![]() |
| άθυρμα |
άθυρμα= παιχνίδι, παίγνιο (λόγια λέξη < αρχ. ἀθύρω «παίζω»)
μεταφορικά: πιόνι, μαριονέτα, ανδρείκελο, υποχείριο, έρμαιο, ενεργούμενο, πιόνι, φερέφωνο.
This site is protected by wp-copyrightpro.com