περιστατικό και ποια εντύπωση σχηματίζετε για το χαρακτήρα και το ήθος του;
που αφηγείται το περιστατικό με την άβουλη δασκάλα είναι ο εργοδότης της και
πατέρας των μαθητών της. Δηλαδή, ο εργοδότης και ο αφηγητής ταυτίζονται.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζουμε από το ύφος και
τις πράξεις του είναι ότι είναι ένας άνθρωπος σκληρόκαρδος, αδίστακτος,
μικροπρεπής, φιλάργυρος, πονηρός και απάνθρωπος, αφού δεν διστάζει
όχι μόνο να εκμεταλλευτεί οικονομικά την δασκάλα των παιδιών του, αλλά και να
την κατακλέψει και να της χρεώσει ευθύνες που δεν έχει. να
επιβλέπει τους εργαζόμενους στο σπίτι, να μην αρρωσταίνει, να μην
είναι απρόσεκτη. Τη μειώνει, την εξευτελίζει, την τρομοκρατεί, την εξαπατά. Γι’ αυτό
και μας προξενεί αντιπάθεια και απέχθεια.
αισθήματά μας προς τον εργοδότη αλλάζουν άρδην, καθώς μάς εξομολογείται ότι όλα
ήταν ένα παιδαγωγικό τέχνασμα. Έπλεξε μια φάρσα, για να φέρει την
Ιουλία αντιμέτωπη με τις ευθύνες της και να τη χαλυβδώσει ηθικά, ώστε να
επιβιώσει στον σκληρό και άδικο κόσμο. Έτσι, αποκαθίσταται στην εκτίμησή μας.
Κερδίζει τη συμπάθειά μας, ίσως και το θαυμασμό μας, αφού δεν επωφελείται από
την παθητικότητά της, αν και θα μπορούσε. Ούτε και αδιαφορεί για την αδυναμία
της Ιουλίας. Αντιθέτως, της δείχνει πατρικό ενδιαφέρον και στοργή και μάλιστα
σε μια εποχή που τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν ήταν θεσμοθετημένα. Τελικά
φαίνεται άνθρωπος έντιμος, δίκαιος, και
καλόψυχος. Το γεγονός ότι σκαρφίστηκε και σκηνοθέτησε τέτοιο
πρωτότυπο παιδαγωγικό κόλπο δείχνει ότι είναι ευφάνταστος και έξυπνος. Αν
αναλογιστούμε δε και τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, οφείλουμε να
αναγνωρίσουμε ότι είναι άνθρωπος κοινωνικά ευσυνείδητος,
φιλελεύθερος και πολύ προοδευτικός.
χαρακτηρίζει την Ιουλία «άβουλη». Ποιες ενέργειές της δικαιολογούν αυτό το
χαρακτηρισμό;
δικαιολογημένα. Η δασκάλα στην αρχή ψελλίζει κάποιες αντιρρήσεις (σαράντα/ δύο μήνες
και πέντε μέρες ), μπροστά όμως στο αυστηρό και κατηγορηματικό ύφος
του εργοδότη υποχωρεί και μαζεύεται. Οι προτάσεις μένουν ανολοκλήρωτες (Όχι, δεν έγινε τέτοιο
πράγμα….), τα επιχειρήματά της μένουν μετέωρα (Μα εγώ….που
δανείστηκα). Αντί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να παλέψει για
το δίκιο της, φτάνει να συμφωνεί με τις άδικες κατηγορίες του άντρα (Καλά…), επειδή
θέλει να συντομεύσει το μαρτύριό της. Ούτε καν εκφράζει τα
συναισθήματά της και την δίκαιη αγανάκτησή της. Ο λόγος της είναι
ελλειπτικός, η φωνή της χαμηλή σαν ψίθυρος και τρεμουλιαστή σαν μουρμουρητό,
πράγμα που προδίδει το φόβο, τον πανικό της και της
έλλειψη δυναμισμού της. Ακόμη και η στάση του σώματος (τσαλακώνει νευρικά
την άκρη του φουστανιού) την εκθέτει, γιατί αποκαλύπτει την αμηχανία της.
περιορίζονται στο νευρικό βήχα, τις ανεξέλεγκτες
συσπάσεις του προσώπου, στις σταγόνες του ιδρώτα και των δακρύων, το κοκκίνισμα
και τη σιωπή. Αυτή τη σιωπή την υπογραμμίζει ο συγγραφέας : μα δεν είπε λέξη /
δεν έβγαλε άχνα. Και για αυτή τη σιωπή την κατηγορεί. Η
Ιουλία είναι κατά το ήμισυ υπεύθυνη για την άδικη και σκληρή μεταχείριση,
γιατί θυματοποιεί τον εαυτό της. Δείχνει απροστάτευτη,
παθητική και ευάλωτη. Η σιωπή και η υπακοή την
κάνουν εύκολο θύμα για τον καθένα. Δεν πιστεύει ούτε στον εαυτό της, ούτε στο
δίκιο της. Κυρίως, δεν συνειδητοποιεί ότι ακόμα και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα
πρέπει κανείς να τα διεκδικεί με παρρησία και σθένος. Ακόμα και τις συμφωνίες
πρέπει να τις κατοχυρώνει με αγώνα. Όταν ο αφηγητής λέει, λοιπόν, ότι
της λείπει η βούληση, εννοεί ότι της λείπει η αποφασιστικότητα, η
μαχητικότητα, το θάρρος.
την οδηγεί η στάση της;
Ιουλία απέναντι στον εργοδότη της αναλαμβάνει το ρόλο του θύματος. Υφίσταται
μια κατάφωρη αδικία, την οποία υπομένει αδιαμαρτύρητα Δεν επαναστατεί, δεν
διαφωνεί, δεν αγανακτεί. Τον αντιμετωπίζει με
φόβο, σαν να είναι πανίσχυρος δυνάστης. Είναι για αυτή το
αφεντικό και όχι ο προϊστάμενός της. Φοβάται μήπως χάσει τη
δουλειά της και είναι πεπεισμένη ότι ,αν αντιδράσει, δεν πρόκειται να δικαιωθεί.
Ακόμη χειρότερα δείχνει να θεωρεί άδικη την διαμαρτυρία της, σαν να εξέφραζε
έτσι αναίδεια και απειθαρχία σ΄αυτόν «που της δίνει ψωμί». Είναι πεπεισμένη ότι
η τυφλή υποταγή θα της εξασφαλίσει τουλάχιστον μια στέγη και ένα μισθό της
πείνας. Το αποτέλεσμα είναι ότι απογοητεύει τον εργοδότη της και τον κάνει
έξαλλο. Η αβουλία της και η δειλία της την
υποβιβάζει στα μάτια του. Χάνει την εκτίμησή του. Παίρνει ακέραιο το μισθό
της, αλλά δεν παίρνει το μάθημά της.
στη θέση της δασκάλας. Πώς θα αντιδρούσατε σε ανάλογη περίσταση; Πώς πιστεύετε
ότι θα εξυπηρετούσατε περισσότερο τα συμφέροντά σας;
Τσέχωφ τοποθετείται σε μια άλλη εποχή, όταν αγαθά όπως τα εργασιακά
δικαιώματα, η ισότητα και η ισονομία των πολιτών δεν ήταν αυτονόητα και
κατοχυρωμένα, όπως σήμερα σε αρκετές χώρες του πλανήτη, αλλά
οι πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες πάλευαν να πείσουν τους αδυνάτους ότι τα
δικαιούνται και τα αξίζουν. Τότε οι εργαζόμενοι που αγωνίζονταν για τα
δικαιώματά τους είχαν περισσότερα πράγματα να διακινδυνεύσουν, την εργασία
τους, την ασφάλειά τους, την ελευθερία τους, ακόμη και τη ζωή τους. Ο Τσέχωφ με
την ιστορία του προσπαθεί να αναδείξει το
κοινωνικό πρόβλημα της οικονομικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους
εργοδότες τους και της παραβίασης των δικαιωμάτων τους, με σκοπό να αφυπνίσει
τους πολίτες και να τους προτρέψει να αγωνιστούν γι΄αυτά.
υπάρχουν φαινόμενα καταπίεσης, εκμετάλλευσης και αδικίας των εργαζομένων. Η
διαφορά με την εποχή του συγγραφέα είναι ότι οι πολίτες των πολιτισμένων χωρών
έχουν σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποιήσει τα δικαιώματά τους , αλλά και
εκπαιδεύονται (από την οικογένεια, το σχολείο
κ.λπ.) να κρίνουν, να διαφωνούν και να διεκδικούν. Τις περισσότερες
φορές δε πιο πολύ εκτιμάται ο άνθρωπος που έχει λόγο και θάρρος, παρά ένα
άβουλο και πειθήνιο πλάσμα.
στη θέση να μας αδικούν, να μας εξαπατούν και να προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας,
όπως στο διήγημα, θα καταφεύγαμε αρχικά στο διάλογο. Με ψύχραιμο
αλλά κατηγορηματικό τρόπο θα εκφράζαμε τις αντιρρήσεις μας και τις ενστάσεις
μας. Θα μιλούσαμε ανοιχτά και αποφασιστικά. Δεν θα παραβιάζαμε όμως
τις αρχές μας και δεν θα διακυβεύαμε την
αξιοπρέπειά μας, προκειμένου να διατηρήσουμε τη θέση μας. Είναι σημαντικό να
μην υποκύπτουμε σε πιέσεις, που μας θίγουν ή σε εκβιασμούς, με
οποιοδήποτε κόστος. Αν η ήρεμη διαπραγμάτευση δεν απέδιδε, θα μπορούσαμε να
καταφύγουμε σε ένδικα μέσα και ασφαλώς θα σπεύδαμε να παραιτηθούμε και να
λύσουμε μια συνεργασία, αν δεν σέβονται την προσωπικότητα και το έργο μας. Μια
τέτοια μαχητική στάση θα έσωζε τουλάχιστον την αξιοπρέπειά μας, θα μας ωρίμαζε,
θα μας έκανε σίγουρα περήφανους και ασφαλώς θα περιόριζε τις αυθαιρεσίες πολλών
εργοδοτών.