Luncheon in the Studio, Edouard Manet |
γεύμα τους, με ύφος δύσθυμο, ο ένας απέναντι στον άλλο.
με ροδαλή επιδερμίδα, γαλανά μάτια, απαλές κινήσεις, έτρωγε αργά χωρίς να
σηκώνει το κεφάλι της, σαν να την απασχολούσε μια θλιβερή κι επίμονη σκέψη.
ύφος υπουργού ή επιχειρηματία, φαινόταν νευρικός και συλλογισμένος.
απότομα, σαν να απλώθηκε ξαφνικά ένα ροζ πέπλο στο δέρμα της από το λαιμό προς
το πρόσωπο, και είπε:
συμβολαιογράφο. Μα πού να το ξέρουμε;»
Ο Σερμπουά απάντησε: «Ναι, είναι πιθανό. Γιατί εν τέλει ο εργένης μας αυτός
ήταν ο καλύτερος φίλος και για τους δυο μας. Δεν ξεκολλούσε απ’ το σπίτι μας,
έτρωγε εδώ τα βράδια μέρα παρά μέρα. Ξέρω πολύ καλά πως σου έκανε πολλά δώρα
και πως αυτό ήταν ένας τρόπος, μεταξύ άλλων, να ξεπληρώνει τη φιλοξενία μας·
όμως, μα την αλήθεια, όταν έχεις φίλους σαν κι εμάς, τους σκέφτεσαι στη διαθήκη
σου. Είναι βέβαιο πως, εάν είχα αισθανθεί εγώ άρρωστος, θα είχα κάνει κάτι γι’
αυτόν, μολονότι εσύ είσαι η φυσική κληρονόμος μου».
Και καθώς ο σύζυγος της λιάνιζε ένα κοτόπουλο, φύσηξε τη μύτη της όπως τη
φυσάμε όταν κλαίμε.
να υπάρχει μια διαθήκη στο συμβολαιογράφο και κάποιο μικρό κληροδότημα για μας.
Δε θα μ’ ενδιέφερε κάτι το σπουδαίο· ένα ενθύμιο, απλώς ένα ενθύμιο, μια σκέψη,
για να πειστώ ότι ένιωθε στοργή για μας».
«Εάν θέλεις, μετά το φαγητό, πάμε στου κυρίου Λαμανέρ και θα ξεκαθαρίσει το
ζήτημα».
εκείνος.
λαιμό του, για να μη λερώσει με σάλτσα τα ρούχα του, έμοιαζε μ’ έναν
αποκεφαλισμένο που μιλούσε, με τις ωραίες φαβορίτες του να ξεχωρίζουν μαύρες
πάνω στο λευκό ύφασμα και το πρόσωπό του σαν ενός μετρ ντ’ οτέλ σε μεγάλο
οίκο.
στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ, παρατηρήθηκε κάποια μικρή αναστάτωση
ανάμεσα στους υπαλλήλους, κι όταν ο κύριος Σερμπουά έκρινε σκόπιμο να πει το
όνομά του, παρόλο που τον γνώριζαν πολύ καλά, ο πρώτος γραμματέας σηκώθηκε με
ολοφάνερη προθυμία, ενώ ο δεύτερος χαμογελούσε.
στο γραφείο του αφεντικού.
με κεφάλι σαν σφαίρα καρφωμένη σε μιαν άλλη σφαίρα, η οποία στηριζόταν σε δύο
τόσο μικρά, τόσο κοντά πόδια, που σχεδόν έμοιαζαν κι αυτά με δύο σφαίρες.
ρίχνοντας στην κυρία Σερμπουά ένα φευγαλέο συνωμοτικό βλέμμα, τους είπε:
παρακαλέσω να περάσετε από το γραφείο μου ώστε να σας γνωστοποιήσω τη διαθήκη
του κυρίου Βωντρέκ που σας αφορά».
περίμενα».
άλλωστε σύντομο».
διάβασε:
έχων σώας τας φρένας, εκφράζω εδώ την τελευταία μου θέληση.
οποιαδήποτε στιγμή, επιθυμώ δια παν ενδεχόμενο να λάβω τα μέτρα μου, και γι’
αυτό συντάσσω τη διαθήκη μου, η οποία θα κατατεθεί στο συμβολαιογραφείο του
κυρίου Λαμανέρ.
ολόκληρη την περιουσία μου, που αποτελείται από χρηματιστηριακές αξίες ύψους
τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων και ακίνητα ύψους εξακοσίων χιλιάδων περίπου
φράγκων στην κυρία Κλαιρ Ορτάνς Σερμπουά, χωρίς καμιά εκ μέρους της υποχρέωση ή
οποιονδήποτε άλλο όρο. Την παρακαλώ να αποδεχθεί τη δωρεά αυτή ενός πεθαμένου
φίλου εις ένδειξιν μιας αφοσιωμένης, βαθιάς και προσήκουσας στοργής.
παρέμενε ακίνητη, ενώ ο άντρας της κοίταζε εμβρόντητος μια το συμβολαιογράφο
και μια τη γυναίκα του.
σιωπής, είπε:
μπορεί να αποδεχθεί αυτό το κληροδότημα χωρίς τη συγκατάθεσή σας».
χρόνου για να το σκεφθώ» είπε.
δόση πονηριάς, υποκλίθηκε: «Καταλαβαίνω τους λόγους που μπορεί να σας κάνουν να
διστάζετε, αγαπητέ κύριε. Ο κόσμος κάνει μερικές φορές κακόβουλες κρίσεις,
θέλετε να ξανάρθετε αύριο, την ίδια ώρα, για να μου δώσετε την απάντησή σας;»
αύριον».
του στη γυναίκα του, που ήταν κατακόκκινη σαν παπαρούνα και κρατούσε τα μάτια
της πεισματικά χαμηλωμένα, και βγήκε με τόσο επιβλητικό ύφος που οι γραμματείς
σάστισαν.
Σερμπουά έκλεισε την πόρτα και είπε με στεγνή φωνή:
στράφηκε με ένα τίναγμα:
περιουσία του σε μια γυναίκα χωρίς να…»
έτρεμαν λιγάκι καθώς προσπαθούσε να δέσει τις μακριές κορδέλες νια να τις
εμποδίσει να σέρνονται στο πάτωμα.
Είσαι τρελός… είσαι τρελός…Εσύ ο ίδιος δεν περίμενες, μόλις πριν από λίγο,
ότι θα… θα σου… ότι θα σου άφηνε κάτι;…»
εμένα,… τ’ ακούς; σ’ εμένα, αλλά όχι σ’ εσένα…»
παράξενο, σαν να ‘θελε να βρει κάτι εκεί μέσα, να ανακαλύψει το άγνωστο εκείνο
του Όντος που δεν εξιχνιάζεται ποτέ και μόλις που μπορούμε να μαντέψουμε
αστραπιαία, σε στιγμές που ο άλλος δε φυλάγεται, έχει αφεθεί ή δεν προσέχει, και
είναι σαν ν’ αφήνει μισάνοιχτες πόρτες προς τα μυστηριώδη εσώψυχά του˙ και είπε
αργά:
φαινόταν τουλάχιστον παράξενο, ένα τόσο σπουδαίο κληροδότημα εκ μέρους του.. σ’
εσένα».
που διαψεύστηκε στις προσδοκίες του.
της, σαν να την είχε καταλάβει κάποια αμηχανία˙ ύστερα
σώπασε.
γρήγορα βήματα.
είπε.
τοιαύτη περιπτώσει δεν αξίζει τον κόπο να περιμένουμε ως αύριο˙ μπορούμε να
ειδοποιήσουμε αμέσως τον κύριο Λαμανέρ».
αλληλοκοιτάζονται για λίγο στα μάτια από πολύ κοντά, προσπαθώντας να δουν, να
μάθουν, να καταλάβουν, να ανακαλύψουν μέσα στον άλλο, να αναμετρηθούν ως τα
μύχια της σκέψης, μέσα σε μιαν από αυτές τις εναγώνιες και βουβές αναζητήσεις
δύο όντων που, αν και ζουν μαζί, εξακολουθεί να αγνοεί το ένα το άλλο, αλλά που
το ένα υποψιάζεται, οσμίζεται, καραδοκεί ασταμάτητα το άλλο.
πέταξε με χαμηλή φωνή:
Βωντρέκ».
είσαι!… Ο Βωντρέκ μ’ αγαπούσε, σίγουρα, όμως δε μ’ έκανε ποτέ δική του…,
ποτέ».
χτυπώντας το πόδι.
σταματώντας και πάλι, είπε:
περιουσία σ’ εσένα».
έλεγες κι εσύ προ ολίγου, οι μόνοι φίλοι του ήμασταν εμείς, και ζούσε εξίσου
στο σπίτι του και στο σπίτι μας, και τη στιγμή που έκανε τη διαθήκη του εμάς
σκέφτηκε. Έπειτα, από αβροφροσύνη, έβαλε το όνομά μου στο χαρτί, αφού το όνομά
μου του ήρθε, εντελώς φυσικά, την ώρα που έγραφε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που
σ’ εμένα έκανε δώρα κι όχι σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Είχε τη συνήθεια να μου
φέρνει λουλούδια, να μου δίνει, κάθε 5 του μηνός, ένα μπιμπελό, επειδή
γνωριστήκαμε κάποια 5η του Ιουνίου… Το ξέρεις καλά. Εσένα δεν σου έδινε
σχεδόν ποτέ τίποτα˙ δεν του περνούσε καν από το νου. Στις
γυναίκες και όχι στους συζύγους προσφέρουν δωράκια. Ε, λοιπόν, σ’ εμένα άφησε
το τελευταίο του δώρο κι όχι σ’ εσένα, τίποτα το απλούστερο».
προς στιγμήν αμφέβαλε, αλλά είπε: «Έτσι είναι. Όμως αυτό θα κάνει πολύ κακή
εντύπωση. Οι πάντες θα πίστευαν πως κάτι τρέχει. Δεν μπορούμε να δεχθούμε».
Τούτο σημαίνει ένα εκατομμύριο λιγότερο για την τσέπη μας, αυτό είν’ όλο».
κανείς φωναχτά, χωρίς ν’ απευθύνεται άμεσα στη γυναίκα του.
χάναμε την υπόληψη μας -τόσο το χειρότερο -, θα ‘πρεπε να μου είχε αφήσει εμένα
το μισό, αυτό θα τακτοποιούσε τα πάντα».
πασπατεύει τις φαβορίτες του, όπως έκανε σε στιγμές μεγάλης περισυλλογής.
εργόχειρου της, από το οποίο τράβηξε την άκρη ενός κεντήματος, και είπε
ενώ άρχιζε να εργάζεται:
εσύ».
είπε διστακτικά:
παραχωρούσες παραδείγματος χάριν τη μισή κληρονομιά, με δωρεά εν ζωή. Είμαστε
άκληροι, μπορείς να το κάνεις. Έτσι θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου».
τα στόματα του κόσμου;» τον ρώτησε με σοβαρότητα.
ανόητη, θα πούμε πως κληρονομήσαμε εξ ημισείας. Και θα είναι αλήθεια. Δεν
είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι η διαθήκη ήταν στο όνομά σου».
«Όπως θέλεις, είμαι έτοιμη».
περπατάει.
πρόσωπό του ακτινοβολούσε:
εντελώς… είναι πιο αξιοπρεπές… ωστόσο… έτσι δε θα έχει κανείς τίποτα να πει…
Οι πιο ενάρετοι άνθρωποι θα αναγκαζόντουσαν να κάνουν πίσω… Ναι, έτσι
τακτοποιούνται τα πάντα…»
ελαφίνα μου, θα πάω μόνος μου στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ για να
τον συμβουλευτώ και να του εξηγήσω το ζήτημα, θα του πω ότι προτίμησες αυτή τη
λύση από ευπρέπεια, για να μην μπορούν να κουτσομπολεύουν. Από τη στιγμή που
αποδέχομαι το μισό αυτής της κληρονομιάς, είναι ολοφάνερο πως είμαι σίγουρος
γι’ αυτό που κάνω, πως είμαι ενήμερος της κατάστασης, πως τη θεωρώ ξεκάθαρη,
άμεμπτη. Είναι σαν να σου ‘λεγα: “Αποδέξου την κι εσύ, καλή μου, αφού την
αποδέχομαι εγώ, ο σύζυγός σου.” Ειδάλλως, αληθινά, δε θα ‘ταν σωστό».
μοιράζοντας την κληρονομιά, όλα εξηγούνται πολύ εύκολα. Κληρονομούμε ένα φίλο
που δε θέλησε να κάνει διάκριση ανάμεσά μας, δε θέλησε να μας ξεχωρίσει, που δε
θέλησε να μοιάζει πως έλεγε: “Προτιμώ τον ένα ή τον άλλο μετά το θάνατό
μου, όπως έκανα κι όταν ζούσα”. Και να ‘σαι βέβαιη, πως αν το ‘χε σκεφτεί,
αυτό θα ‘κάνε. Δεν σκέφτηκε, δεν πρόβλεψε τις συνέπειες. Όπως το ‘πες τόσο
καλά, σ’ εσένα χάριζε πάντα τα δώρα του. Σ’ εσένα θέλησε λοιπόν ν’ αφήσει ένα
τελευταίο ενθύμιο».
«Εντάξει, κατάλαβα. Δε χρειάζονται τόσες εξηγήσεις. Πήγαινε αμέσως στο
συμβολαιογράφο».
κοκκινίζοντας, σαστισμένος ξαφνικά.
πρότεινε τα χείλη για να τη φιλήσει, ενώ ψιθύριζε:
της κι άρχισε να κλαίει.