“Εξανεμίζομαι” – Μια λέξη εξομολογείται

Εξανεμίζομαι

Εξανεμίζομαι (εξανεμίζω: μεταγενέστερος τύπος) = εξαφανίζομαι βαθμιαία, διασκορπίζομαι, ( για ελπίδες, όνειρα) – σπαταλιέμαι,  (για χρήματα, υλικά αγαθά)

This site is protected by wp-copyrightpro.com