παρεισφρέω (όχι παρεισφρύω!) = μπαίνω αδικαιολόγητα ή κρυφά ή ανεπίτρεπτα (κακόσημο), υπεισέρχομαι, παρεισδύω, δες και: εμφιλοχωρώ
-
-
(αρχαία λ. παρεισφρέω < παρά + εἰσφρέω [εἰς + -φρέω< φέρω])
- π.χ. «Συχνά στις μαθητικές διαδηλώσεις παρεισφρέουν ύποπτα άτομα με εξωεκπαιδευτικούς σκοπούς»
-
-
- ο Αόριστος= παρεισέφρησα
- ο Παρακείμενος= έχω παρεισφρήσει