Σε διαιωνίσαμε Μητέρα
θα μου μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου:
δώσαμε στα παιδιά μας τ’ Όνομά σου.
Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.
Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου.
Το σώμα μου,
για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε,
φορούσε κι άλλο όνομα,
αστραφτερά και κοφτερά καινούργιο.
Και την ψυχή μου άλλο όνομα,
κάθε φορά αλλιώτικο, την έσερνε
κάθε φορά στην αναβάπτισή της
σ’ ακόμα περισσότερο ψυχή.
Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα
και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του.
Ονόματα ξόρκια
να μη με πιάνει το κακό μάτι της ευκολίας:
η μία πληγή την άλλη μου πληγή
να μη την αντιγράφει,
η κάθε μιά δικό της να χαράζει αγιάτρευτο.
Ξόρκια, για να μπορώ
από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω
το απόλυτο, χοντρό σχοινί.
Ραβδοσκόποι ονόματα,
που έβρισκαν σε βάθος ποιο
πηγάζω αληθινή
και με διατάζαν γίνε.
Ναι, ναι, εμένα που με βλέπατε
ήσυχα ήσυχα να τρίβομαι σε ψίχουλα
και να ταίζω κάθε μέρα τις δουλειές σας,
πολυφωνάχτηκα αλληπάλληλη
και πολυκυματίστηκα σ’ ονόματα αφρισμένα.
Δεν ξέρει τίποτα απ’ αυτά το Όνομά μου.
Είναι απλά μιά ηχομόνωση,
να μην ακούτε πως ουρλιάζει ο μέσα άλλος
όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του.
Οι αναβαπτίσεις της ψυχής
κάθε φορά σε περισσότερο ψυχή,
δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν.
Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος,
ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια,
ολόκληρος, και το κεφάλι μέσα,
στη φρικαλέα τελετή της ασφυξίας.
Κι αν αντέξεις.
Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα,
θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει,
να φεύγουνε μαζί μας αδιαιώνιστα
πίσω από το Πρόσχημα – Όνομά μας,
που μια ζωή κραταει τσίλιες
ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι.
Στέκει εκεί σαν υδρορροή
σε μέρος που δεν βρέχει.
Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.”
Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.
Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου.
Το σώμα μου,
για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε,
φορούσε κι άλλο όνομα,
αστραφτερά και κοφτερά καινούργιο.
Και την ψυχή μου άλλο όνομα,
κάθε φορά αλλιώτικο, την έσερνε
κάθε φορά στην αναβάπτισή της
σ’ ακόμα περισσότερο ψυχή.
Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα
και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του.
Ονόματα ξόρκια
να μη με πιάνει το κακό μάτι της ευκολίας:
η μία πληγή την άλλη μου πληγή
να μη την αντιγράφει,
η κάθε μιά δικό της να χαράζει αγιάτρευτο.
Ξόρκια, για να μπορώ
από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω
το απόλυτο, χοντρό σχοινί.
Ραβδοσκόποι ονόματα,
που έβρισκαν σε βάθος ποιο
πηγάζω αληθινή
και με διατάζαν γίνε.
Ναι, ναι, εμένα που με βλέπατε
ήσυχα ήσυχα να τρίβομαι σε ψίχουλα
και να ταίζω κάθε μέρα τις δουλειές σας,
πολυφωνάχτηκα αλληπάλληλη
και πολυκυματίστηκα σ’ ονόματα αφρισμένα.
Δεν ξέρει τίποτα απ’ αυτά το Όνομά μου.
Είναι απλά μιά ηχομόνωση,
να μην ακούτε πως ουρλιάζει ο μέσα άλλος
όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του.
Οι αναβαπτίσεις της ψυχής
κάθε φορά σε περισσότερο ψυχή,
δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν.
Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος,
ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια,
ολόκληρος, και το κεφάλι μέσα,
στη φρικαλέα τελετή της ασφυξίας.
Κι αν αντέξεις.
Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα,
θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει,
να φεύγουνε μαζί μας αδιαιώνιστα
πίσω από το Πρόσχημα – Όνομά μας,
που μια ζωή κραταει τσίλιες
ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι.
Στέκει εκεί σαν υδρορροή
σε μέρος που δεν βρέχει.
Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.”