Αυτό είναι το οικογενειακό ρολόι. Των νεότερων χρόνων. Όχι, πως είχαμε και παλαιότερο… Η μάνα μας το πήρε από τη λαϊκή. Σε κανέναν δεν άρεσε. Κανένας δεν το κοίταζε. Όλοι το άκουγαν. Μάλλον, λόγω της ταπεινής καταγωγής του ήθελε να επιβάλει την παρουσία του και έκανε ένα τόσο δυνατό ρολογοχτύπι, που το τηγάνι στη φωτιά ακουγόταν σαν χασμουρητό.
Κρεμασμένο στην κουζίνα είδε και άκουσε πολλά. Μέτρησε μαχητικά πιρούνια σε γιορτινά τραπέζια, ευέλικτους διακανονισμούς με μαστόρους, αδυσώπητες νίκες της μητέρας στο «κουμ καν» και σπαρταριστά χτυπήματα του πατέρα στο τάβλι ( ο πατέρας νικούσε τον μικρό. Μετά από πολλά μαθήματα στρατηγικής, ο μικρός νικούσε τον πατέρα. Μετά από πολλά μαθήματα αγάπης, ο γιος έχανε απ’ τον πατέρα…)
Σε μια κρίση καλλιτεχνική, που έλαμψε και έσβησε σαν αστραπή μέσα σε συναρτήσεις και εξισώσεις, ο Μαθηματικός Αδελφός, το πήρε μια μέρα και το ζωγράφισε πράσινο και μωβ. Εκτίμησα πολύ το γεγονός ότι, αν και είχε κόκκινο λεπτοδείχτη, επέλεξε να το πλαισιώσει με μωβ. Και όχι με κόκκινο. Κι ας είχαμε κόκκινο. Τώρα έμοιαζε σαν ρολόι παιδικό! Σαν να του πήγαινε ο σαματάς που έκανε. Σαν νά ‘γινε η βαβούρα αχολογή.
Ποιον κοροϊδεύω; Χοντρόπετσο και πετρόψυχο παρέμεινε. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ να το αποκαθηλώσει. Δυο σεισμοί κοσμοχαλασιά, ράγισε το σπίτι συθέμελα, κι αυτό εκεί Παντεπόπτης.
Εδώ που τα λέμε, ίδρωσε στο μεροκάματο τόσα χρόνια το φτηνό ρολόι. Μέτρησε σιωπές, όταν τα νέα δεν ήταν καλά, τηλεφωνήματα από χωριά και Αμερικές, μωρουδίστικα μπουσουλήματα, που δεν κατάφεραν να το φτάσουν και να το κάνουν στάχτη και πούλβερη* και το άφηναν στην ησυχία του. Δηλαδή, στη φασαρία του. Μέτρησε ενέσεις, που έκανε η μάνα σε κάθε άρρωστο γειτονιάς και περιχώρων, βεντούζες στην πλάτη των πλευριτωμένων αλλά και τις ευδόκιμες απόπειρες του πατέρα να ρεγουλάρει το ταξίμετρο, για να γράφει περισσότερα στο χιλιόμετρο. Μέτρησε ώρες πάνω απ΄ το σχολικό βιβλίο και εννέα όγδοα στο πορτοκαλί μωσαϊκό, να ακούει ο Χάρος και να φοβάται. Μέτρησε και τις τελευταίες στιγμές των ανθρώπων του σπιτιού.
Να μην τα πολυλογώ, όταν ορφάνεψε το ρολόι, είπα να το κρατήσω.
Το υιοθέτησα και το πήρα στο σπίτι μου. Είδα κι έπαθα να το βάλω κάπου να μην φαίνεται παράταιρο και κυρίως να μην μου σπάει τα νεύρα με το ποδοβολητό του. Μέχρι ένα δωμάτιο έβαψα κάποτε στα χρώματά του, για να το ταιριάξω- ολόκληρο δωμάτιο!- και εκείνο εκεί, Νάρκισσος, να τα ισοπεδώνει όλα με το «ΤΙΚ ΤΑΚ» του και να μην μπορείς να κάτσεις μέσα. Μέχρι ανάμεσα σε βιβλία το παραέχωσα, μπας και το ταπεινώσει η γνώση. Χαμπάρι δεν πήρε, το κάθαρμα! Μουρμουρητό και νταβαντούρι το πρωί, ορυμαγδός και πανδαιμόνιο το βράδυ.
Κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι το ρολόι είχε την ιερή αποστολή του: του άφησε η μάνα μου ευχή και κατάρα να με καταδιώκει, ώστε να βγω έξω και «Μην κλείνεσαι μέσα, παιδάκι μου, σαν τον Όσιο Ησύχιο, τον Ιεροσολομύτη».
Μετά σκέφτηκα λογικά. Είπα να το ψάξω στο ίντερνετ:
• «how to make a clock to do silence and leave me alone! »,
• «how to make a clock silent without breaking it? »
(έβαλα τον μεταφραστή google):
• how to make a clock silent?
• how to make a ticking clock silent?
(ρώτησα συνάδελφο Αγγλικού):
• how do you make a clock tick quieter?
• How do you muffle a clock ticking?
Τζίφος! Οι οδηγίες με μπέρδεψαν ακόμη περισσότερο:
«The easiest way to quiet a loud ticking clock once and for all is to add mass, such as a piece of quilting, over the ticking mechanism on the back of the clock. Failing this, you can also oil the mechanism, but this will need repeating every few weeks to keep the clock quiet» (!!!)
Μα καλά, είμαστε σοβαροί; Κάθε δύο βδομάδες θα λαδώνω το ρολόι; Εγώ που αλλάζω λάδια στο αμάξι, όταν μ΄ αφήνει στη μέση του δρόμου;
Μετά σκέφτηκα ώριμα.
Η ανιψιά μου, Ψυχολόγος πτυχιούχος πια, έχει βαρεθεί να μου λέει: «Δεν μπορεί να ευελπιστείς στην αλλαγή των άλλων. Αυτοί που σε ενοχλούν, δεν θα αλλάξουν, Βάνα! Εσύ πρέπει να αλλάξεις. Μην τσιμπάς το τοξικό τους δόλωμα. Να κρατάς τις ισορροπίες σου ό,τι καιρό κι αν κάνει έξω, όποιος άνεμος κι αν φυσάει, και την εσωτερική σου γαλήνη, όποιος βρόντος κι αν βροντάει. Αλλιώς, διαιωνίζεις αυτό το μοτίβο δυστυχίας. Πάρε τον υποταγμένο, τον παρακλητικό και ευάλωτο εαυτό σου κόλλησέ τον στον τοίχο και άλλαξέ τον»
Χμμμμ… Ένα δίκιο τό ΄χει, το ρολόι δεν θα αλλάξει, είναι στη φύση του να χτυπάει. Πρέπει, λοιπόν, να επισκευάσω όχι το ρολόι, αλλά τις τεράστιες προσδοκίες που έχω από το ρολόι.
Εφορμώ σε νέα αναζήτηση στο google.
• Why does clock ticking annoy me?
• Is Misophonia a symptom of ADHD?
• Is Misophonia a mental illness?
Μέχρι και εδώ μπήκα, και είδα κι έπαθα να βγω χωρίς κουσούρι: «The available evidence suggests that (a) misophonia meets many of the general criteria for a mental disorder and has some evidence of clinical utility as a diagnostic construct, but (b) the nature and boundaries of the syndrome are unclear; for example, in some cases misophonia might be simply one feature of a broader…»
Παράτησα και τα διαβάσματα και θυμήθηκα: η πιο απλή λύση είναι και η σωστή. Το κοίταξα στα ίσια μια μέρα και του είπα: «Θα μείνουμε στο ίδιο σπίτι, παλιόμουτρο, αλλά δεν θα συναντιόμαστε. Σαν τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, όταν είσαι εσύ στο ένα δωμάτιο, εγώ θα είμαι στο άλλο. Όταν έρχομαι εδώ, εσύ θα βγαίνεις έξω…Σιωπή! Τώρα μιλάω εγώ.-»
Έτσι κι έγινε, λοιπόν. Εδώ και μήνες κάθε βράδυ βγαίνει έξω στη βεράντα. Το πρωί ξαναέρχεται σερνάμενο- κουνάμενο και ξαναπαίζει λούπα. Μέχρι χθες. Χθες που έπιασε κατακλυσμός. Και πρώτη φορά ξεχάστηκε έξω. Και τουρτούρισε. Και βράχηκε. Και σήμερα το έπιασα στα χέρια μου με τρόμο, να δω αν δουλεύει. Και Δουλεύει!
Και- δεν θα το πιστέψετε!- δεν ακούγεται. Κιχ.
Έπρεπε, λοιπόν, να βγει έξω. «Μην κλείνεται μέσα, σαν τον Όσιο Ησύχιο, τον Ιεροσολομύτη».
*( πούλβερη, μπούρμπερη ή μπούλβερη; Τέλος πάντων, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης και Τσίρκας «πούλβερη» το γράφουν, λέει ο Σαραντάκος, όσο για τον Καρκαβίτσα, που γράφει «μπούλβερη» , ας μας συγχωρήσει.)