο κατάστημα, για να διαπιστώσουν αν βρίσκεται εκεί το πολυπόθητο
παιχνίδι. «Αν είναι πουλημένος ο σιδερόδρομος;». Η αγωνία τους συνδέεται με την
προηγούμενη σκηνή, καθώς διαπίστωσαν ότι το τρενάκι είναι κοινό αντικείμενο του
πόθου. Η συγγραφέας εκθέτει τις
βαθύτερες σκέψεις του παιδιού αυτούσιες, χωρίς εισαγωγικά: « Κ’ ύστερα; Σαν έρθει ο μπαμπάς; Αν είναι πουλημένος ο σιδηρόδρομος;»
Όμως ζουν σε μια δύσκολη εποχή και το τρενάκι είναι πολυτέλεια για κάθε
ελληνόπουλο.
Η ανυπομονησία τους εντείνεται μέρα με τη
μέρα, ιδιαίτερα του αγοριού, που έχει συνδέσει κάθε χτύπο της πόρτας με την
έλευση του πατέρα. Η λαχτάρα τους αποτυπώνεται ανάγλυφα στη ζωντανή εικόνα: «Τα βράδια….ν’ ανοίξει πρώτο» . Σπαραχτικός
είναι ο διάλογος που ακολουθεί καθώς αποκαλύπτει ότι η τόσο ισχυρή στην ψυχή
και τη ζωή τους εικόνα του πατέρα είναι στην πραγματικότητα φασματική. Οι
μικροί ήρωες έχουν χρόνια να δουν το πρόσωπό του και αγωνιούν αν και εκείνος θα
τα αναγνωρίσει. Η μητέρα διατηρεί την ιώβεια υπομονή της και την ψυχραιμία της,
για να τα παρηγορήσει αλλά και να εμφυσήσει στα παιδιά της την πίστη ότι η ζωή
τους μπορεί να αλλάξει.
Τίποτα
όμως δεν αλλάζει μέρα με τη μέρα («κόντευαν
πια τα Φώτα») και οι ελπίδες εξανεμίζονται,
καθώς τον πατέρα δεν τον άφησαν ελεύθερο «οι
κακοί ανθρώποι» και ο «σιδερόδρομος
άμα πέρασε η Πρωτοχρονιά δεν περπατούσε πια». Η ακινησία του σιδηρόδρομου συμβολίζει την ψυχική κατάπτωση των παιδιών και την οριστική διάψευση του ονείρου τους. Έτσι,
ο σιδηρόδρομος προσωποποιείται και
παραλληλίζεται με την τραυματισμένη παιδική ψυχή και «τα φώτα του δεν αναβοσβήνανε. Φαινόταν κι
αυτός σα στενοχωρημένος.» Ανεπαίσθητα μας οδηγεί η συγγραφέας ξανά στην
Αιόλου, όπου ο Πέτρος έχει την ευκαιρία να συναντήσει τους φίλους του, για αν
διαπιστώσει ότι για όλους τα φετινά Χριστούγεννα ήταν μελαγχολικά. Η ζωή τον
φέρνει αντιμέτωπο με άλλη μια σκληρή αλήθεια, με τη διαπίστωση ότι ο πατέρας
του, όπως και οι υπόλοιποι, δεν πρόκειται να επιστρέψουν από την εξορία. Κάνει
έτσι ένα ακόμη βήμα προς τη μοιραία απότομη ωρίμανση. Η παρατήρηση ότι και ο
σιδηρόδρομος είναι πολύ στενοχωρημένος,
διότι δεν έδωσε χαρά στα παιδιά αλλά λύπη, ανήκει επίσης στον Πέτρο, που
φαίνεται να αναθεωρεί την αξία της ελπίδας και της αναμονής.
Η μητέρα όμως εμφανίζεται, για να απαλύνει τον
πόνο και την πίκρα των παιδιών και για να τους εμφυσήσει ξανά την ελπίδα. Η
ανεξάντλητη ηθική και ψυχική της δύναμη, γίνεται πηγή ζωής και παραμυθίας. Η
υπόσχεση ότι την επόμενη χρονιά «θα
’χουν φύγει οι κακοί άνθρωποι, κ’ οι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει» είναι
η φωνή της Αλεξίου, που ελπίζει ότι στον
επαναπατρισμό των πατριωτών, την ηθική τους αποκατάσταση και την οικοδόμηση
μιας κοινωνίας ισότητας και δικαιοσύνης.
Όπως
σημειώθηκε και στα σχόλια του τίτλου, σε ολόκληρο το διήγημα κυριαρχεί ο απόντας-
πατέρας, που με την απουσία του ορίζει την ψυχική και πνευματική διαδρομή των
ηρώων. Η αφήγηση στηρίζεται στην έλευσή του από την εξορία και οι φράσεις που
σχετίζονται με αυτό το γεγονός επανέρχονται, επαναφέρουν το θεματικό κέντρο της
συγκινητικής ιστορίας και την επανατροφοδοτούν. Η φράση «ο μπαμπάς δεν ερχόταν»
και οι λοιπές συναφείς φράσεις «Πότε θα ’ρθει ο μπαμπάς μου;», «μα θα ’ρθει
πριν από την Πρωτοχρονιά», «Σαν έρθει ο μπαμπάς;», «Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας
από την εξορία»),λειτουργούν ως μοτίβο που προωθεί τη δράση και δημιουργεί
δραματική ένταση στην αφήγηση και εντείνουν περισσότερο την αγωνία των παιδιών
και των αναγνωστών.
Αφηγηματική τεχνική
Η αφηγήτρια αφηγείται σε τρίτο γραμματικό πρόσωπο, χωρίς να συμμετέχει στα δρώμενα (ετεροδιηγητικός αφηγητής). Η αφήγηση δεν εστιάζει μέσα από την προοπτική κάποιου ήρωα, άρα η εστίαση είναι μηδενική. Ο αφηγητής φαίνεται να γνωρίζει τις βαθύτερες σκέψεις των ηρώων (π.χ. τις σκέψεις της Αγγελικούλας, του Πέτρου), άρα παρακολουθεί τα πρόσωπα από τη θέση του παντογνώστη αφηγητή. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους: την περιγραφή και την αφήγηση ελάχιστα και το διάλογο κυρίως. Με τον διάλογο να καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στο διήγημα μάς μεταδίδει το κλίμα της εποχής, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα των ηρώων, που προβάλλονται ανάγλυφοι και φυσικοί. Η ιστορία αποκτά έτσι έντονα δραματικό χαρακτήρα και καθηλώνει τον αναγνώστη.
Η γλώσσα
Η γλώσσα του
διηγήματος είναι απλή, φυσική, καθημερινή δημοτική. Εναρμονίζεται με το θέμα και το ήθος των προσώπων. Μεγάλη έκταση του διηγήματος καταλαμβάνει ο
διάλογος, που παρασταίνει με δραματικότητα τα γεγονότα και αποτυπώνει γλωσσικά την
αθωότητα και την αφέλεια των παιδιών. Οι προτάσεις, κοφτές και σύντομες, δίνουν ρυθμό και ζωντάνια στη συνομιλία
παιδιών – μάνας και της παιδικής συντροφιάς. Παρατηρούνται επίσης και κάποιες
μετέωρες δευτερεύουσες προτάσεις, όταν η αφηγήτρια αναπαράγει τις πρώτες
εντυπώσεις των παιδιών απ΄το τρενάκι.(«Πώς ανάβουν και σβήνουν τα ηλεκτρικά
του…βαγόνια») Αξιοσημείωτοι είναι
μερικοί γραμματικοί και συντακτικοί τύποι που αποκλίνουν σκόπιμα από το ορθό, όπως
«την οδός», «σιδερόδρομος», «οι κακοί ανθρώποι». Η συγγραφέας με τον τρόπο αυτό
δίνει ρεαλισμό στην αφήγηση, καθώς η
μάνα, φτωχή και αγράμματη γυναίκα, εκφράζεται με το δικό της τρόπο και τα παιδιά
αποτυπώνουν άμεσα τα γλωσσικά τους ακούσματα. Η συγγραφέας- αφηγήτρια μάλιστα
υιοθετεί με τρυφερή διάθεση και συμπάθεια προς την ηρωίδα τον τύπο
«σιδερόδρομος».
Εκφραστικά
μέσα
Ελάχιστα
είναι τα εκφραστικά μέσα του διηγήματος και καλούνται κυρίως να αποτυπώσουν τα
συναισθήματα των παιδιών Κυριαρχεί ο διάλογος και ξεχωριστή θέση κατέχουν τα
αυτοσχέδια κάλαντα της εξορίας :
Προσωποποιήσεις «ο σιδερόδρομος κι αυτός ήταν
πολύ στενοχωρημένος», «τα ορφανεμένα μας τα σπίτια», «η αρκούδα που κοίταζε με
τόση προσήλωση τα παιδιά».
Αντιθέσεις «αντί, χαρά τους είχε δώσει λύπη»,
Οξύμωρο σχήμα: «στενόχωρες γιορτές»
Επανάληψη: «τρυπώνει σ΄ένα τρυπημένο βουνό»
της λέξης «πατέρα» και «σιδερόδρομος»
Μεταφορές «να βρεθεί και κανείς
χριστιανός», «άμα σφίξει ο κόσμος», «αν δεν έχετε το νου σας»,
Παράλληλα
κείμενα
1. Το διήγημα περιστρέφεται γύρω από
την απουσία του πατέρα. Διαβάστε το δημοτικό τραγούδι «Ο ζωντανός ο χωρισμός»
και σχολιάστε πώς εκφράζεται η έλλειψη του αγαπημένου προσώπου στο διδαγμένο και το αδίδακτο κείμενο.
Άνοιξε θλιβερή καρδιά και
πικραμέν’ αχείλι·
άνοιξε, πες μας τίποτες και
παρηγόρησέ μας.
-Παρηγοριά ’χ’ ο θάνατος και λησμοσύν’ ο Χάρος,
ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα ,
χωρίζουνται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα·
τώρα όντας χωρίζουνται, τα δέντρα ξεριζώνουν,
και πάλ’ όταν ’νταμώνουνται, τα δέντρα φύλλα βγάζουν.
2. Ο «Ζητιάνος» του Ανδρέα
Καρκαβίτσα (απόσπασμα) από το σχολικό βιβλίο της Γ΄γυμνασίου. Εντοπίστε και
συγκρίνετε τους λόγους που οδηγούν τον Τζιριτόκωστα και τη μητέρα του
διηγήματος στην επαιτεία. Σχολιάστε στη
συνέχεια την πράξη τους.
Δες ενδεικτικές απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου εδώ
Δες την Έλλη Αλεξίου να μιλάει για τον Νίκο Καζαντζάκη