εκατό, ένας γεωργός παρατήρησε πως στο χωράφι του είχε φυτρώσει ένα κόκκινο
χόρτο. Ανησύχησε μα δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Το κοίταξε από κοντά,
αλλά δεν
είχε τίποτε ιδιαίτερο, εκτός φυσικά από το γεγονός ότι ήταν κόκκινο.
μπορούσε να εξηγήσει ένα τέτοιο γέννημα της φύσης. Ξαγρύπνησε το βράδυ και
αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να το ξεφυτρώσει, παρότι δεν είπε κουβέντα στη
προσευχή του ή στη γυναίκα του.
φαντασίες στο συννεφιασμένο μυαλό του, αλλά δεν είχε αλλάξει ούτε σε μέγεθος,
ούτε σε ύφος. Στεκόταν αδύναμο και κόκκινο, δίπλα στα υπόλοιπα φυσιολογικά,
αδύναμα και πράσινα χόρτα.
μπορέσει να δει καλύτερα το χώμα ψάχνοντας για κάποιο στοιχείο που να εξηγεί
αυτή την ιδιοτροπία. Τίποτα. Όταν είδε από μακριά τη γυναίκα του και μια
κατσίκα να πλησιάζει, σηκώθηκε και προσπάθησε με το αμέριμνο φέρσιμο του να μη
καταλάβουν τίποτα.
αλήθειας, ώσπου μια μέρα το κόκκινο χόρτο χάθηκε. Τέτοιο βαρύ πένθος δεν
είχε νιώσει, ούτε στο θάνατο της μητέρας του, αν και εδώ που τα λέμε, εκείνη
πέθανε σε μεγάλη ηλικία και χωρίς πολλές εκκρεμότητες.
όταν εκείνος χανόταν στις μελαγχολικές σκέψεις του, σα να έβλεπε μπροστά της
κάτι τόσο παράξενο όσο ένα κόκκινο χόρτο.
κόκκινο χόρτο στο χωράφι του, ή σε κάποιο ξένο χωράφι που βρέθηκε επισκέπτης,
αν και είχε οξυνθεί ιδιαίτερα το παρατηρητικό ταλέντο του. Δεν είχε μιλήσει
ποτέ σε κανέναν για το εύρημα του, από περηφάνια ή από φόβο. Οι άνθρωποι συχνά
μιλούν για ανόητες εμμονές ή κακούς οιωνούς.
εγγόνια του, σα να τους έλεγε ένα συνηθισμένο παραμύθι. Η γυναίκα του- είχε
γεράσει και αυτή- φαινόταν αδιάφορη, αν και μεταξύ μας είχε απλώσει το
κουρασμένο αυτί της με απόλυτη προσήλωση στα λόγια του. Τους είπε λοιπόν για το
κόκκινο χόρτο, ίσως με κάποιες γεροντίστικες σάλτσες και επαναλήψεις. Για το
πώς εμφανίστηκε, για τις περίεργες σκέψεις του, για τις σχεδόν επιστημονικές
υποθέσεις του, για τις πολλές, μπορεί και χίλιες- μπορεί και εκατό, νύχτες που
δε κοιμήθηκε και για την εξαφάνιση του χόρτου έτσι ξαφνικά όπως ήρθε.
όταν εκείνος την ολοκλήρωσε χωρίς να δώσει καμιά άλλη εξήγηση, έδειχναν
πραγματικά μπερδεμένα και θυμωμένα. Ύστερα ο παππούς αποκοιμήθηκε και η γιαγιά
με ένα πονηρό χαμόγελο ψιθύρισε στα παιδιά:
κόσμο. Να μην ξέρεις…»