Εδώ διαβάστε το πρωτότυπο κείμενο του Δ. Μίγγα
1. Η μεταγραφή του διηγήματος από τη μαθήτρια Ελεάννα Μάμαλη (με μαύρους χαρακτήρες)
Ο Μίμης Αρούκατος, ο επονομαζόμενος από φίλους και γνωστούς αέρινος, στο τέλος της ζωής του ζύγιζε εκατόν είκοσι κιλά, στα νιάτα του ωστόσο, όταν δεν ξεπερνούσε τα εβδομήντα, υπήρξε ποδοσφαιριστής -αριστερό εξτρέμ- στον Οδυσσέα Κορδελιού. Μέχρι να πεθάνει, στα πενήντα από έμφραγμα, περιέγραφε στα καφενεία της συνοικίας μία, δικής του επινόησης, αέρινη τρίπλα όπως τη χαρακτήριζε – εξ ου* και το προσωνύμιο.* Την είχε στο μυαλό από μικρός, μελέτησε κατά καιρούς όλες τις εκδοχές και την εμπλούτισε με αρκετές παραλλαγές, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες συμπαιχτών του και φιλάθλων του Οδυσσέα ουδέποτε κατάφερε να την υλοποιήσει μες στα γήπεδα.
Έτσι όπως θα τον έκλειναν, λοιπόν, δυο αντίπαλοι κάνοντας τάκλιν,* θα έσφιγγε το τόπι ανάμεσα στους αστραγάλους, θα το σήκωνε ψηλά μαζεύοντας τα πόδια και το σώμα -ένα κουβάρι- και θα ξέφευγε περνώντας ανάμεσά τους σαν αέρας.
Πάσχιζε στις προπονήσεις, παιδευόταν χρόνια, προσπάθησε σε επίσημους και φιλικούς αγώνες δίχως αποτέλεσμα. Μπέρδευε τα μπούτια του, έφαγε τα μούτρα του, έχασε τη θέση του στην εντεκάδα, την εκτίμηση των φιλάθλων κι έγινε περίγελος της συνοικίας.
Η ποδοσφαιρική καριέρα του τελείωσε άδοξα και αποσύρθηκε πριν την ώρα του απ’ τα γήπεδα. Κανένας πια δεν ασχολήθηκε μ’ αυτόν κι η τρίπλα του ξεχάστηκε, αλλά εκείνος δε λησμόνησε.
Κι όταν ύστερα από χρόνια, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του ’98, είδε στην τηλεόραση σε κάποιο γήπεδο της Γαλλίας τον Μπλάνκο της εθνικής ομάδας του Μεξικό να σηκώνει με τα πόδια την μπάλα και να φεύγει μαζί της ανάμεσα από δύο αντιπάλους, έμεινε ακίνητος με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι. Μετά τη δεύτερη επανάληψη της φάσης – την έδειχναν οι Γάλλοι συνεχώς – ο Αρούκατος δάκρυσε από συγκίνηση και περηφάνια που κάποιος κατάφερε να πραγματοποιήσει το άπιαστο, όνειρό του.
Αμέσως σκούπισε τα δάκρυά του, σηκώθηκε πάνω περήφανος, που κάποιος, επιτέλους, απέδειξε ότι η αέρινη τρίπλα δεν ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί και είπε στον σερβιτόρο, με ένα χαμόγελο στα χείλη:
«Μάκη, κέρασε όλους τους πελάτες του μαγαζιού από έναν μπακλαβά!» .
Από εκείνη τη μέρα, έγινε ξανά χαρούμενος, έχασε κιλά και έβαλε καινούργιους στόχους στη ζωή του, ώστε μέχρι να πεθάνει, να ζήσει όμορφα και ευτυχισμένα.
Ελεάννα Μ.
2. Η μεταγραφή του διηγήματος από τη μαθήτρια Ιωάννα Μαρούλη (με μαύρους χαρακτήρες)
Ο Μίμης Αρούκατος, ο επονομαζόμενος από φίλους και γνωστούς αέρινος, στο τέλος της ζωής του ζύγιζε εκατόν είκοσι κιλά, στα νιάτα του ωστόσο, όταν δεν ξεπερνούσε τα εβδομήντα, υπήρξε ποδοσφαιριστής -αριστερό εξτρέμ- στον Οδυσσέα Κορδελιού. Μέχρι να πεθάνει, στα πενήντα από έμφραγμα, περιέγραφε στα καφενεία της συνοικίας μία, δικής του επινόησης, αέρινη τρίπλα όπως τη χαρακτήριζε – εξ ου* και το προσωνύμιο.* Την είχε στο μυαλό από μικρός, μελέτησε κατά καιρούς όλες τις εκδοχές και την εμπλούτισε με αρκετές παραλλαγές, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες συμπαιχτών του και φιλάθλων του Οδυσσέα ουδέποτε κατάφερε να την υλοποιήσει μες στα γήπεδα.
Έτσι όπως θα τον έκλειναν, λοιπόν, δυο αντίπαλοι κάνοντας τάκλιν,* θα έσφιγγε το τόπι ανάμεσα στους αστραγάλους, θα το σήκωνε ψηλά μαζεύοντας τα πόδια και το σώμα -ένα κουβάρι- και θα ξέφευγε περνώντας ανάμεσά τους σαν αέρας.
Πάσχιζε στις προπονήσεις, παιδευόταν χρόνια, προσπάθησε σε επίσημους και φιλικούς αγώνες δίχως αποτέλεσμα. Μπέρδευε τα μπούτια του, έφαγε τα μούτρα του, έχασε τη θέση του στην εντεκάδα, την εκτίμηση των φιλάθλων κι έγινε περίγελος της συνοικίας.
Η ποδοσφαιρική καριέρα του τελείωσε άδοξα και αποσύρθηκε πριν την ώρα του απ’ τα γήπεδα. Κανένας πια δεν ασχολήθηκε μ’ αυτόν κι η τρίπλα του ξεχάστηκε, αλλά εκείνος δε λησμόνησε.
Κι όταν ύστερα από χρόνια, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του ’98, είδε στην τηλεόραση σε κάποιο γήπεδο της Γαλλίας τον Μπλάνκο της εθνικής ομάδας του Μεξικό να σηκώνει με τα πόδια την μπάλα και να φεύγει μαζί της ανάμεσα από δύο αντιπάλους, έμεινε ακίνητος με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι.
Εκείνη τη στιγμή, κάτι σαν να άναψε μέσα του, σαν να ξαναγέμισε ελπίδες. Τότε κατάλαβε ότι αυτό που έχει ονειρευτεί δεν ήταν ακατόρθωτο και το έβαλε πάλι στόχο να το πετύχει. Το επόμενο πρωί, ξύπνησε στις εφτά η ώρα το ξημέρωμα έβαλε την αγαπημένη του βερμούδα και φανέλα και πήγε στο γήπεδο ποδοσφαίρου τη πόλης του και άρχισε να προπονείται και να προσπαθεί να καταφέρει να κάνει την τρίπλα. Έπεσε, χτύπησε, κουράστηκε, εξουθενώθηκε, αλλά δεν τα παράτησε. Μετά από πολλή ώρα κατάφερε να κάνει την τρίπλα.
Ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ, αλλά ήταν και στεναχωρημένος ταυτόχρονα, γιατί αυτήν την εξωπραγματική στιγμή για αυτόν δεν την είδε κανείς. Αλλά και πάλι άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στους δρόμους φωνάζοντας ότι τα κατάφερε. Όλος ο κόσμος τον πέρασε για τρελό. Καθώς έτρεχε πέρασε μπροστά από έναν ψηλό άντρα και έτσι όπως ήταν ντυμένος φαινόταν πολύ πλούσιος. Τότε ο άντρας του είπε:
- Ακολούθησε με, σε παρακαλώ.
- Εντάξει, του απάντησε ο Μίμης, χωρίς να διστάσει.
Ύστερα από λίγο περπάτημα έφτασαν σε ένα τεράστιο γήπεδο και βρέθηκαν μπροστά από δέκα ιδρωμένους παίκτες που σίγουρα προπονούνταν από το πρωί. Ο μυστηριώδης άντρας έβγαλε από την τσάντα του μία εμφάνιση με το όνομα της ομάδας του και την έδωσε στον Μίμη.
Ο Μίμης απορημένος τον ρώτησε:
- Αυτά είναι για μένα;
- Αυτή είναι η εμφάνιση, που θα φοράς, όταν έρχεσαι εδώ. Σε έβλεπα όλο το πρωί στο γήπεδο να πολεμάς μάλλον για κάτι που θες να πετύχεις. Έτσι;
- Ναι, ήθελα να καταφέρω να κάνω μια τρίπλα που είχα φανταστεί.
- Και από ό,τι είδα την πέτυχες. Αυτό το πείσμα και το πάθος σου να κάνεις την τρίπλα μου έδωσε την εντύπωση ότι μπορείς να γίνεις ένας υπέροχος ποδοσφαιριστής. Ελπίζω να μην με απογοητεύσεις.
- Μην ανησυχείτε, δεν θα σας απογοητεύσω.
Ο Μίμης του χαμογέλασε και έτρεξε προς τους νέους συμπαίκτες του.