Ο Ασλάντεντες, ένα παραμύθι της γιαγιάς Ευδοκίας από την Ανατολική Θράκη

Roch Urbaniak
Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σ’ ένα δάσος ζούσε
μια  μάνα άγρια 
   μαζί  με τον   μικρό
  
της    γιό. Το αγόρι ήταν περίπου
οχτώ χρονών και κάθε   πρωί η μάνα   του   το   έπλενε, το έβαζε να κάτσει στην είσοδο της σπηλιάς   τους και αυτή έφευγε
για να ψάξει για τροφή. Το βράδυ γύριζε,
 φιλούσε το παιδί της και πήγαιναν
μαζί μέσα στη σπηλιά.
Κάποτε ήρθε στο δάσος
ο βασιλιάς με τη συνοδεία του για κυνήγι.
Μόλις είδε το αγόρι θέλησε να το πάρει μαζί του να το έχει
σαν παιδί του, είχε κι αυτός ένα γιό σ’ αυτήν την ηλικία, και θα έκαναν
καλή παρέα οι δυο τους
και θα μεγάλωναν μαζί.

Στάθηκε όμως αδύνατο
να το πιάσουν. Παραμόνεψαν λοιπόν και το άλλο πρωί είδαν τη μάνα που το έπλυνε
το χτένισε και το
έβαλε να καθίσει στην είσοδο,
και αφού έφυγε, άπλωσαν
διάφορα μπιχλιμπίδια και όταν
το παιδί πλησίασε να τα περιεργαστεί, όρμησαν επάνω του.
Το παιδί όμως
ήταν τόσο δυνατό
και τόσο γρήγορο
που κατάφερε και πάλι να τους ξεφύγει. Γύρισαν στο παλάτι απογοητευμένοι. Ο βασιλιάς όμως
δεν το έβγαζε απ’ το μυαλό του, και κάλεσε το σοφό του
παλατιού για να του προτείνει λύση.
«Μόνο αν πιάσετε τη μάνα θα πιάσετε και το αγόρι»,
του είπε ο σοφός,
«πιάστε αυτήν και
το παιδί θα έρθει μόνο του.»
Κάλεσε τότε ο βασιλιάς
έναν καλό τεχνίτη
και του ανάθεσε να φτιάξει ένα
αμάξι με κάγκελα,
και να βάλει μια πόρτα
που να κλείνει
με σούστες. Μόλις ετοιμάστηκε το αμάξι πήρε πάλι τη συνοδεία του και ξαναπήγαν στο δάσος. Άφησαν
το αμάξι έξω
από την είσοδο της σπηλιάς, τοποθέτησαν μέσα μερικούς καθρέφτες, και
κρύφτηκαν να δουν τι θα γίνει.
Σε
λίγο βγήκε η μάνα με το παιδί
της, το έπλυνε,
το χτένισε και το
έβαλε να κάτσει.
Εκείνη την ώρα βγήκε ο ήλιος και οι αχτίδες του έπεσαν πάνω στους
καθρέφτες και η αντανάκλαση που έκαναν κίνησαν
την περιέργεια της
μάνας που πλησίασε να δει τι είναι
αυτό το πράγμα. Όταν είδε
την εικόνα της στους καθρέφτες, φώναξε και το παιδί της να δει κι αυτό και τότε έκλεισαν οι σούστες
και τους έπιασαν.
Τους πήρε στο παλάτι
ο βασιλιάς και τους φερόταν
σαν να ήταν οικογένειά του. Το παιδί το φώναζαν Ασλάντεντε, που θα πει «δυνατός». Έβαλε δάσκαλο να μάθει γράμματα
και στη μάνα και στο παιδί.
Όλα
πήγαιναν καλά, ο Ασλάντεντες όμως αρνιόταν να μιλήσει.
Φώναξαν γιατρούς να τον εξετάσουν μήπως δεν ακούει,
αλλά δεν διαπιστώθηκε κάτι
τέτοιο. Σε όλα
τα κατάφερνε πολύ
καλά, μόνο που δεν ήθελε να μιλήσει. Ο καιρός περνούσε, οι δάσκαλοι έφευγαν
χωρίς αποτέλεσμα ο ένας μετά τον άλλο και ο βασιλιάς δεν ήξερε
τι να κάνει. Τότε αποφάσισε να προσπαθήσει και
ο σοφός του παλατιού. Μπαίνει μέσα στην
κάμαρα, χαιρετάει τον
Ασλάντεντε, δεν παίρνει
απάντηση. Τον ρωτάει πως τα περνάει, τίποτα. Σηκώνεται τότε και του αστράφτει ένα χαστούκι.
«Γιατί με
χτυπάς;» ρωτάει ο Ασλάντεντες.
 «Να γι’ αυτό σε χτύπησα, για να μιλήσεις», του
λέει ο σοφός.
Άρχισαν τότε να συζητάνε
για διάφορα πράγματα, και ο σοφός διαπίστωσε ότι είχε μάθει
απ’ τους δασκάλους τα πάντα.
Από
κείνη τη μέρα
άρχισαν να κάνουν
παρέα με το γιό του βασιλιά και ήταν αχώριστοι. Το βασιλόπουλο το έλεγαν Χασάν και
είχε την ηλικία του Ασλάντεντε. Μεγάλωναν μαζί, διάβαζαν, έπαιζαν και ένοιωθαν σαν να ήταν πραγματικά αδέρφια.
Ύστερα από λίγα χρόνια,
ο βασιλιάς έπρεπε
να φύγει σε μια εκστρατεία και θα έλειπε
αρκετό καιρό. Έδωσε
λοιπόν τα κλειδιά
του παλατιού στον βεζίρη
του και του είπε να φροντίζει για όλα στο βασίλειο, να προσέχει τα παιδιά και
το παλάτι και να μην τους λείψει τίποτα.
Φώναξε και τα
παιδιά και τους είπε:
 «Παιδιά μου, εγώ θα λείψω αρκετό καιρό.
Να προσέχετε, να κάνετε τα μαθήματά σας
και ότι χρειάζεστε να το ζητάτε απ’ το βεζίρη.
Του έχω δώσει
τα κλειδιά απ’
όλες τις κάμαρες
και μπορείτε να μπείτε
σε όλες εκτός
από την τελευταία που βρίσκεται στο πιο
ψηλό σημείο του πύργου.»
«Εντάξει, πατέρα»,
είπαν τα δυο παιδιά «θα κάνουμε όπως μας
λες».
Χαιρετήθηκαν
και ο βασιλιάς έφυγε.
Περνούσαν οι μέρες, τα παιδιά ασχολούνταν με τα μαθήματά τους όπως είχαν υποσχεθεί, και μετά έπαιρναν τα άλογά τους
και έτρεχαν στα λιβάδια
ή έπαιρναν τα τόξα τους και πήγαιναν για κυνήγι στο κοντινό δάσος.
Μετά από λίγο καιρό τα βαρέθηκαν όλα και
άρχισαν να εξερευνούν το παλάτι. Ήταν
τόσο μεγάλο, με τόσα
πολλά δωμάτια, που δεν είχαν
ποτέ το χρόνο
να το γυρίσουν όλο και τώρα είχαν αυτήν
την ευκαιρία. Έμπαιναν
σε  κάθε  κάμαρα 
και περιεργάζονταν ότι υπήρχε μέσα.
Στο
πρώτο δωμάτιο είχε
ωραία έπιπλα από ακριβό ξύλο
σκαλισμένα στο χέρι από μερακλήδες
επιπλοποιούς, στο δεύτερο αση
μικά φερμένα από μακρινές χώρες,
στο τρίτο τις
στολές του βασιλιά
φτιαγμένες από έμπειρους ράφτες και κεντημένες από επιδέξιες κεντήστρες, σ’ ένα άλλο
χαλιά με υπέροχα
χρώματα και σχέδια,
στο επόμενο ήταν
το θησαυροφυλάκιο με χρυσά νομίσματα και πολύτιμα πετράδια και ούτω καθεξής, ώσπου έφτασαν και στο
τελευταίο στο ψηλότερο σημείο του πύργου και δεν είχαν κλειδί
για την πόρτα του. 

Ζήτησαν το κλειδί απ’ το βεζίρη αλλά αυτός τους το αρνήθηκε λέγοντας ότι είναι εντολή του βασιλιά
να μη μπουν σ’ αυτό.
Ο Χασάν όμως  επέμενε πάρα
πολύ γιατί είχε
μεγάλη περιέργεια να δει τι υπάρχει εκεί
μέσα. Ο Ασλάντεντες του θύμισε την υπόσχεση που είχαν δώσει στον πατέρα
τους και ότι έπρεπε
να φανούν  συνεπείς.

Ο
Χασάν άρχισε τότε να κλαίει
και να τον παρακαλάει και στο
τέλος τον έπεισε. Κάνει μια έτσι με το μικρό
του δαχτυλάκι ο Ασλάντεντες και η πόρτα
άνοιξε. Μπαίνουν μέσα, τι να δουν. Ένα άδειο
δωμάτιο και μονάχα
ένα ντουλάπι. Ανοίγουν
το ντουλάπι, βρίσκουν μέσα μια φωτογραφία. Ήταν η πεντάμορφη του ντουνιά. Μόλις την βλέπει ο Χασάν
την ερωτεύεται αμέσως.
Όλη μέρα κι όλη
νύχτα καθόταν με τη φωτογραφία στα χέρια και αναστέναζε.
Γυρίζει ο βασιλιάς από την εκστρατεία, βρίσκει το γιό του άρρωστο
από έρωτα. Θυμώνει
τότε και αρχίζει
να μαλώνει το βεζίρη
και τα παιδιά που παράκουσαν την εντολή του. Ο Χασάν να τον παρακαλάει κάθε μέρα να του βρει την
πεντάμορφη και να του την φέρει,
γιατί δεν μπορεί
να ζήσει χωρίς
αυτήν.
«Βρε  καλέ  μου,  βρε 
χρυσέ μου, ξέρεις 
πόσα  παλικάρια χάθηκαν γι’ αυτήν την πεντάμορφη και κανένας δεν μπόρεσε να την αποκτήσει;» Τίποτα αυτός. Έπεσε του θανατά. Τι να κάνει
κι ο βασιλιάς απ’ το να χάσει το γιο του, έστειλε ένα απόσπασμα να ψάξει να βρει
και να φέρει την πεντάμορφη. Πράγματι σε λίγο καιρό
την έφεραν. 
Μες τη χαρά ο Χασάν την αρραβωνιάστηκε και όλη μέρα
ήταν μαζί της. Παράτησε
τις βόλτες με τ’ άλογα,
παράτησε το κυνήγι στο δάσος και καθόταν
και της έκανε
συντροφιά. Μια μέρα
όπως κάθονταν στην κάμαρα
και κουβέντιαζαν, τον παρακάλεσε αυτή να
ανοίξουν λίγο το παράθυρο να πάρουν αέρα. Μόλις όμως το
άνοιξαν, ορμάει ένα μαύρο σύννεφο
και την αρπάζει. Κλάμα ο Χασάν
κλάμα κακό έπεσε
να πεθάνει.
Αποφάσισαν τότε να οργανώσουν ένα απόσπασμα να ψάξουν να
τη βρουν. Στα λόγια, βέβαια,
ακουγόταν εύκολο, στην πράξη
όμως ήταν πολύ δύσκολο, γιατί
δεν ήξεραν ούτε
ποιος την πήρε, ούτε πού την πήγε.
Στην αναζήτηση της πεντάμορφης θα έπαιρνε μέρος
κι ο Ασλάντεντες. Ξεκίνησε το απόσπασμα, με άλογα και εφόδια
και προχω
ρούσαν   ρωτώντας 
από δω κι από κει
μήπως και μάθουν 
κάτι που θα   τους βοηθούσε στην αποστολή τους. Κάποια στιγμή
σταμάτησαν να ξεκουραστούν κι αυτοί και τα άλογά
τους, και αφού έφαγαν κάτι,
ξάπλωσαν για λίγο κάτω από
κάτι δέντρα.
      
Ήρθαν τότε κάτι πουλάκια και τιτίβιζαν πάνω
στα δέντρα, κι ο
Ασλάντεντες που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών και των
ζώων τα άκουσε που έλεγαν:
«Καλά έφτασε
ως εδώ ο Ασλάντεντες, αλλά το κάστρο
των δράκων είναι στον απάνω
κόσμο και δε θα το βρει σ’ αυτόν τον κόσμο,
όσο κι αν ψάξει. Να ήξερε, να πάει εδώ δίπλα στο ξέφωτο,
που έρχονται δυο άλογα, ένα άσπρο κι ένα μαύρο
και παλεύουν, να αρπάξει
το άσπρο άλογο απ’ τη χαίτη, αμέσως
θα βρεθεί στο απάνω
κόσμο, εκεί είναι
το κάστρο που ψάχνει. Αλλά αυτό δε θα
το μάθει, γιατί όποιος τ’ ακούσει και το πει, ως τη μέση μάρμαρο θα κοπεί». 

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Ασλάντεντες, σηκώθηκε αμέσως και πήγε
στο ξέφωτο. Περίμενε
λίγο, και πράγματι ήρθαν δυο άλογα, ένα άσπρο κι ένα
μαύρο κι άρχισαν
να παλεύουν. Ορμάει
τότε να αρπάξει το άσπρο από τη χαίτη,
πάνω στην πάλη
όμως αρπάζει κατά λάθος
το μαύρο και
βρίσκεται στη στιγμή
στον κάτω κόσμο. 
Τώρα, τι να κάνει;
Άρχισε να περπατάει και να ψάχνει ένα
τρόπο για να πάει στον απάνω κόσμο.
Εκεί που περπατούσε άκουσε κάτι φωνές πάνω ψηλά. Γυρίζει
τα μάτια του, τι να δει. Πάνω σε ένα
ψηλό βράχο μέσα
σε μια αετοφωλιά δυο καρταλάκια πάλευαν να σωθούν από ένα τεράστιο φίδι
που πήγε να τα φάει. Δίχως
να χάσει καιρό σκαρφαλώνει
γρήγορα-γρήγορα στο βράχο, αρπάζει
το
φίδι και αρχίζει
να παλεύει μαζί του.
Με πολύ κόπο κατάφερε να το σκοτώσει, και κουρασμένος ξάπλωσε στη ρίζα
του βράχου να ξαποστάσει. Τον
πήρε ο ύπνος
και δεν άκουσε την καρταλίνα που γύρισε
στη φωλιά της.
Μόλις τον είδε αυτή θέλησε να ορμήσει και να του βγάλει τα μάτια γιατί νόμισε ότι ήταν αυτός
που κάθε χρόνο
πήγαινε και της σκότωνε τα παιδιά της. Τα καρταλάκια όμως της φώναξαν
ότι αυτός είναι
που τα  έσωσε και της έδειξαν
το φίδι σκοτωμένο πιο πέρα. Τότε
κι αυτή, στάθηκε
πάνω απ’ το κεφάλι του
και του έκανε
σκιά με τα φτερά της, και όταν ξύπνησε του είπε:
«Κάθε χρόνο
έβρισκα τα καρταλάκια μου σκοτωμένα και δεν
ήξερα ποιος το κάνει. Σήμερα
έμαθα και κατάλαβα.
Για το καλό που έκανες στα παιδιά μου, πες μου τι θέλεις
από μένα και σε τι μπορώ
να σε βοηθήσω για να σου ξεπληρώσω τη χάρη». 
Τότε ο Ασλάντεντες της είπε ότι βρέθηκε κατά
λάθος στον κάτω κόσμο κι ότι θα ήθελε να του δείξει
το δρόμο για τον απάνω κόσμο.«Θα σε πάω εγώ εκεί που ζητάς, μόνο φόρτωσε στη ράχη μου σαράντα οκάδες κρέας και νερό, γιατί
ο δρόμος είναι πολύ μακρύς».
Πράγματι, ο
Ασλάντεντες πήγε αγόρασε σαράντα οκάδες κρέας πήρε και νερό τα φόρτωσε στη ράχη
της καρταλίνας ανέβηκε κι αυτός και η καρταλίνα πέταξε
ψηλά. Θα πετούσαν χωρίς στάσεις κι
έτσι θα την τάιζε και θα την πότιζε αυτός. Όταν του  φώναζε «κρα» της έδινε κρέας,
όταν του φώναζε
«κρι» της έδινε
νερό. Πετούσαν για πολλές μέρες
κι όταν κόντευαν να φτάσουν το κρέας
τελείωσε, κι έτσι όταν του φώναξε «κρα»
δεν είχε τι να της δώσει.
Έκοψε τότε ένα κομμάτι απ’ το μπούτι
του και της  το έδωσε Αυτή το κατάλαβε και δεν το κατάπιε
παρά το φύλαξε κάτω απ’ τη γλώσσα της.
Σαν
έφτασαν, κατέβηκε ο Ασλάντεντες κάνει
να περπατήσει, κούτσαινε. Βγάζει
τότε η καρταλίνα το κομμάτι
απ’ το μπούτι
του και το βάζει
στη θέση του,
κι αφού χαιρετήθηκαν, έφυγαν ο καθένας
στο δρόμο του.
Περπάτησε αρκετά ο Ασλάντεντες, και βρέθηκε μπροστά
στο κάστρο των δώδεκα δράκων.
Πώς να μπει όμως
μέσα, που είχε γύρω-γύρω έναν θεόρατο τοίχο
και δεν έβρισκε πόρτα πουθενά; Κάθισε τότε και σκεφτόταν
τι να κάνει, ώσπου ακούει από κάτι κοντινά
δέντρα τα πουλάκια να λένε:
«Καλά τα κατάφερε ως εδώ ο
Ασλάντεντες, αλλά για να μπει στο κάστρο
πρέπει να σταθεί
στον ανατολικό τοίχο,
να χτυπήσει τα πόδια
του καταγής κι ευθύς θα βρεθεί μέσα.
Κρίμα όμως που δεν
θα το μάθει, γιατί όποιος
τ’ ακούσει και
το πει, ως το στήθος μάρ-
μαρο θα κοπεί».
Τ’
ακούει ο Ασλάντεντες, πάει στον ανατολικό τοίχο, χτυπάει τα πόδια του καταγής και βρίσκεται αμέσως
μέσα στην αυλή του κάστρου. Βλέπει εκεί μια γριά που μαγείρευε σ’ ένα καζάνι.
Μόλις τον βλέπει αυτή αρχίζει να κλαίει και να του λέει πως είναι χαμένος γιατί
έτσι και τον βρουν οι δράκοι μόλις
γυρίσουν σίγουρα θα τον
φάνε. Κι αυτήν
θα την είχαν
φάει, αλλά την έχουν να τους μαγειρεύει και να τους συγυρίζει και
την κρατάνε για το λόγο
αυτό.
Πάνω στην ώρα που τα έλεγαν
άρχισαν να πέφτουν
στην αυλή κάτι σιδερένια τόπια. 
Ένα, δυο τρία …..δώδεκα τόπια έπεσαν
στην αυλή. 
«Φύγε γρήγορα», του λέει η γριά «όπου να είναι φτάνουν. 
Να, βλέπεις, ρίχνουν τα τόπια
τους, έρχονται». 
Μαζεύει τότε ο Ασλάντεντες τα δώδεκα τόπια,
τα τυλίγει όλα
μαζί και τα πετάει
πίσω. Οι δράκοι
μόλις είδαν τα τόπια τους
να έρχονται πίσω όλα μαζί, θάμαξαν.
 
«Μπρε….», λένε «ποιος είναι
αυτός που πετάει τα τόπια μας
όλα μαζί, θα είναι πολύ
δυνατός, καλύτερα να τον καλοδεχτούμε γιατί αλίμονό μας». Φτάνουν λοιπόν στο κάστρο τους και
καλωσορίζουν τον Ασλάντεντε.  
«Καλώς τον, καλώς τον, κάτσε να φάμε
και να πιούμε και να μας πεις ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε στο σπιτικό μας».
 
«Θέλω την πεντάμορφη», τους λέει
αυτός «που την έχετε εδώ».«Εμείς την πεντάμορφη, ούτε που την είδαμε», του λένε «μπορείς
να ψάξεις σ’ όλο το κάστρο
κι αν τη βρεις, πάρτην.»  
Φάγανε, ήπιαν, άρχισε ο Ασλάντεντες
να ψάχνει, πουθενά η πεντάμορφη. Κάθισε τότε στην
αυλή και σκεφτόταν τι να συμβαίνει, και ακούει πάλι τα πουλάκια να λένε:

«Η
πεντάμορφη είναι εδώ, την έχουν μαγεμένη και την έχουν μεταμορφώσει σε καρδερίνα. Την
έχουν μαζί με άλλες εκατό
καρδερίνες σ’ ένα δωμάτιο και κανένας δεν ξέρει ποια
απ’ όλες είναι. Να το ήξερε αυτό ο Ασλάντεντες,
θα πήγαινε στο κλουβί με τις καρδερίνες κι όποια
έβλεπε να έχει
μια κόκκινη κλωστή
γύρω απ’ το λαιμό της θα την
έπαιρνε, θα έβγαζε μετά την κλωστή και τα μάγια θα λύνονταν. Αλλά αυτό δεν το ξέρει,
κι όποιος τ’ ακούσει
και το πει ως το λαιμό μάρμαρο
θα κοπεί».
Μόλις το άκουσε ο Ασλάντεντες, λέει
στους δράκους ότι θα φύγει,
αλλά θέλει να του δώσουν
μια καρδερίνα να του κελαηδεί, αλλά θα διαλέξει
αυτός ποια θα πάρει.
 
Οι δράκοι συμφώνησαν, τον
φοβόντουσαν κιόλας, σκέφτηκαν κι ότι ήταν
πολύ απίθανο να διαλέξει τη μαγεμένη και τον οδήγησαν στο δωμάτιο με τις καρδερίνες.
Μόλις είδαν ποια διάλεξε, θάμαξαν
αλλά δεν είπαν
τίποτα, τι να πουν. Παίρνει την καρδερίνα ο
Ασλάντεντες, την βάζει στον κόρφο
του, χτυπάει τα πόδια του στη γη και βρίσκεται έξω απ’ το κάστρο. 
Οι   δράκοι  ούτε   που  σκέφτηκαν  να  τον  κυνηγήσουν, τόσο τον είχαν φοβηθεί. 
 Καλά βγήκε απ’ το κάστρο, είχε
και την πεντάμορφη μαζί, έστω και μαγεμένη, άλλωστε μόλις έβγαζε την κλωστή θα
ξαναγίνονταν όπως πριν, πως όμως να πάει στον κόσμο τον δικό του
που βρισκόταν, όπως
είπαμε στον απάνω
κόσμο;  
Εκεί που τα σκέφτονταν αυτά, ακούει
κάτι πουλάκια να λένε μέσα στις φυλλωσιές:
«Καλά τα κατάφερε ο Ασλάντεντες, για να γυρίσει
όμως στον κόσμο τον δικό του τον καλό,
πρέπει να πάει
εδώ κοντά σε μια πηγή,
που έρχεται ένα άλογο κι αφού πιεί νερό, τινάζει
τη χαίτη του και
λέει -όποιος είναι
άξιος ας με καβαλικέψει και θα τον πάω ό- που
θέλει- να το καβαλικέψει και
να πάει πίσω.
Αυτό όμως δεν το
ξέρει κι ούτε θα το μάθει, αφού όποιος τ’ ακούσει και το πει, ως την
κορφή μάρμαρο θα κοπεί».
Το
άκουσε ο Ασλάντεντες, πάει στην πηγή και κρύβεται
πίσω από κάτι θάμνους. Ύστερα από λίγο έρχεται
ένα όμορφο άλογο,
πίνει νερό, τινάζει τη χαίτη του και λέει:
 
«Ποιος είναι άξιος να με καβαλικέψει; και θα τον πάω όπου
θέλει».
Πετάγεται τότε ο Ασλάντεντες και το καβαλικεύει. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν στον κόσμο
τον καλό. Βγάζει τότε και την κλωστή απ’ το λαιμό της πεντάμορφης και πάνε να βρουν το Χασάν και
τη συνοδεία του. Τους
βρήκαν να μαζεύουν
τα πράγματά τους
και να ετοιμάζονται να
φύγουν γιατί είχαν περάσει οι σαράντα
μέρες αφότου έφυγε και τον νόμιζαν
για χαμένο. Μόλις
τους είδαν έκαναν μεγάλες
χαρές προπαντός ο Χασάν και αποφάσισαν να περάσουν τη νύχτα τους εκεί και να φύγουν πρωί-
πρωί. 
Ο Χασάν όμως, παρόλο που ήταν πολύ χαρούμενος που
βρήκε την αγαπημένη του, άρχισε να φοβάται μήπως την διεκδικήσει κι ο
Ασλάντεντες μια που αυτός την
γλίτωσε απ’ τους
δράκους. Έριξε λοιπόν υπνωτικό στο κρασί του και έβαλε
όλους να ορκιστούν ότι δε
θα πουν τίποτα
στο βασιλιά, μόνο
θ’ αφήσουν αυτόν
να μιλήσει.
Την άλλη μέρα
γύρισαν στο παλάτι.
Στο βασιλιά είπε
ότι ο Ασλάντεντες ήταν  άρρωστος
 κι  ότι  αυτός
 έσωσε  την  πεντάμορφη
 απ’
τους δράκους.
Όταν ο βασιλιάς τον ρωτούσε λεπτομέρειες, δεν ήξερε τι
να πει, τέλος πάντων τα μπάλωσε όπως– όπως κι αποφάσισαν για το γάμο. Μόλις
έγινε ο γάμος ξύπνησε κι ο Ασλάντεντες. «Δεν
ντρέπεσαι», του λέει ο βασιλιάς «εγώ σε έστειλα
να βοηθήσεις το Χασάν κι εσύ μέθυσες
και το ‘ριξες στον ύπνο και σ’ έφεραν σ’ αυτά τα χάλια.»
Θιγμένος  ο  Ασλάντεντες από την αδικία,
πικραμένος κι από
την προδοσία του αδερφού
του, λέει: «Θα σας τα πω όλα απ’
την αρχή, γιατί
ο αδερφός μου δε σας τα είπε καλά». Κι αρχίζει να αφηγείται τα γεγονότα από
την αρχή. Μόλις
έφτασε στο σημείο
που άκουσε τα πουλάκια για πρώτη φορά και είπε τη
φράση: «όποιος τ’ ακούσει και το πει ως τα γόνατα
μάρμαρο να κοπεί», αμέσως
μαρμάρωσε ως τα γόνατα. Άρχισαν
τότε να τον παρακαλούν όλοι να μη συνεχίσει κι ότι τον πιστεύουν.
«Εγώ», τους λέει «που πέρασα
τόσα, να προδοθώ
απ’ τον αδερφό
μου, δεν το αντέχω, θα συνεχίσω». 
Και συνέχισε. Σε λίγο μαρμάρωσε ως     τα   γόνατα μόλις ξαναείπε τη φράση: «όποιος τ’ ακούσει και το πει ως τα γόνατα
μάρμαρο να κοπεί». Άρχισε 
τότε  κι  ο  
Χασάν   να   τον    παρακαλάει 
και να κλαίει: 
«Μη  συνεχίζεις αδερφέ
μου και συγχώρα
με», αλλά αυτός τίποτα.«Τώρα που άρχισα, θα φτάσω ως το
τέλος». Κι έτσι όταν
τέλειωσε  την      αφήγηση,     μαρμάρωσε
   ολόκληρος ως την
κορφή.

Τον έβαλαν λοιπόν
σε μια κάμαρα, έτσι μαρμαρωμένο και έφερναν γιατρούς
απ’ όλο τον κόσμο μήπως και καταφέρουν και τον κάνουν καλά. 
1η (κακή)
εκδοχή παραμυθιού
Τα χρόνια περνούσαν, η πεντάμορφη με τον Χασάν ζούσαν μαζί, κάποτε
απόκτησαν κι ένα παιδί, αλλά αυτήν την έτρωγε το μαράζι για τον Ασλάντεντε.
Μια μέρα η πεντάμορφη, όπως
κάθονταν στα πόδια
του μαρμαρωμένου Ασλάντεντε, ακούει μια φωνή
να της λέει:
«Αν θέλεις να ξαναζωντανέψει ο Ασλάντεντες, πρέπει
να σφάξεις το παιδί σου και να τον αλείψεις με το αίμα του».
Ταράχτηκε, κοίταξε γύρω, τίποτα, κανένας. Το παιδί της το αγαπούσε, αλλά  πιο πολύ αγαπούσε
τον Ασλάντεντε. Έτσι,
πήρε την απόφαση, το έσφαξε και
άλειψε με το αίμα του
τον μαρμαρωμένο. Αμέσως
εκείνος ζωντάνεψε, την πήρε και έφυγαν για 
μια   άλλη χώρα όπου έζησαν αυτοί
καλά κι εμείς
καλύτερα.
(Τώρα, τι απέγινε ο Χασάν κι ο βασιλιάς, δεν μας το λέει το παραμύθι. Πάντως εγώ προτιμώ την «καλή» εκδοχή,
που κανείς δεν παθαίνει κακό
κι ο Ασλά
ντεντες ζωντανεύει και ζουν όλοι μαζί ευτυχισμένοι.)
2η (καλή)
εκδοχή παραμυθιού
Τα χρόνια
περνούσαν, η πεντάμορφη με το Χασάν ζούσαν ευτυχισμένοι, όμως τους έτρωγε το
μαράζι για την αδικία που έγινε
στον Ασλάντεντε. Κάποτε
απόκτησαν κι ένα
παιδί και το έπαιρνε η μάνα
του κάθε μέρα
και πήγαιναν να δουν το μαρμαρωμένο    θείο.
Μια μέρα
το παιδάκι που
είχε μεγαλώσει λίγο
και καταλάβαινε, ρώτησε τη μάνα του γιατί πηγαίνουν κάθε μέρα και κάθονται κοντά στον μαρμαρωμένο θείο και αυτή
κλαίει συνέχεια στα πόδια του. Τότε η πεντάμορφη αποφάσισε να του πει όλη την ιστορία. Άρχισε λοιπόν να του αφηγείται τα γεγονότα απ’ την αρχή,
πως γνώρισε τον πατέρα του, πως την άρπαξαν οι δράκοι, πως αυτός ο θείος που είναι τώρα μάρμαρο την έσωσε και
πως αυτή κι ο πατέρας
του τον αδίκησαν και όλα τα συμβάντα μέχρι
το μαρμάρωμα του Ασλάντεντε.
Το παιδί
την άκουγε και ράγιζε
η καρδιά του,
ώσπου άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυά του
έπεφταν στα μαρμαρένια πόδια καυτά, και αυτά
τα παιδικά δάκρυα
έκαναν σιγά-σιγά το μάρμαρο
να μαλακώσει και
η ζωή να ξαναγύρισε στα παγωμένα μέλη
ώσπου ο Ασλάντεντες ζωντάνεψε. Τα μάγια λύθηκαν,
και ήταν πάλι κοντά τους ζωντανός.
Όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι στο παλάτι, ο Ασλάντεντες τούς συγχώρεσε κι έκαναν μια
μεγάλη γιορτή προς
τιμήν του. Αποφάσισαν μάλιστα να γίνει
ο νονός του παιδιού, αφού
από τη στεναχώρια τους δεν το είχαν βαφτίσει ως τότε. Έτσι
κι έγινε. Ο μικρός
λάτρευε το θείο του που του μάθαινε
τόσα πράγματα, όπως τη
γλώσσα  των   πουλιών    και των   ζώων, το κυνήγι με τόξο και
το κολύμπι στο ποτάμι. Κι έζησαν αυτοί
καλά κι εμείς
καλύτερα.
(Ξέχασα να σας πω ότι ήμουν κι εγώ στα βαφτίσια, και μου έδωσαν
και μπο
μπονιέρα αλλά δε σας την έφερα.
Την έχασα στο δρόμο, ξέρετε
πώς, να μην τα
ξαναλέμε.
  )
  
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ
Όταν η γιαγιά Ευδοκία μας ρωτούσε ποιο παραμύθι
θέλουμε να μας πει, τις περισσότερες
φορές η απάντηση ήταν: τον «Ασλάντεντε» (δυνατός
άντρας).
Το
παραμύθι αυτό μας μάγευε περισσότερο απ’ όλα. Ίσως να ήταν τα παράξενα ονόματα, ίσως οι ικανότητες του ήρωα, ίσως τα πολλά
μαγικά πράγματα που
συμβαίνουν στην πλοκή
της ιστορίας έκαναν το παραμύθι αυτό το πιο δημοφιλές ανάμεσα
στα εγγόνια της αλλά και στα
άλλα εξαδέλφια μας που τύχαινε
να το ακούσουν. Πριν από λίγο καιρό
που ανακοίνωσα στην εξαδέλφη μου από τη μεριά της μητέρας μου την απόφασή
μου να γράψω τα παραμύθια της
γιαγιάς μου, αυθόρμητα με ρώτησε: τον Ασλάντεντε;
Οι
μνήμες μου απ’ αυτό το παραμύθι είναι πολλές και συγκεχυμένες. Παιδεύτηκα αρκετό
καιρό για να μπορέσω να το βάλω
σε τάξη κι ακόμα έχω τις αμφιβολίες μου σχετικά με την
πιστότητα της απόδοσής του, όμως σε τελική ανάλυση
αυτή είναι η μοίρα των παραμυθιών.
Καθένας να το λέει με τα δικά του λόγια και να το μεταφέρει στους ακροατές του μέσα από τη
δική του ψυχή. Έτσι κι εγώ σας το
αφηγούμαι όσο πιο καλά μπορώ, παραθέτοντας και
ένα καλό τέλος. Το κάνω αυτό γιατί ο τρόπος που τελείωνε ήταν πολύ βάρβαρος, και τώρα κατα- λαβαίνω γατί η γιαγιά μου δίσταζε
πάντα σ’ αυτό το σημείο, κόμπιαζε, προσπαθούσε
να το
«κλείσει» όπως-όπως και μετά από δική μας
πίεση υπέκυπτε και μας το έλεγε μέχρι
την τελευταία λέξη. Χρησιμοποιώ, βέβαια
πολλές λέξεις και εκφράσεις της γιαγιάς γιατί όταν το σκέφτομαι και το γράφω είναι σαν να ακούω τη φωνή της να το αφηγείται και νομίζω ότι έτσι θα
έχει περισσότερη νοστιμάδα.
Η γιαγιά Ευδοκία καταγόταν από την Ανατολική Θράκη,
και είχε γεννηθεί το 1894.
                                                             ΕΥΔΟΚΙΑ ΠΟΙΜΕΝΙΔΟΥ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟ

Πηγή: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
2011.
από την ελεύθερη ψηφιακή βιβλιοθήκη
eBooks4Greeks.gr


This site is protected by wp-copyrightpro.com