Δύσκολες ὧρες, δύσκολες στὸν Τόπο μας… Κι αὐτός, ὁ περήφανος,
γυμνός, ἀνυπεράσπιστος, ἀνήμπορος, ἀφέθηκε νὰ τὸν βοηθήσουν…
Ἔγγραψαν ὑποθῆκες πάνω του· πῆραν δικαιώματα· ἀξιώνουν·
μιλᾶνε γιὰ λογαριασμό του· τοῦ ρυθμίζουν τὴν ἀνάσα, τὸ βῆμα·
τὸν ἐλεοῦν· τὸν ντύνουν μ’ ἄλλα ροῦχα, ξέχειλα, χαλαρωμένα·
τοῦ σφίγγουν μ’ ἕνα καραβόσκοινο τὴ μέση… Ἐκεῖνος
μέσα στὰ ξένα ροῦχα, οὔτε μιλάει κι οὔτε πιὰ χαμογελάει,
μὴ καὶ φανῆ ποὺ ἀνάμεσα στὰ δόντια του κρατάει, ὡς καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου,
σφιχτὰ- σφιχτά, σὰν ὕστατο ὀβολὸ τοῦ – μόνο τώρα βιός του –
γυμνό, ἀπαστράπτοντα κι ἀνένδοτο: τὸ θ ά ν α τ ὸ του!
«Πέτρες-Ἐπαναλήψεις-Κιγκλίδωμα», Παρίσι 1971