«…Και είκοσι ακριβώς», Παναγιώτης Μπενέας

…ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ
ΑΚΡΙΒΩΣ
«Και να που πέρασες», γλυκόπικρα
μονολογώ συλλογιζόμενος πόσο ατελεύτητη μού συστήθηκε χθες. Στις μύτες των απαντοχών
μου, νικημένος, αποκαθηλώνω τη χάρτινη σορό της Κυριακής απ’ το ημερολόγιο –
σωρός τα πεθαμένα – γοερά ενταφιάζοντάς την στο καλάθι του ανεκμετάλλευτου. Όσο
ψηλά κι αν τοποθέτησε η στρίγγλα εμμονή των ημερών μου το ανεπανάληπτο,
παρέμειναν ελόγου τους ουχ ήττον προσιτές στο λυσσαλέο, το θεόρατό τους
πέρασμα.  

Πρωί. Αλαφιασμένος προσπαθώ να λύσω
έναν κόμπο που με πάθος ακατάβλητο ενθέρμου εραστή μού σφίγγει το στομάχι. Ώσπου
«ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου
σφιγμένο…»
απειλεί το ραδιόφωνο, ανασκουμπώνονται μια μια κι οι στιβαρές μου
καθημερινές υποχρεώσεις, μπήγουνε στο πείσμα του το εξαγριωμένο βλέμμα τους, καπνός
ο εραστής. Αφήνει πίσω του μια πείνα μοναχά, ενθύμιο της σύξυλης φυγής του. Δεν
προφταίνω.
Ραντεβού με την ψυχίατρο σε μία ώρα.
Ούτε δεύτερο δεν πρέπει να καθυστερήσω. Όχι για να μη φανώ ασυνεπής προς την ανειλημμένη
δέσμευσή μου μα με έχουν στήσει και εμένα κάτι πολυαπασχολημένα όνειρα και
ξέρω.
Κίτρινο το Χαϊδάρι απ’ τη γύρη,
κόκκινα τα μάτια μου. Καμία έκπληξη. Έχω εξ απαλών δακρύων αλλεργία στην πόλη
μου. Επιταχύνω.
Στο μετρό η ίδια πάντα αγωνία: πώς θα
εκκινήσει σήμερα η συνεδρία, ποιο θα είναι το απεσταγμένο τραύμα της. Ίσως μια
κουβέντα για το πόσο βελτιώθηκε πάλι ο καιρός και πόσο τραγικά επιδεινώθηκε η
διάθεσή μου.
Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός. Η Λίτσα μου. Καθώς θα περιμένω στις σκάλες να μού δώσει το
ρολόι μου την άδεια να κρούσω ασφαλής τον κώδωνα της θεραπείας μου, να της
στείλω μία καλημέρα, μια φωτογραφία μου. Θ’ ανησυχεί.
Χτυπώ – χτυπιέται η αμφιθυμία μου. Κι
ύστερα μόνο λέξεις. Πάρθιες λέξεις: φόβος-ζήλια-ενοχή-οργή-θυμός,
βέλη όλες τους με στόχο τους μονάκριβο την καταρράκωσή μου.
«Άμα θέλετε, το ξαναβλέπουμε την
επόμενη φορά». Όχι! Τ ώ ρ α θέλω να το δούμε.
Βγαίνω. Θα περπατήσω. Μέχρι τον
Κεραμεικό, γιατί όχι; Θέλω να μη γυρίσω γρήγορα στο σπίτι.
Διάχυτο ένα ώς πότε στην ατμόσφαιρα. Γεμάτα νεραντζιές τα πεζοδρόμια, ποτίζει ο
ανέμελος Απρίλης τα παρτέρια των ορέξεων, σκοντάφτει ξαφνικά η όσφρησή μου στα
ωραία φιλανθή αποτυπώματα που χάρισε εις τους μυκτήρας μου το πέρασμα αγέρα
μυροβλύτη.
Τίποτα. Όσο αδηφάγα και να μύρισα τον
κρίνο αυτής της ευκαιρίας, η θλίψη μου επέμεινε ασύλληπτη και σήμερα. 

Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΕΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΌ 8/6/17



This site is protected by wp-copyrightpro.com