«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;», Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής

Πέντε έξι βάρκες κυλούσανε στη Μικρή Πρέσπα. Σκοτάδι πίσσα.
Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.

Δεν τους ένοιαζε που κάνανε φασαρία, που χτυπούσανε τα κουπιά στο νερό. Ήταν
και τα βογκητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική
φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσα τους η Βάσω, πιο βαριά.
Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα:
γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που
γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.
Στη Γιουγκοσλαβία, στο χωριό Μπούλκες όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί
πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε
κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε
θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια
ειρωνεία που έσφαζε.
Τώρα τραυματισμένη στη βάρκα από τη μάχη στο Μαλιμάδι. Και παντού, σ’ όλες τις
βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι
πέντε χρονών. Και πολλές από τη Νάουσα που ‘χαν ανέβει στο βουνό μετά την
αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με
το πάτζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και
βιάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη… Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο
ίδιος, ή να σκοτώσεις κανένα από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε
εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.
Μια φωτοβολίδα άστραψε ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους και του Λίνου του
φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.
«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»
Ο Λίνος έσκυψε πάνω της, στο σκοτάδι.
«Βάσω!…»
Γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε;
«Θα γίνεις καλά, θα δεις…»
Σαχλαμάρες!… Τι, θα γίνει καλά…
Η Βάσω είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του, αλλά σα να μην τον έβλεπε, σα να
κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν…
Εκεί, στο Μπούλκες παίζανε τα «γράμματα». Να, είναι ένα παιχνίδι που γράφεις
μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ’ άλλα βάζεις
παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ’ άλλα γράμματα και τι
λέει η φράση.
Στο παιχνίδι η Βάσω έβαζε και φράσεις ερωτικές!
«Α- … -α-α … -α-α…».
Ο Λίνος το ‘χε βρει: «αν σου πω σ’ αγαπώ τι θα κάνεις;»
Γίνονται, τώρα, τέτοια πράματα στο Μπούλκες; Ξεσπιτωμένοι, προδομένοι,
πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!
Άστραψε κάπου πιο κοντά μια φωτοβολίδα κι είδε το πρόσωπό της. Την είχαν
κάψει τα αέρια από το πάτζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης, θεέ
μου, τι πρόσωπο!…
Κάποιος από τους τραυματίες βόγκηξε μέσα στη βάρκα. Ο άλλος δεν ακουγότανε
καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο.
Πότε – πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά.
Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε, γιατί τώρα έβλεπε
καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και
ψιθύρισε.
«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Θα γίνεις καλά, Βάσω!…»
Εκείνη γύρισε αργά – αργά το κεφάλι και κοίταξε το νερό. Μαύρο. `Η κόκκινο;
«Να προσέχω», σκέφτηκε ο Λίνος. «Να προσέχω μη μου πέσει στο νερό!»
Μα η Βάσω είχε μια μικρή «μπερέτα».
Την είδε να βγάζει την «μπερέτα» ή δεν την είδε; Άκουσε τον πυροβολισμό ή
δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δε θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω στο όνειρό του,
η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και
τον παρακαλούσε:
«Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ’ εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο,
πως δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Σ’ εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη
χαρά που δε χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ’ εξορκίζω Λίνο, μη μ’
εμποδίσεις! Σ’ αυτά που χάσαμε και σ’ αυτά που περιμένουμε, μη μ’ εμποδίσεις!»
Σαν σε όνειρο….
Δεν ήταν σίγουρος αν είδε το χέρι της, αν είδε εκείνο το μαυριδερό πράμα
κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του
συντρόφου του που τράβαγε κουπί:
«Ε, Λίνο! Τι κάνεις; Δεν την είδες που αυτοκτόνησε;»
Ο Λίνος κοίταξε το σύντροφό του και ψιθύρισε:
«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Να πάρει η οργή», αγανάχτησε ο άλλος. «Τι σας φέρνουνε εδώ, αφού έχετε αδύνατα
νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει ν’ τους πάμε στο ορεινό
χειρουργείο, θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;»
Οι βάρκες, γεμάτες τραυματίες κυλούσαν, βαριές στη Μικρή Πρέσπα…
«Ρε Στάθη, εσύ είσαι;» ακουγότανε η φωνή του σαν λυγμός.
… Αυτά, όταν είχε ησυχία…
1951
Από τη συλλογή «Φιμωμένο φως»
Πηγή: Οι σελίδες του Νίκου Σαραντάκου


This site is protected by wp-copyrightpro.com