Ο μικρός Σουκρής, Μενέλαος Λουντέμης (Συννεφιάζει-Απόσπασμα)

Από
δω πάνου, απ’ τη δραγατσά, φαίνουνται όλα ήμερα και καταλαγιασμένα. Ο
χαμάλης πηγαινοέρχεται φυσώντας τον καπνό του και ταχτοποιεί σαν
κομπολόι τα βαγόνια του. Ο κύριος σταθμάρχης κόβει βόλτες σαν το
τρεχαντήρι κι ο κόσμος θαμπώνεται απ’ τα πολλά σειρήτια που’ χει στο
καπέλο του. Οι καποτρένοι ξαναμωράθηκαν και παίζουνε σαν τα σκολιαρούδια
με τις ντουντούκες. Όλα φαίνονται από δω καθαρά. Να κι ο Δημητρός ο
αργάτης. Άφησε το φκυάρι του και τώρα τρυγυρίζει σαν τρελός. Κάποιον
ψάχνει. Φωνάζει κιόλα, μα το σούσουρο του σταθμού είναι μεγάλο και δεν
ακούγεται.


   
Ξεκινήσαμε να κατέβουμε. Σε λίγο θα’ ταν ώρα για τη φευγάλα. Δε
μιλούσαμε. Κοιτάγαμε παραπονεμένοι το χώμα και κλωτσούσαμε τα πετραδάκια
σαν να μας έφταιγαν αυτά.


    Στα μισά του δρόμου ανταμώσαμε και το Δημητρό που έτρεχε λαχανιασμένος μες στα χωράφια. Σαν μας είδε σκύλιασε.

   –
Βρε Σουκρή! φωνάζει μπαροτιασμένος. Βρε Σουκρή! Η μάνα σου βρε!
χτυπιέται καταή! Η βάβω σου βρε! λιγοθυμάει!…Βρήκες ώρα, μωρέ
θεοσκοτωμένο, να γκιζερίσεις!

   – Γιατί, μπρε Ντημητρό;
   –
Γιατί, λέει!…Άκου μωρέ!…Ε, πάει θα τρελαθώ! Γιατί; Βρε ο “χαμάλης”
φεύγει, βρε!…φεύγει, βρε! Έφυγε! Ακούς; Μπρος τώρα. Φουσέκι! Ακόμα
κάθεσαι; Φουσέκι να προκάμεις! Άτιμο τουρκί! Για κοίτα, βρε,
περπάτημα…Θα φύγουνε και θα σ’ αφήσουνε αμανάτι. Κοίτα ένα σκέδιο
άνθρωπος. Αχ…και να σ’ είχα δικό μου!

    
Χιμήξαμε τον κατήφορο σα ζαρκάδια που οσμίστηκαν μπαρούτι. Η μηχανή του
” χαμάλη” πήγε και κόλλησε στα βαγόνια. ” Πάμε” ; τους λέει. ” Φρρ! Όλα
έτοιμα!” κάνουν οι καποτρένοι και χώνουνται μες στα καβούκια τους. ”
Πουφ!” πουφ…ο “χαμάλης” άρχισε να σαλεύει. Ό,τι είχαμε σκαρφαλώσει κι
εμείς τα κάγκελα του σταθμού…

    
Χύθηκε ο Σουκρής ξοπίσω στο τρένο, σαν χηνάρι που τρέχει να προφτάσει
την αρμαθιά τ’ αδερφάκια του. Μα ο ” χαμάλης” είναι τόσο
άπονος…Πουφ!…πουφ!” κείνος τη δουλειά του. Ο Σουκρής τσιρίζει
σπαραχτικά.

    – Ανάαα…ντουρ! Ανατζίικ…ντουρ…ντουρ! ( Μάναα…Μανούλα…Σταμάτα!)
     Άρχισε το κυνηγητό.
   
– Α! Σουκρή! φώναζαν απ’ όλα τα βαγόνια…όλος ο κόσμος κρεμασμένος. Η
μάνα άπλωνε τα χέρια της σαν κλαδιά που τα δέρνει ο αγέρας.

    – Α, γιαβρούμ…Α, τζιερίμ!…( Α, λατρεία μου…Α, σπλάχνο μου!).
    Όλοι χτυπούσανε τα κάγκελα.
    – Χ-α!…Χ-α!…
    – Α, Σουκρή! Α! καπλάν! ….Χ-α!
   
Γέροι και νιοι απλώνανε χέρια, απλώνανε ζουνάρια. Η βάβω του τραβούσε
τους χαλκάδες του τρένου, για να το σταματήσει, και το περικαλούσε και
το μάλωνε:

    Ντουρ μπρε! Ντουρ μπρε! (Στάσου βρε! Στάσου!).
   Σπαραγμός…
  
Μα ήθελε δεν ήθελε ο ” χαμάλης” έκοψε για μια στιγμή τη φόρα του – όχι
από καλοσύνη του, μα να, γιατί είχε φτάσει στα ψαλίδια, χρειάζεται
προσοχή εκεί. Ο Σουκρής τον έφτασε. Άπλωσε κιόλας τα μαύρα του χεράκια
να γαντζώσει. Μα δεν τ’ αξιώθηκε. Σφυριγματιές πολλές ακούστηκαν με
μιας. Κι ένα στρίγγλισμα φοβερό, φοβερό…από χίλιες φωνές μαζί.

    – Ααααααα!!!


Ο Δημητρός ο μπερδεμένος ο χαζολογάς, σκουπίζει με το μανίκι τον ιδρώτα
του και – κρυφά κρυφά για να μην τον πάρω χαμπάρι – το περνάει κι απ’
τα μάτια του. Αχ, γιατί να’ ναι τόσο άπονα τα τρένα.

  
Τώρα η Βάβω δε θ’ ανασαίνει πια. Τώρα η μάνα θα μοιρολογάει…Θα
περπατάει το μοιρολόι της πάνω στις γραμμές. Και δε θα τη νοιάζει
καθόλου αν το τρένο φεύγει , πού πάει…κι αν κάποτε θα φτάσει, και
πού…Τώρα η ψυχή της απόμεινε πίσω στο Βερτεκόπι, να ξεσκίζεται…Κι ο
“χαμάλης” θα σφυράει…Θα σφυράει και θα τρέχει σαν στοιχειό που το
κάψανε τα ξιόρκια, και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται στους κάμπους να
βρει συχώρεση. Και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται , ώσπου να σκάσει.

   
Κι εγώ…(αχ…) εγώ, που ζύμωσα τα πικρά μικράτα μου, τ’ αδύναμα
αλαφρά όνειρά μου μ’ ένα τουρκάκι της Καρατζόβας, κάθομαι, ώρες τώρα –
κρεμασμένο κουρελάκι – πάνω στα κάγκελα του σταθμού, και δε βλέπω τίποτα
μπροστά μου,τίποτα, γιατί όλα είναι κλάμα…

   
Λένε πως τα παιδιά, σαν είναι άκακα εδώ στη γης και καλόγνωμα, σαν
φτάσουνε στον ουρανό γίνονται αγγέλοι. Μα ο Θεός τους, ο Τούρκος , τώρα
έφυγε, και ποιος θα του ανοίξει του Σουκρή που δεν ξέρει και τη γλώσσα;

   
Σε περικαλώ, παππού Θεέ…, α δεις να τριγυρνάει όξω απ’ το παλάτι σου
ένα μαυριδερό τουρκάκι, είναι ο φίλος μου ο Σουκρής. Παρ’ το μέσα. Σε
περικαλώ, και να το συχωρέσεις που έχει λίγο άσκημα χείλια και μην το
κακοκαρδίζεις γι’ αυτό. Σε περικαλάει ένας φτωχός μικροπουλητής του
σταθμού που δρόσιζε τον κόσμο. Αν ήσουνα καμιά φορά περαστικός από κει,
θα τον θυμάσαι. Ήταν ένα κουτσό αγόρι. Σ’ ευχαριστώ…






 Μενέλαος Λουντέμης , Συννεφιάζει, Ελληνικά Γράμματα 2010





This site is protected by wp-copyrightpro.com