ΔEN EPXOTAN
Ο Πέτρος κάθε μέρα ήταν ο πρώτος που πήγαινε να ελέγξει αν ήταν ακόμα εκεί.
Αλλά όσο γρήγορα περνούσαν οι μέρες, τόσο γρήγορα σβήνανε και τα χαμόγελων των
παιδιών.
γεμάτος ελπίδα, ο Πέτρος σκέφτηκε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Μαζεύοντας όλες τις γνώσεις του, αποφάσισε να γράψει ένα γράμμα ο ίδιος στον
πατέρα του -με πολλά ορθογραφικά, φυσικά. Και ξεκίνησε… «Αγαπιτέ μου πατέρα, πόσο μου έλυψες… Οι
μέρες περνούν γρήγορα και ανηπομονώ να σε δω. Πότε θα έρθεις; Ξέρεις,
σκεφτόμουν ότι ένας σιδερόδρομος σε μια βιτρίνα που είδα θα ήταν ένα πολύ ωρέο
δώρο για τα Χριστούγενα. Να είσουν εδώ να έβλεπες τις ράγες και τα φοτάκια του!
Ίσως αν τον αγόραζες, θα μπορούσες να ταξιδέψεις με αυτόν και να έρθεις εδώ
γρίγορα! Έτσι δεν είναι; Με αγάπη,
Πέτρος.»
έδωσε το γράμμα περήφανος στην μαμά και, με ένα πλατύ χαμόγελο, της είπε: « Αυτό είναι για τον μπαμπά! Μπορείς να
το βάλεις σε ένα φάκελο και να το ταχυδρομήσεις, παρακαλώ;» Η μητέρα διστακτικά απάντησε: «Ναι…Ναι…». Μετά, το άνοιξε αυθόρμητα. Και
πάλι όμως, λέξη με τη λέξη, κυλούσαν όλο και περισσότερα
δάκρυα. Τόσες σκέψεις περνούσαν από μπροστά της, όπως: «Πώς είναι τόσο μικρός και το γράφει
αυτό…Τι θα κάνω; Πρέπει να του δώσω ελπίδα…αλλά μετά θα στεναχωρηθεί πολύ…Πώς
ένα τόσο μικρό κείμενο κρύβει τόσα πολλά συναισθήματα πίσω απ’ τις λέξεις;». Σαν χαμένη, περπατούσε μες στο
σπίτι και σκεφτόταν τι πρέπει να κάνει. Αποφάσισε να το κρύψει σε ένα συρτάρι.
Όσο δυνατή και να ήταν μέχρι τώρα, δεν μπορούσε να τους πει πως ο πατέρας τους
ίσως και να μην ξαναγύριζε ποτέ.
◈
Ο Πέτρος και η
Αγγελικούλα, από τα άγρια χαράματα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, πρώτη φορά δεν πήγαν
στο παιχνιδάδικο, αλλά στον σταθμό του τρένου. Είχαν ξεκινήσει πριν καν
ανατείλει ο ήλιος, για να φτάσουν,
λέγοντας στην μαμά τους ότι θα πήγαιναν στην βιτρίνα του σιδηρόδρομου.
Φοβούνταν ότι μπορεί να μην τους άφηνε να ψάξουν για τον μπαμπά εκεί. Ο Πέτρος,
γεμάτος ελπίδα, όσο περισσότερο περνούσε ο χρόνος για να φτάσει το τρένο, τόσο
πιο δυνατά έσφιγγε από άγχος το χέρι της Αγγελικούλας. Φανταζόταν το
σιδηρόδρομο της βιτρίνας να διασχίζει τις ράγες και να φέρνει πίσω τον μπαμπά.
ολόκληρη ώρα τον μπαμπά τους. Μα δε φάνηκε πουθενά. Μετά από πολλή ώρα, ο τόπος
ερήμωσε. Οι μόνοι που βρίσκονταν ήταν ο Πέτρος, που κοίταζε με ένα δάκρυ να
κυλά στο μάγουλό του το πάτωμα και η Αγγελικούλα που, με μια έκφραση σαν να
είχε χάσει όλη τη μαγεία της ηλικίας της από τα μάτια της, συνέχιζε να
ονειρεύεται το σιδηρόδρομο. Ο Πέτρος τότε ψέλλισε: «Μα
η μαμά είπε… μα…θα έπρεπε να…είπε ότι ο μπαμπάς θα ερχόταν πριν την
Πρωτοχρονιά…» Ήταν
εκείνη η στιγμή της απόλυτης απελπισίας που ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνες οι
σκέψεις, που τόσο καιρό κατάφερνε να κρατήσει κρυμμένες στο πιο σκοτεινό μέρος
του μυαλού του, ξαφνικά ήρθαν στην επιφάνεια και καρφώθηκαν βαθιά στην καρδιά
του. Ήταν αυτές οι ιδέες που του έλεγαν πού και πού ότι η μαμά έλεγε ψέματα,
όταν τους έλεγε ότι θα γυρνούσε ο μπαμπάς. Δεν άφηνε τον εαυτό του να τις
πιστέψει, γι’ αυτό με ένα χαμόγελο κατάφερνε να τις κρύβει κάθε μέρα. Αλλά ήρθε
η στιγμή που άφησε όλα του τα συναισθήματα να ξεχειλίσουν από τη γενναία του
καρδιά.
◈
πόνο του, ώσπου τελικά κατάφερε να σηκωθεί. Πήρε το πιο σκληρό του ύφος και
είπε σαν να ωρίμασε έτσι ξαφνικά: «Θα γίνω τόσο δυνατός όσο η μαμά». Ήταν στ’
αλήθεια πολύ σκληρά Χριστούγεννα για όλους.
◈