Το τέλος του Οδυσσέα, Victor Auburtin

The Odyssey (1852). Thomas Seddon

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Οι εκατό μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης είχαν σκοτωθεί και τα πτώματά τους, το ένα μετά το άλλο, τα έβγαλαν από τη σάλα της γιορτής τυλιγμένα με χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, το σπίτι ήταν ακόμη στο πόδι μετά τα φοβερά συμβάντα, τα παράθυρα άπλωναν φως μέσα στη νύχτα κι οι υπηρέτες έτρεχαν πέρα – δώθε. Ακουγόταν πως στη μεγάλη αίθουσα σάρωναν με σκούπες το αίμα απ’ το πλακόστρωτο.

Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στη γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονές του περιπέτειες· για την Τροία, για τη διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο, για το ταξίδι της επιστροφής και τα παράξενα της μακρινής θάλασσας. Όμως όταν έφτασε στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη· θα συνεχίσω αύριο. Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο πορφυρένιο προσκεφάλι.

Στο βασιλικό παλάτι είχαν να γίνουν και να μπουν στη θέση τους πολλά, γιατί οι νεαροί που έβραζε το αίμα τους, τα είχαν κάνει όλα άνω κάτω. Ο Οδυσσέας κατάστρωσε ένα σχέδιο, πήρε αναφορά από τους επιστάτες του και ρίχτηκε στη δουλειά. Έστρωσε τη μεγάλη αίθουσα με καινούργιες μαρμάρινες πλάκες, για να σβήσει και την τελευταία ανάμνηση του κρασιού μα και του αίματος που χύθηκε. Τα κελλάρια και οι αποθήκες είχαν αδειάσει ως τη μέση κι έπρεπε να γεμίσουν πάλι. Τα ελαιοτριβεία, παλιότερα καμάρι της βασιλικής οικονομίας, χρόνια τώρα δεν χρησιμοποιούνταν και ήθελε χρόνο και κόπο για να τα ξαναφτιάξουν.

Πίσω από το σπίτι οι μνηστήρες είχαν φυτέψει έναν μεγάλο ανθόκηπο και την φροντίδα του την είχαν αναθέσει σε έναν Σύρο κηπουρό. Εκεί καλλιεργούσαν νάρκισσους και γαρύφαλα κι εκείνα τα εκατόφυλλα ρόδα, που μόλις τότε είχε ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους. Μ’ αυτά τα λουλούδια oι μνηστήρες στόλιζαν τα γιορτινά τραπέζια κι έφερναν μεγάλες ανθοδέσμες στη βασίλισσα, που συναγωνίζονταν για την εύνοιά της. Η Πηνελόπη δεχόταν μ’ ευχαρίστηση τις προσφορές των λουλουδιών και στόλιζε μ’ αυτά τα χάλκινα βάζα στα περβάζια της κρεββατοκάμαρας.

Τώρα ο Οδυσσέας ξεπάτωσε τον ανθόκηπο και στη θέση του έβαλε μια φυτεία λαχανικών με ποτιστικά κανάλια από τσιμέντο, όπως αυτά που είχε δει στην Αίγυπτο. Τα λαχανικά ευδοκίμησαν και έδωσαν πτηνοτροφή για μερικούς μήνες. Όμως τα χάλκινα βάζα της βασίλισσας θα έμεναν πια άδεια.

Στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής απ’ όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ’ τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις.

Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφή γηση.

Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ’ το παράθυρο. Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους· κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρινές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.

Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν’ ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.

Πόσο καιρό έμεινες σ’ αυτή την Καλυψώ; ρώτησε μια φορά. Επτά χρόνια, απάντησε αυτός.

Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.

Τον καιρό που έλειπε ο Οδυσσέας, κάθε βράδυ, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, άρχιζε στη μεγάλη αίθουσα η γιορτή των μνηστήρων. Και η Πηνελόπη άκουγε που ‘φταναν ως το δωμάτιό της ο θόρυβος του συμποσίου, ο ήχος του αυλού και οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που της ήταν αφοσιωμένοι.

Μερικές φορές, σκεπασμένη με τον πέπλο, ανέβαινε κρυφά στη στοά που περιέτρεχε ψηλά την αίθουσα και κοίταζε πίσω από έναν στύλο τους άντρες, που κάθονταν σε επίχρυσα καθίσματα: τον θεϊκό Αντίνοο – τα μάτια του ήταν σαν τη νύχτα – τον ευγενή μεσόκοπο Ευρύμαχο και τον Μένωνα, που ακόμη ήταν παλικαράκι. Τώρα ο αυλός είχε βουβαθεί και όλα στο σπίτι ακολουθούσαν την κανονική τους πορεία. Όμως, πάντοτε, όταν ερχόταν η ώρα που άναβαν τα φώτα, η βασίλισσα γινόταν ανήσυχη κι έδειχνε να της λείπει αυτός ο ήχος κι αυτές οι μακρυνές φωνές, που όλες τώρα είχαν πεθάνει. Και μία φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί·έριξε πάνω της τον πέπλο, όπως τότε, ανέβηκε στη στοά και κοίταζε κάτω στη σάλα. Εκεί στέκονταν τα επίχρυσα καθίσματα σε μεγάλες σειρές πλάι στον τοίχο, το καθένα σκεπασμένο με ένα κάλυμμα από γκρίζο λινό ύφασμα.

Και μέσα στη σιωπή άκουσε την φωνή του άντρα της, που έλεγε: Εύμαιε, μην τ’ αφήνεις άλλο τα γουρουνάκια έξω μες στη νύχτα· άρχισε να κάνει ψύχρα. Όταν κάποτε έφεραν στο τραπέζι ένα στρογγυλό κεφάλι κατσικίσιο τυρί, σαν κι αυτά που έχουν σ’ όλα τα νησιά της Μεσογείου, ο Οδυσσέας δεν κρατήθηκε και γέλασε μόνος του. Δεν τον ρώτησε, τι τρέχει, κι έτσι άρχισε από μόνος του να διηγείται: Αυτό το κατσικίσιο τυρί μου θυμίζει τη σπηλιά του Πολύφημου. Είχε εκατοντάδες τέτοια κεφάλια σε σανίδες τριγύρω στους πέτρινους τοίχους. Και μόλις χωθήκαμε στη σπηλιά, οι πιστοί μου σύντροφοι κι εγώ, τότε είπα…

Φίλε μου, τον διέκοψε, φαίνεται ότι δεν ξέρεις πως μου την έχεις κιόλας πει αυτή την ιστορία τέσσερις φορές. Την ξέρω λοιπόν· πώς μεθύσατε τον καημένο τον γέρο, πώς του βγάλατε – δέκα ενάντια σ’ έναν – το μοναδικό του μάτι, τα έχω ακούσει πιο πολύ απ’ όσο θέλω. Περισσότερο θα ήθελα να μάθω για σένα, τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια στην Καλυψώ.

Επτά χρόνια, απάντησε.

Χθες έλεγες δέκα· έχεις, φαίνεται, πει τόσα ψέμματα στα ταξίδια σου, καημένε μου φίλε, που δεν ξέρεις πια να πεις την αλήθεια. Όμως είτε δέκα χρόνια ήταν είτε επτά, ήταν σίγουρα πολύς καιρός και φαίνεται πως καλοπέρασες εκεί. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: τι έκανες τόσο καιρό;

Τώρα έπρεπε να της απαντήσει: Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια νοσταλγούσα εσένα· αυτά τα χρόνια καθόμουν στην αμμουδιά του μακρυνού νησιού, κοίταζα πέρα από τη θάλασσα και παρακαλούσα τους θεούς, να μπορέσω να δω μια φορά μονάχα ακόμα τον καπνό του σπιτιού σου. Έτσι έπρεπε να απαντήσει. Βλέποντας όμως πως τα μάτια της τον κοίταζαν παγερά και σκληρά, τα κράτησε μέσα του αυτά. Και ποτέ της δεν έμαθε για τη μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα.

Έπινα κρασί εκεί, απάντησε ήρεμα, το κρασί είναι καλό σ’ αυτά τα νησιά, μολονότι λίγο ξυνό.

Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Οδυσσέα, πέθανε ο πατέρας του, ο Λαέρτης. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα για εκείνον, γιατί τον αγαπούσε τον γέροντα, που του στάθηκε φίλος στο ρημαγμένο σπίτι.

Ακόμη ο Λαέρτης ήταν ο μόνος άνθρωπος που ο Οδυσσέας μπορούσε να του μιλάει για τις περιπέτειές του. Και μια ζωηρή αφήγηση των εμπειριών και των ανακαλύψεών του την ένιωθε ανάγκη. Όμως η γριά οικονόμος, η Ευρύκλεια, ήταν κουφή και ο Τηλέμαχος είχε άλλες έγνοιες. Γι’ αυτό του άρεσε του Οδυσσέα να κάθεται έξω στο αγρόκτημα, κοντά στον Λαέρτη, και να διηγείται με ζωηρές χειρονομίες για τέρατα και πριγκίπισσες, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόταν, πως ο γέροντας έχοντας στρέψει αλλού το βλέμμα, μακάριος, δεν τον άκουγε πια.

Όταν πέθανε, ο Οδυσσέας του έχτισε κάτω στην ακρογιαλιά ένα μνημείο από λαξεμένη πέτρα, σε σχήμα πυραμίδας, που στην είσοδό της στέκονταν δυο χάλκινες κόρες. Εκεί καθόταν ώρες μόνος του, βυθισμένος στον εαυτό του. Τώρα ήταν πενήντα χρονών και τα χρυσά σγουρά μαλλιά του, που τα είχαν αγαπήσει θεές, άρχισαν να γίνονται γκρίζα.

Εκείνο τον καιρό ο Τηλέμαχος άφησε γεια στους γονείς του. Μέσα του έβραζε το ανήσυχο πατρικό αίμα και επί πλέον δεν του άρεσε η δυσάρεστη ατμόσφαιρα στο σπίτι· έτσι έσμιξε με κάτι πλοία φοινικικά, που είχαν πιάσει λιμάνι στο νησί, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην ανατολική θάλασσα.

Από τη στέγη του σπιτιού, απ’ όπου μπορούσε να δει κανείς τη θάλασσα πέρα απ’ τον δασωμένο λόφο, ο Οδυσσέας ακολουθούσε με τα μάτια του το πλοίο. Είχε απανεμιά και το πλοίο έμεινε μέρες στο ίδιο σημείο του ορίζοντα. Έπειτα, όταν η επιφάνεια της θάλασσας ρυτίδιασε από τον καθάριο άνεμο, άπλωσε λαμπρά πανιά και τράβηξε για μακρυνές περιπέτειες.

Χρόνια ολάκερα ο Οδυσσέας είχε μαζί του ένα μικρό γαλάζιο θαλασσινό κογχύλι, απ’ το νησί της Καλυψώς. Μια φορά είχε ξαπλώσει εκεί στην αμμουδιά, όπως συχνά, και κοίταζε νοσταλγικά μακριά, πάνω από τα συντριβάνια των κυμάτων, και καθώς έπαιζε το χέρι του στην άμμο άγγιξε το μικρό κογχύλι. Από τότε το είχε πάντα μαζί του, σαν ανάμνηση της γλυκύτητας εκείνων των στιγμών. Ακόμα κι όταν μετά την θύελλα που διέλυσε την σχεδία του κολυμπούσε μέρες μέσα στη θάλασσα, το κογχύλι το είχε μαζί, στη ζώνη του.

Η Πηνελόπη γρήγορα παρατήρησε το μικρό αντικείμενο και πόσο τ’ αγαπούσε. Από πού το ΄χεις αυτό το κογχύλι; τον ρώτησε.

Το έχω απ’ το νησί της Καλυψώς.

Τότε καταλαβαίνω, γιατί το αγαπάς τόσο πολύ. Συγκράτησε τα νεύρα του. Όχι είπε, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, τα σκέφτεσαι όλα λαθεμένα. Πέταξε το εργόχειρό της και κίνησε για την πόρτα. Γυναίκα, φώναξε πίσω της, ας μη σταματήσουμε τη συζήτηση· θ’ αφήσουμε να ριζώσει ανάμεσά μας ο δαίμονας της δυσπιστίας; όμως εκείνη έκλεισε πίσω της την πόρτα σιωπηλά.

Τα βράδια, πριν πάει για ύπνο, ο Οδυσσέας άφηνε το μικρό κογχύλι στο πρεβάζι, δίπλα στο κρεββάτι νου. Κι ένα πρωί, όταν ξύπνησε, είχε εξαφανιστεί. Έψαξε παντού, ενώ η Πηνελόπη τον παρακολουθούσε σιωπηλά, κι αφού δεν το βρήκε, κάλεσε όλο το υπηρετικό προσωπικό και υποσχέθηκε μια χρυσή μνα σε όποιον θα του έφερνε το κογχύλι.

Χρειάζομαι κι άλλες αποδείξεις; είπε η Πηνελόπη. Τώρα φαίνεται πόσο προσκολλημένος είσαι σε ό, τι σου θυμίζει αυτή την πόρνη.

Τότε τον έπιασε θυμός. Δεν είναι πόρνη· με βοήθησε στα χρόνια της ανάγκης κι εγώ θα την φυλάξω την ευγνωμοσύνη που της χρωστάω.

Ευγνωμοσύνη, ξέρω για τι, είπε η Πηνελόπη μ’ ένα πρόστυχο χαμόγελο.

Ο Οδυσσέας παρατήρησε πόσο κακοδιάθετη έδειχνε εκείνη την στιγμή και ηρέμησε. Δεν μπορείς να καταλάβεις, είπε, όμως δεν θ’ αφήσω ν’ ατιμαστεί η ιερότητα του πόνου μου.

Τώρα έμενε μέρες ολάκερες κάτω στο ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια. Στις σχέσεις του με τη θάλασσα συνέβη μια αξιοσημείωτη μεταβολή. Αρχικά, μετά την επιστροφή του, δεν ήθελε ούτε να τα δει τα νερά, που μέσα τους είχε τόσο υποφέρει. Τότε συνήθιζε να λέει, ότι ευτυχισμένος γίνεσαι μόνο στο μέρος που οι άνθρωποι περνάνε για φτιάρι το κουπί που κουβαλάς στον ώμο. Τώρα αγαπούσε και πάλι την θάλασσα, καθόταν ανάμεσα στα βράχια κι αφουγκραζόταν τον δυνατό ήχο του κύματος που έσκαγε και μέσα του μεγάλωνε με έναν οδυνηρά γλυκό τρόπο ένα συναίσθημα συντροφικότητας γι’ αυτό.

Εκεί λοιπόν σκεφτόταν: μα πώς άλλαξαν όλα; Εκεί στο νησί νοσταλγούσα την πατρίδα μου· και τώρα που έχω την πατρίδα, κάθομαι στην ερημιά της ακροθαλασσιάς ανάμεσα στις σανίδες που ‘χει ξεβράσει η παλίρροια και νοσταλγώ την έλλειψη της πατρίδας.

Όμως μέσα του έλαμπαν με μυθική λάμψη όλες οι περιπέτειες των είκοσι χρόνων. Και την ώρα που τα σβησμένα του μάτια έψαχναν τον ορίζοντα, ψιθύριζαν – μόνο γι’ αυτόν – τα χείλη του ασταμάτητα την αθάνατη αφήγηση: για τον αγώνα των βασιλιάδων, για τα νυχτερινά ταξίδια στις στενές θαλασσινές διαβάσεις και για τα νησιά των νυμφών.

[περ. Η Λέξη 95 (Ιούνιος 1990) 414-418. [μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης]

 

This site is protected by wp-copyrightpro.com