“Απεμπολώ” – Μια λέξη εξομολογείται

Απεμπολώ

απεμπολώ : (αρχαία λ. ἀπεμπολῶ < ἀπὸ + ἐμπολῶ «συναλλάσσομαι, εμπορεύομαι»)
= εγκαταλείπω κάτι σπουδαίο, ξεπουλώ, αθετώ, προδίδω,  για να αποσπάσω  ευτελές όφελος

π.χ. απεμπολώ τις ευθύνες, τα δικαιώματά μου, τα ιδανικά μου, τις αρχές μου κ.λπ.
 

 

 
 

This site is protected by wp-copyrightpro.com