Ντομπρίνοβο, Πηγή
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου |
- Γράψτε κατά σειρά τις χρονικές φάσεις, από τις οποίες πέρασε η ζωή του Σκουρογιάννη στο απόσπασμα, και αντιστοιχίστε τα προσωπικά του αισθήματα με κάθε φάση της ζωής του.
Ο Σκουρογιάννης αναγκάστηκε λόγω των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, όπως και τόσοι άλλοι Ηπειρώτες, να αναζητήσει την τύχη του στη ξενιτιά, για να ζήσει αυτός και οι γονείς του. Ήταν ο μόνος από το χωριό που επέλεξε να μεταναστεύσει στη Γερμανία και όχι κάπου αλλού. Δούλεψε ως ανειδίκευτος εργάτης πολύ σκληρά είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ζωή δύσκολη, με στερήσεις και μοναξιά, χωρίς να επισκεφτεί το χωριό του ούτε μια φορά. Μοναδική παρηγοριά του οι εικόνες της πατρίδας, τα βουνά, οι καρυδιές, τα έλατα, τα πεύκα του χωριού του. Το χωριό του ήταν ο θησαυρός του και ο καημός του. Η σκέψη της επιστροφής τον όπλιζε με δύναμη, πείσμα και καρτερικότητα. Όταν τα κατάφερε, πήρε τη μικρή του σύνταξη και επέστρεψε στο χωριό του γεμάτος λαχτάρα και συγκίνηση, να ξαναγγίξει όσα στερήθηκε. Ξαναβρήκε συγγενείς και φίλους, εγκαταστάθηκε στο παλιό του σπίτι σίγουρος πως θα είναι ευτυχισμένος. Σύντομα ανακάλυψε ότι ένιωθε ξένος ανάμεσα στους πιο δικούς του ανθρώπους, στους συντοπίτες του. Και εκείνοι έμοιαζαν ξένοι από τον εαυτό τους. Πίστεψε πως το Ντομπρίνοβο ζούσε πια μόνο στα όνειρά του, μέχρι που ένας περίπατος στο δάσος τού αποκάλυψε την ανόθευτη και ανέγγιχτη από τη φθορά του χρόνου και της προόδου φύση. Το Ντομπρίνοβο, όπως ζέσταινε την καρδιά του στη Γερμανία, ήταν ακόμη ζωντανό.
- Ποιες γλωσσικές ιδιαιτερότητες παρατηρείτε στο απόσπασμα; Σχολιάστε ειδικότερα τον τρόπο,
με τον οποίο μιλάει ο Σκουρογιάννης στο ελληνικό καφενείο της Γερμανίας.
Ο αφηγητής ξετυλίγει την ιστορία στην κοινή εκφραστική δημοτική. Όταν όμως πρόκειται να ζωντανέψει τα λόγια ή τις σκέψεις του ήρωά του επιλέγει τη ντοπιολαλιά: στον εσωτερικό μονόλογο του Σκουρογιάννη (Κόβι, Μήτρου μ’ ,κόβε να γυρίσουμε καμιά φορά), στις συζητήσεις στο καφενείο (Ιμείς από του Ντουμπρίνουβον…Ιδέαν δεν έχετε ισείς). Η επιλογή αυτή δίνει ρεαλισμό και αμεσότητα στην αφήγηση. Ο Σκουρογιάννης, όπως κάθε ξενιτεμένος ‘Έλληνας, στο ελληνικό καφενείο όχι μόνο μνημονεύει το χωριό του, αλλά κρατά ζωντανή τη γλώσσα του ενισχύοντας έτσι τον ψυχικό δεσμό με τον τόπο του. Νιώθει Έλληνας και κυρίως Ηπειρώτης, οπότε σκέφτεται, αισθάνεται και εκφράζεται στο ιδίωμα της περιοχής του.
- Σε ποια κατάσταση βρήκε ο Σκουρογιάννης τον τόπο και τους συγχωριανούς του, ύστερα από είκοσι χρόνια παραμονής του στη Γερμανία; Γιατί σταμάτησε να λέει : «Ιμείς ιδώ στο Ντομπρίνοβον», όταν έφτασε στον τόπο του;
Ο Σκουρογιάννης είδε παλιούς φίλους, συγγενείς, γνωστούς, πολλούς συντοπίτες του, που λόγω του Αυγούστου είχαν καταλύσει το Ηλιοχώρι. Χάρηκε, αλλά από τις πρώτες κιόλας μέρες «ένιωθε πως και
είναι και δεν είναι μαζί με τους άλλους». Σε λίγο ωρίμασε μέσα του το αίσθημα της αποξένωσης. «Ένιωθε πως ήτανε μόνος μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους και λίγο ξένος ανάμεσά τους». Δεν ένιωθε μέρος του «εμείς». Του φαίνονταν παράξενοι, άλλος κόσμος. Μιλούσαν πια για τις δουλειές τους, τα κτήματά τους, τα κέρδη τους, όσα είχαν και όσα σχεδίαζαν να αποκτήσουν. Αν και δεν απομακρύνθηκαν από το χωριό τους, φαίνονταν να μην είχαν κι αυτοί πια επαφή με τον τόπο τους.
- Γιατί ο Σκουρογιάννης προτίμησε να μην επισκεφθεί την πατρίδα του στη διάρκεια της εικοσάχρονης μετανάστευσής του; Πώς θα ενεργούσατε εσείς, αν βρισκόσαστε στη θέση του, και γιατί;
α) Τον Σκουρογιάννη δεν τον απέτρεψαν από ένα σύντομο ταξίδι στο τόπο του ούτε τα έξοδα, που ήταν σίγουρα μεγάλα, για έναν άνθρωπο του μόχθου, ούτε οι πολιτικές αναταραχές της πατρίδας. Ήταν ανασταλτικοί παράγοντες, αλλά η αλήθεια ήταν ότι ο Σκουρογιάννης ανήκε στους ανθρώπους εκείνους που δεν αρκούνται σε ημίμετρα. Τόσα χρόνια στη Γερμανία αντλούσε δύναμη από το όνειρο να γυρίσει για πάντα να ζήσει στο χωριό του μια καλύτερη ζωή. Δεν ήταν όμως από αυτούς που λιάνιζαν το όνειρο. Το ήθελε ακέραιο. Περισσότερο θα τον πλήγωνε να έβλεπε για λίγο το χωριό και να έπρεπε να ξαναγυρίσει μετά από κάποιες μέρες στη Γερμανία. Ίσως τότε μετρούσε ο χρόνος μακριά από την πατρίδα του αλλιώς. Επιμηκυνόταν. Ενώ έτσι, η νοσταλγία του εντεινόταν και του ‘δινε δύναμη και πάθος να αντέξει, να μοχθήσει, να προκόψει, για να γυρίσει μια μέρα στο λατρευτό του Ντομπρίνοβο για πάντα.
β) -(παράδειγμα απάντησης) Δεν έχω απομακρυνθεί από την πατρίδα μου, για να εγκατασταθώ , έστω προσωρινά σε άλλον τόπο ή χώρα, ώστε να μπορώ να ξέρω σίγουρα πώς θα αντιδρούσα. Είναι βέβαιο ότι θα ένιωθα νοσταλγία και θα λαχταρούσα να ξαναδώ τον τόπο μου, το σπίτι μου, συγγενείς και φίλους. Καταλαβαίνω την απόφαση του Σκουρογιάννη και πιστεύω ότι δείχνει άνθρωπο με δύναμη ψυχής και γρανιτένια θέληση, αλλά το πιθανότερο είναι ότι, αν ήμουν στη θέση του, θα επισκεπτόμουν την πατρίδα, όσο κι αν με πονούσε ο διπλός αποχωρισμός, όταν θα έπρεπε να γυρίσω στη ξενιτιά, για να δω τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
– Έχω έρθει από άλλη χώρα… (Συνεχίστε καταγράφοντας με ειλικρίνεια και ελευθερία την εμπειρία σας: Ήταν επιλογή σας να απομακρυνθείτε από την πατρίδα σας; Τι δυσκολίες συναντήσατε; Ήσασταν προετοιμασμένοι/ες για τη χώρα υποδοχής; Πώς σας υποδέχτηκαν οι ντόπιοι; Πώς νιώθατε αρχικά και πώς νιώθετε τώρα στη νέα σας ζωή και το νέο τόπο; Αισθάνεστε αισιοδοξία για τη μελλοντική σας πορεία;
- Συσχετίστε τον τίτλο του διηγήματος με την υπόθεση του αποσπάσματος.
Από όλους τους συγχωριανούς του , ο Σκουρογιάννης απέμεινε μ’ όλα τα χρόνια που χαράμισε στη ξενιτιά, ο τελευταίος γνήσιος Ντομπρινοβίτης , που κράτησε την περηφάνια και το αίσθημα του τόπου του ακέραιο. «Όλοι οι άλλοι δεν ήταν τίποτα πια από πουθενά δεν είναι», μάς λέει ο αφηγητής. Όπως η ελληνική αρκούδα είναι ένα σπάνιο πλάσμα του Πίνδου, που απειλείται με εξαφάνιση, έτσι και ο Σκουρογιάννης, ο δεμένος με τη φύση, το μόχθο, τις μυρουδιές, τους ήχους του χωριού και την αληθινή ουσία των πραγμάτων τείνει να εκλείψει.
Δείτε τη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο
Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου 1 from michaliz on Vimeo.
***
Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου 2 from michaliz on Vimeo.
Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου 3 from michaliz on Vimeo.