άκουγε τους χωριανούς του να του δηγούνται σημεία και τέρατα για το Μεγάλο
Κάστρο (σ.σ. Ηράκλειο).
σέσουλα, παστό μπακαλιάρο τσουβάλια, βαρέλια τις σαρδέλες και τις καπνιστές
ρέγγες· κι ακόμα μαγαζιά τίγκα στιβάνια, κι άλλα που πουλούν τουφέκια όσα θες,
σουγιάδες, μαχαίρια και μπαρούτη· κι άλλα που κάθε πρωί ξεφουρνίζουν, φουρνιές
φουρνιές, άσπρο ψωμί, φραντζόλα. Κι έχει, λέει, ακόμα, σαν βραδιάσει, γυναίκες
που δεν σε σκοτώνουν, σαν τις Κρητικοπούλες, αν τις αγγίξεις, κι είναι το κρέας
τους άσπρο και νόστιμο σαν τη φραντζόλα.”
Μεγάλο Κάστρο έλαμπε στη φαντασιά του σαν κρητικός παράδεισος, γεμάτος
μπακαλιάρο, τουφέκια και γυναίκες. Άκουγε, άκουγε, κι ένα μεσημέρι πια δε
βάσταξε, έζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο
καλή, την ξομπλιαστή του βούργια, φούχτωσε το βοσκοράβδι του και ροβόλησε από
τον Ψηλορείτη.
ήταν ανοιχτή. Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι· μια δρασκελιά, και θα ‘μπαινε στον
παράδεισο.
την είχε καβαλήσει, πως δεν έκανε πια ό,τι ήθελε, δεν ήταν λεύτερη· ντράπηκε.