Σκιαμάχος -Μια λέξη εξομολογείται

Σκιαμάχος- Σκιαμαχώ
Σκιαμάχος= Αυτός που μάχεται με σκιές, με κάτι ανύπαρκτο, φανταστικό.  Αυτός που διεξάγει ουτοπικό αγώνα.
Ετυμολογικά : μάχομαι + σκιά 
Συνώνυμα: ματαιπονώ, αεροκοπανίζω 
Είναι πραγματικά απολαυστικοί οι συγγενείς μου όροι:
αετομάχος, ακριδομάχος, απειρόμαχος, εικονομάχος, ελληνομάχος, εμπειρόμαχος, μακεδονομάχος, ξιφομάχος, ξωμάχος, παλαίμαχος, παραδομάχος, πυρίμαχος, ταυρομάχος, χερομάχος, χριστιανομάχος.
Μάχομαι: 
1. εχθρεύομαι κάποιον, αποστρέφομαι, μνησικακώ
2. οργίζο μαι, τά βάζω με κάποιον μσν.
1. αντιστέκομαι, προβάλλω ένοπλη αντίσταση
2. έρχομαι σε ρήξη ή σε σύγκρουση
3. προβάλλω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι σε κάποιον
4. καταπονώ, εξαντλώ, βασανίζω
5. προσπαθώ να επιβληθώ σε κάποιον
6. προσπαθώ να αντισταθώ σε κάποιον
7. κατέχομαι από ταραχή, αγωνιώ
8. υπερασπίζομαι κάποιον
πηγή: greek_greek.enacademic.com

 

This site is protected by wp-copyrightpro.com