«Ο σκληρόκαρδος γίγαντας»
χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ’ αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί,
δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ’
της άνοιξης τ’ άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ’ τα πολύχυμα
φρούτα.
παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ’ ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα
είμαστε εδώ!» έλεγαν αναμεταξύ τους.
στο φίλο του το δράκο της Κόρνις, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος
είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει —αφού δεν είχε και πολλά να
συζητήσει— αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.
το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει εδώ, έξω από
μένα».
Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.
παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν
τους άρεσε. Βάλθηκαν τότε να περιπλανιούνται γύρω απ’ τους ψηλούς
τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαθήματά τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο.
«Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί», έλεγαν αναμεταξύ τους.
πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας.
Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για ‘κείνον, αφού δεν
υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν’ ανθίσουν.
γρασίδι, μόλις αντίκριζε την πινακίδα ένιωθε τέτοια λύπη για τα
παιδιά, που λούφαζε ξανά στο χώμα, συνεχίζοντας τον ύπνο του.
Οι μόνοι που ‘ταν ευχαριστημένοι απ’ αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι
και η παγωνιά. «Η άνοιξη λησμόνησε αυτό τον κήπο», έλεγαν, «κι έτσι
εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον
ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια.
Ύστερα προσκάλεσαν και το Βόρειο Άνεμο να ‘ρθει να μείνει μαζί τους κι
εκείνος ήρθε τυλιγμένος με βαριά γουναρικά. Ολημερίς ούρλιαζε πάνω απ’
τον κήπο και φύσαγε μες στις καμινάδες. «Μα τούτο είναι ένα θαυμάσιο
μέρος», έλεγε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Κι έτσι, το χαλάζι,
ντυμένο στα γκρίζα και μ’ ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε. Κάθε μέρα, για
τρεις ώρες, χοροπηδούσε πάνω στη στέγη του κάστρου, μέχρι που τα
περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ύστερα, γυρνοβόλαγε στον κήπο, όσο πιο
γρήγορα μπορούσε. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να
‘ρθει», συλλογιζόταν ο Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθώς γερμένος στο
παράθυρο, κοιτούσε τον παγωμένο, ολόλευκο κήπο.
χειμώνας εκεί κι ο Βόρειος Άνεμος και το χαλάζι και το χιόνι κι η
παγωνιά ασταμάτητα χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
μάτια, όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκά στ’ αυτιά του
που πίστεψε πως μάλλον θα ‘ταν οι μουσικοί του βασιλιά που πέρναγαν —
κι όμως, ήταν μονάχα ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω απ’ το
παραθύρι του. Μα είχε κυλήσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το στερνό
τιτίβισμα είχε ακουστεί στον κήπο του, που θάρρεψε πως ήταν η
ομορφότερη μουσική στον κόσμο.
Γίγαντα, ο Βόρειος Άνεμος έπαψε να βρυχάται, και μια μεθυστική ευωδιά
τον τύλιξε, περνώντας απ’ τ’ ανοιχτό παραθυρόφυλλο. «Θαρρώ πως η άνοιξη
επιτέλους έφτασε», είπε ο Γίγαντας και πηδώντας απ’ το κρεβάτι κοίταξε
έξω.
σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων. Σε κάθε δέντρο
που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα
πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν, κι έτσι ντύθηκαν με
λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω απ’ τα παιδικά
κεφαλάκια. Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικά και τα
λουλούδια κρυφοκοίταζαν μεσ’ απ’ την πράσινη χλόη και ξεκαρδίζονταν
στα γέλια.
χειμώνας. Ήταν που στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, στέκονταν ένα μικρό
αγόρι. Κι ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δεν μπόραγε
να φτάσει, έτσι που απελπισμένο βάλθηκε να κόβει βόλτες γύρω του
κλαίγοντας γοερά.
δεν θα ‘ρχονταν ποτέ εδώ. Να, τώρα θ’ ανεβάσω αυτό το αγοράκι στην
κορφή του δέντρου κι έπειτα θα γκρεμίσω τον τοίχο, έτσι που ο κήπος
μου θα ‘ναι μόνο για τα παιχνίδια των παιδιών». Κι αλήθεια,
μετάνοιωσε πολύ για ό,τι είχε κάνει.
πολύ σιγά, βγήκε στον κήπο. Όμως, να, μόλις τα παιδιά τον είδαν
σκιάχτηκαν τόσο πολύ, που όλα μαζί το ‘βαλαν στα πόδια κι ο χειμώνας
ήρθε ξανά στον κήπο. Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα ματάκια
του που ‘ταν γεμάτα δάκρυα δεν είδαν το Γίγαντα που ερχόταν.
ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και
τραγούδησαν πάνω του και τ’ αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του γύρω στο λαιμό
του Γίγαντα και τον φίλησε. Και τ’ άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο
Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η
άνοιξη,
και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι
άνθρωποι περνούσαν για την αγορά στις δώδεκα η ώρα βρήκαν τον Γίγαντα να
παίζει στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
αποχαιρετίσουν. «Όμως, πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε. «Το
αγόρι που ανέβασα στο δέντρο». Βλέπετε ο Γίγαντας το αγαπούσε απ’ τ’
άλλα περισσότερο, γιατί τον είχε φιλήσει.
δει ποτέ πριν. Κι ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. Κάθε απόγευμα, όταν το
σχολείο τέλειωνε, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το Γίγαντα. Μα το
μικρό αγόρι, που ο Γίγαντας αγαπούσε, ποτέ δε φάνηκε. Εκείνος
φέρνονταν καλά σ’ όλα τα παιδιά κι όμως του έλειπε ο πρώτος μικρός του
φίλος και συχνά μιλούσε γι’ αυτόν θλιμμένα «πόσο θα ‘θελα να τον
έβλεπα!» έλεγε κάθε τόσο.
παίξει πια κι έτσι κάθονταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και
παρακολουθούσε τα παιγνίδια των παιδιών και θαύμαζε τον κήπο. «Έχω
πολλά όμορφα λουλούδια», έλεγε «μα τα παιδιά είναι τα ωραιότερα απ’
όλα».
Δε μισούσε τώρα το χειμώνα, γιατί ήξερε πως η άνοιξη κοιμόταν μόνο και
τα λουλούδια ξεκουράζονταν.
ολόλευκα λουλούδια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσαφένια κι ασημένια φρούτα
κρέμονταν, ενώ πλάι του στεκόταν το μικρό αγόρι που ‘χε τόσο αγαπήσει.
βγήκε στον κήπο. Έτρεξε πάνω στο γρασίδι κι ήρθε κοντά στο παιδί. Κι
όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε απ’ την οργή κι είπε: «Ποιος
τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά
του πόδια διακρίνονταν οι πληγές από καρφιά.
στον κήπο σου, απόψε εσύ θα ‘ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, τον
Παράδεισο».
κάτω απ’ το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια.
[πηγή: Ν. Γρηγοριάδης, Δ. Καρβέλης, Χ. Μηλιώνης, Κ. Μπαλάσκας & Γ. Παγανός, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α’ Γυμνασίου, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 71987, σ. 49-53]