Η Αννα του Κλήδονα, Διαμαντής Αξιώτης

      

Η  Άννα του Κλήδονα

 ΔΟΜΗ
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί σε τρεις ενότητες. 

    1. (Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού… είδε χαΐρι και προκοπή) ► η γιορτή του Άι Γιάννη και η εμμονή της Άννας με το γάμο και τα μαντέματα
    2.   (Είκοσι τρεις Ιουνίου…τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη) ► η τέλεση του εθίμου της σταχτομαντίας και η φάρσα
    3. (Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά… το κατόπι της τα παιδιά) ► οι τραγικές συνέπειες της φάρσας

 

Γλώσσα

 Η επιτυχημένη παράσταση του παρελθόντος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γνήσια λαϊκή  γλώσσα της αφήγησης και στους απαλούς λυρικούς τόνους. Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει  στην Καβάλα των παιδικών του χρόνων με όχημα τον καθημερινό λόγο των ανθρώπων της εποχής με μια ζωντανή και εκφραστική δημοτική πλεγμένη με λέξεις λαϊκές (χάχανα, άραγες, τσιρίδα, χαΐρι, τσογλανοπαρέα, και βάλε), λέξεις σπάνιες (τελεσματική, αγγούραρος, χνοτιασμένα, ξενεφάνει) και λέξεις της ντοπιολαλιάς (μονοστέφανες, φιρφιρής, ριζικάρια, σινί. ) Τα λαϊκά έθιμα, που συνδέονται άρρηκτα με τα τραγούδια και τους ζωντανούς διαλόγους της εποχής αποδίδονται έτσι πιστά μέσα στο ιστορικό γλωσσικό τους πλαίσιο προδίδοντας βέβαια κάπου- κάπου την εμπνευσμένη γραφή του Αξιώτη, η οποία άλλωστε  προσιδιάζει στο χρονικό παρόν της αφήγησης: «να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος», «και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας», «στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα». 

 
Εκφραστικά μέσα

Έντονη είναι η εικονοπλασία του αποσπάσματος. Οι εικόνες είναι πλούσιες, οπτικές, κινητικές και ακουστικές, γλαφυρές, ολοζώντανες  και λεπτομερείς. Με τα υπόλοιπα αισθητικά μέσα ο συγγραφέας δίνει έντονους λυρικούς  τόνους  στην αφήγηση, μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής και εξυφαίνει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του διηγήματος. Ενδεικτικά:

Εικόνες: εκπληκτικές είναι οι εικόνες της Άννας που ακολουθεί τα διάφορα έθιμα εύρεσης συζύγου, οι φανουρόπιτες, τα κουφέτα και το όνομα στο νυφικό γοβάκι. Επίσης έντονα περιγραφική είναι η σκηνή της τέλεσης του εθίμου με τις νυχτερινές φωτιές, της προετοιμασίας της φάρσας των παιδιών, το παραλήρημα χαράς της Άννας και οι αντιδράσεις των υπολοίπων.

Μεταφορές: «φυλακισμένων επιθυμιών», «άτσαλο τρεχαλητό», «στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος», «άγουρα στήθη», «στην κουρασμένη προσμονή της», «μεθαυριανό μέστωμα».

Ασύνδετα σχήματα και κλιμακωτό : «και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας», «φρεγάτα με σκουλαρίκια, γιορντάνια, μπακίρια».

 Παρομοιώσεις: «η Άννα μας καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα»

Προσωποποιήσεις: «ελευθερώνονταν τα όνειρα και ανέβαιναν ψηλά», «οι φλόγες πήγαν ν΄αγκαλιάσουν τη γειτονιά», «να τη δούνε τ’ άστρα», «προκλητικός και ανυπεράσπιστος κλήδονας».

Επίθετα ποιητικά : «νυχτερινές φωτιές», «εξαίσιας νύχτας», «πόθοι ασχημάτιστοι», «μεθαυριανό μέστωμα».

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

  1. Ποια λαϊκά έθιμα και αντιλήψεις που αφορούν το μελλοντικό σύζυγο των  κοριτσιών αναφέρονται  στο διήγημα;

Στο απόσπασμα του διηγήματος καταγράφονται λαϊκές  δοξασίες και   έθιμα, σύμφωνα με τα οποία ένα  ανύπαντρη κοπέλα μπορεί να προφητέψει ποιος θα είναι ο σύζυγός της. Στη γιορτή του Άη Γιάννη γίνονται μαντέματα σχετικά με την τύχη τους. Κουβαλούν το αμίλητο νερό από τρεις βρύσες και ρίχνουν μέσα τα ριζικάρια, πιστεύοντας ότι η μαγική επενέργεια του νερού θα τις φωτίσει και θα  μαντέψουν το μέλλον τους την επόμενη μέρα. Ένα ακόμη έθιμο είναι η παρασκευή της φανουρόπιτας. Τα κορίτσια φτιάχνουν πίτες ταμένες στον Άγιο Φανούριο, για να τους «φανερώσει» το μελλοντικό σύζυγο. Μια άλλη αντίληψη θέλει τις κοπέλες να βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους κουφέτα που έχουν συγκεντρώσει από νυφικά κρεβάτια, ώστε να ονειρευτούν το μελλοντικό σύζυγό τους. Ένα ακόμη έθιμο ορίζει ότι, αν κάποια ρίξει το ασπράδι του αυγού σε ένα δοχείο με νερό, μπορεί να προβλέψει από τους σχηματισμούς του αυγού την τύχη της. Επίσης, τα κορίτσια συνηθίζουν να γράφουν το όνομά τους στο γοβάκι της νύφης και όποιο όνομα κοπέλας σβηνόταν κατά το περπάτημά της νύφης, αυτή θα παντρευόταν τον ίδιο χρόνο. Το τελευταίο έθιμο που περιγράφεται εκτενώς μέσα στο διήγημα είναι αυτό που σχετίζεται με την γιορτή του Αγίου Ιωάννη· οι κοπέλες βάζουν στάχτη σε ταψιά και αφού τα τοποθετήσουν στη στέγη του σπιτιού τους, περιμένουν να φανερωθεί ένα στοιχείο για το όνομα ή το επάγγελμα του γαμπρού.

2. Να περιγράψετε  το χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση της Άννας, κάνοντας αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.

Η Άννα είναι κόρη Μικρασιατών προσφύγων, μια κοπέλα στερημένη από τις χαρές της ζωής, μεγαλωμένη με το όνειρο να κάνει έναν παραμυθένιο και τυχερό γάμο, για να εκπληρώσει το μοναδικό προορισμό της ζωής της. Είναι εργατική και νοικοκυρά, όπως δείχνει ο ζήλος  της να μαζέψει ξύλα και να ανάψει φωτιά πρώτη απ΄ όλες. Είναι αγαθή και απονήρευτη κοπέλα προσκολλημένη στις λαϊκές δοξασίες και μάλλον αφελής και εύπιστη. Περιορισμένη καθώς είναι στο σπίτι, χωρίς κοινωνικές εμπειρίες και  χωρίς άλλες εξωτερικές παραστάσεις πέρα από το οικογενειακό και το στενό κοινωνικό περιβάλλον έχει εναποθέσει όλες  τις ελπίδες της για καλή τύχη  στο μελλοντικό της γάμο. Ο γάμος τής έχει γίνει εμμονή. Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του συγγραφέα: « πόσες φορές έγραψε τ’ όνομά της στο γοβάκι της νύφης, πρώτη και καλύτερη να μαζέψει ξύλα, μάζεψε…στάχτη σ’ ένα μεγάλο σινί, το σταύρωσε.»κ.ά. Ο συγγραφέας υπαινίσσεται ότι ήταν άσχημη και μάλλον μεγάλη, για να έχει βλέψεις για γάμο. Η ευπιστία της όμως, ότι το έθιμο του Κλήδονα θα της αποκαλύψει την ταυτότητα του συζύγου, την  κάνει εύκολο θύμα των εφήβων της γειτονιάς, οι οποίοι με περιπαικτική διάθεση  την εξαπατούν, δημιουργώντας της πλάνες ελπίδες ότι ο σύζυγός  της θα είναι φούρναρης (ψωμάς, φούρναρης, να ολοφάνερο σημάδι…Να, ο Αϊ-Γιάννης το ‘δειξε). Είναι θρησκόληπτη, γιατί, ενώ οι άλλες κοπέλες προσέρχονται στην υλοποίηση του εθίμου με ανάλαφρη διάθεση διαχωρίζοντας τη θρησκεία από το λαϊκό έθιμο, κάνουν αστεία και πειράγματα και δεν δίνουν απόλυτη βαρύτητα στα μαντέματα, εκείνη στηρίζει όλη της τη ζωή στην προφητεία. Είναι αφελής, γιατί, αν και είναι προφανές ότι τα λαδωμένα ψίχουλα  είναι έργο κάποιου συγχωριανού της, εκείνη τα συνδέει χωρίς καμία επιφύλαξη με το βαθύτερο πόθο της. Παραληρεί μάλιστα από χαρά  κάνοντας και τη μάνα της να σταυροκοπιέται. Το γεγονός πάντως ότι η Άννα δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την απογοήτευσή της και έχασε κάθε ενδιαφέρον της για τη ζωή και κάθε επαφή με την πραγματικότητα από μία φάρσα δείχνει ότι δεν είχε συγκροτημένη προσωπικότητα, δεν είχε στέρεη συνείδηση, δεν είχε άμυνες απέναντι στις δοκιμασίες της ζωής. Ήταν λοιπόν τρωτή και  ευάλωτη σε οτιδήποτε ερχόταν σε σύγκρουση με τα όνειρά της.

3. Το περιστατικό με την Άννα παρουσιάζεται από έναν ώριμο σε ηλικία αφηγητή ως εμπειρία, την οποία βίωσε στα παιδικά τυ χρόνια. Να βρείτε στο κείμενο τα σημεία που δείχνουν αυτά τα δύο επίπεδα του χρόνου, δηλαδή το «τότε» και το «τώρα» του αφηγητή.

Το διήγημα ανακαλεί αναμνήσεις της νεότητας του συγγραφέα, από τις προσφυγικές συνοικίες της συνοικίας της Καβάλας. Ο Αξιώτης ώριμος πια γυρίζει στο παρελθόν και με κριτικό βλέμμα, προσπαθεί να παρουσιάσει αλλά και να  ελέγξει τις αντιλήψεις αυτών των ανθρώπων. Στο παρελθόν λοιπόν ανήκουν όλα τα αφηγηματικά μέρη του αποσπάσματος (τα βιώματα, τα γεγονότα και οι εμπειρίες των παιδικών του χρόνων) και στο παρόν τα σχόλια (η κριτική που ασκεί σε ό, τι σκέφτονταν και έπρατταν οι συμπολίτες του και ο ίδιος.)

Ειδικότερα,  ενδεικτικά σημεία του κειμένου που αποτελούν αναφορές στο παρελθόν (τότε), είναι :

  • Ιούνιος μήνας….θαύματος
  • Είκοσι τρεις του Ιούνη….λεωφόρων
  • Το πρωί με ξύπνησαν …τα μύρια όσα.

       Η αναφορά στο παρόν (τώρα) δηλώνεται με τις φράσεις:

  • Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια….με μίσος θαρρώ.
  • Πού να ’ξερε ο καθένας μας, τότε τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της ζωής.
  • Πού να ’ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.
  • Λες και τόσες φορές που το ‘γραψε πρώτη αυτή…είδε χαΐρι και προκοπή.
  • Ποτέ δεν έμαθα.
  • Πού να’ ξερα τότε.
  • όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα…σχέδια για το αυριανό μας μέστωμα, για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο.

 

4. Τι υπαινίσσεται ο αφηγητής στην τελευταία φράση του διηγήματος; Συζητήστε στην τάξη σας την κατάληξη αυτής της παιδιάστικης «πλάκας» ή κάποιας άλλης που κάνατε οι ίδιοι σε κάποιο πρόσωπο. 

Α) Η τελευταία φράση του κειμένου, «Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά», υπαινίσσεται ότι η Άννα έχασε τα λογικά της και  εξακολουθούσε να είναι το εύκολο θύμα μιας κοινωνίας, που δεν αποδεχόταν την διαφορετικότητά της. Τα παιδιά τρέχαν πια ξοπίσω της, για να την κοροϊδέψουν και να γελάσουν εις βάρος ενός ανθρώπου με διαταραγμένη συνείδηση.

Β ) Η κατάληξη της Άννας αποτελεί την τραγική συνέπεια ενός παιδικού και στην ουσία αθώου αστείου αλλά και ένα παράδειγμα ενός υπερευαίσθητου και εύπιστου ανθρώπου, που έπεσε ισόβιο θύμα μιας αθώας «πλάκας». Πολλές φορές μερικοί άνθρωποι θέλοντας να «σκοτώσουν» την ώρα τους και την ανία τους ή να νιώσουν ανώτεροι από το διπλανό τους παίζουν με τις ευαισθησίες του ή σκαρώνουν κακόγουστες φάρσες εις βάρος του, χωρίς να νοιάζονται για τις συνέπειες ή χωρίς να τις υποψιάζονται καν. Μπορεί στην καθημερινή ζωή να μην εξελίσσονται τόσο τραγικά τα πράγματα, όπως στην περίπτωση της Άννας, αλλά, όταν ο σκοπός μιας φάρσας  είναι να νιώσει ο άλλος ντροπιασμένος, τρομοκρατημένος ή προσβεβλημένος, τότε είναι πράξη αντικοινωνική και απολίτιστη.

Επειδή, όταν είμαστε παιδιά, δεν μπορούμε πολλές φορές να προβλέψουμε  τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα του στόχου μιας φάρσας, οφείλουμε να τοποθετούμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου, πριν σχεδιάσουμε οτιδήποτε και  να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι η διαφορά του αστείου και της φάρσας είναι ότι  το αστείο «συμπεριλαμβάνει» τον άλλον, έχει τη συναίνεσή του και τη συμμετοχή του επί ίσοις όροις.
Β.Δ.

Δες το φύλλο εργασίας του μαθήματος εδώ

Παρουσίαση του μαθήματος:

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ by Βασιλική Δουληγέρη

This site is protected by wp-copyrightpro.com