σαν ένα χαλίκι στο σανδάλι μας ή και καρφί· βαριέσαι
να σταθείς, να το βγάλεις, να λύνεις τα κορδόνια σου,
ν’ αργοπορείς· — σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός της πορείας
πιότερο απ’ την ενόχληση του χαλικιού, πιότερο
απ’ την επίμονη υπενθύμιση της κούρασής σου,
της αναβλητικότητάς σου· κι είναι ακόμη
κάποια μικρή, αγκαθωτή αναγάλλια κι αναπόληση
που τούτο το χαλίκι το κρατάς από ακρογιάλι αγαπημένο,
από σεργιάνι ευχάριστο με ωραίους διαλογισμούς, με υδάτινες εικόνες,
όταν ακούγονταν απ’ το παραθαλάσσιο καπηλειό οι κουβέντες των καπνέμπορων
μαζί με το τραγούδι των θαλασσινών και το τραγούδι της θάλασσας
μακριά, μακριά, χαμένο, κοντινό, ξένο, δικό μας.