Σκώπτω – Μια λέξη εξομολογείται

Σκώπτω

 

Σκώπτω= κοροϊδεύω, πειράζω  λέγοντας αστεϊσμούς. προκαλώ γέλια εις βάρος κάποιου προβάλλοντας τα αρνητικά χαρακτηριστικά του, ειρωνεύομαι με καυστικό τρόπο, μιλώ για κάποιον με δηκτικό τρόπο.

Συνώνυμα περιπαίζω, περιγελώ, σαρκάζω.

 

This site is protected by wp-copyrightpro.com