Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ευτυχία.
Μου έχει σπάσει τα νεύρα με όσα ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε.
Ότι τάχα ήρθε, αλλά εγώ είχα το νου μου σε τούτο και σε κείνο,
ενώ εκείνη με περίμενε σε τούτο και σε κείνο,
κι όπως μου τα προσδιόρισε,
με περίμενε σε πράγματα αδύνατα να συμβούν, εκεί ακριβώς δηλαδή που είχα το νου μου.
Κι αυτός ήτανε, λέει, ο λόγος που την προσπέρασα.
Άλλοτε πάλι, επιμένει πως ήρθε, στάθηκε λέει έξω από κάτι ιστορίες,
στις οποίες εγώ είχα ήδη μπει μέσα, είχε τη διάθεση να πηδήξει από το
παράθυρο και να μπει,
αλλά ήταν τόσο υπερυψωμένη η δυσπιστία μου που δεν το τόλμησε.
Άλλη δικαιολογία, τραβηγμένη από τα μαλλιά, πως εγώ χτύπησα πολύ σιγά
την πόρτα της και δε με άκουσε ή ότι χτύπησα πολύ δυνατά την πόρτα της,
φοβήθηκε και δεν μου άνοιξε, και τι ψεύτρα, Θεέ μου, ότι χτύπησα λάθος
τη διπλανή της πόρτα και βλέποντάς με να καθυστερώ, συνεπέρανε ότι το
λάθος μου
βγήκε σε καλό και δεν ήθελε να το διακόψει.
Μου έχει
απαριθμήσει μία μία τις στιγμές με το όνομά τους, που την περιείχαν,
λέει,Βλέπεις; μου
λέει η κουτοπόνηρη, αν δεν ήμουνα εγώ εκεί μέσα, σ” αυτές τις στιγμές,
γιατί θα φοβόσουν μην τις χάσεις, τι σ’ ένοιαζε; Άρα ήρθα.
Αμέτρητες
οι φορές που είπαμε να συναντηθούμε σε κάποιο φωτεινό μέρος, είτε στις
κάποιες έξι των απογευμάτων είτε στις κάποιες οκτώ των δειλινών
που έχουνε πιο φρόνιμο φως, κι εγώ να περιμένω, να την περιμένω με τις ώρες και πού να φανεί.
Και με τι θράσος να εμφανίζεται μετά στα όνειρά μου, να μου ζητάει
συγνώμη που δεν ήρθε, γιατί είχε χάσει κάποιον δικό της κι ήτανε στις
μαύρες της,
ή και μου επιτίθεται πως ενώ ήρθε, ενώ περίμενε εκεί
μέσα με στις ώρες της αναμονής μου, εγώ δεν την αναγνώρισα και δεν
φταίει αυτή.
Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της.
Και τώρα που
παλεύοντας τα κατάφερα, έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια, πως αυτό
ακριβώς,
ότι δεν έχω την ανάγκη της, αυτό είναι ευτυχία.
Άπιαστη σου λέω.
Κική Δημουλά, «Εκτός σχεδίου»