“Εμφιλοχωρώ” – Μια λέξη εξομολογείται
 |
Εμφιλοχωρώ |
Εμφιλοχωρώ= παρεισδύω, παρεισφρέω ( αρνητική συνυποδήλωση), εισέρχομαι σε μια
κατάσταση και την αναστέλλω είτε από αμέλεια είτε από αβλεψία, είτε από κακότητα, προκαλώντας δυσαρέσκεια. Συνήθως, εμφιλοχωρούν κίνδυνοι, λάθη, διαφωνίες.