Β. ΑΝΑΛΥΣΗ Δομή Το απόσπασμα δομείται σε τέσσερις ενότητες: α) «Λένε πως άμα πνίγεσαι στη θάλασσα…που το λάτρευα» ►οι πρώτες ημέρες της Κωνσταντίνας στο Άαχεν β) «Το αγάπησα από τη στιγμή που το είδα…είμαστε έντεκα παιδιά όλα κι όλα» ►η πρώτη επαφή της Κωνσταντίνας με το γερμανικό σχολείο. γ) «Ευτυχώς που δεν έχω δασκάλα τη μαμά…κατάφερα να έρθω τρίτη» ►ο θαυμασμός της ηρωίδας για τη μητέρα της και η αμφισβήτηση της γιαγιάς της. δ) «Το γερμανικό σχολείο…..τρία πλην ένα πόσο κάνει. ► η προσαρμογή στο σχολείο και οι νέοι φίλοι Περιεχόμενο –Τεχνική
Πρώτη ενότητα Το απόσπασμα τοποθετείται στην Ελλάδα, στην Κυψέλη, στην οδό Καλογερά (το παρόν της αφήγησης). Εκεί βρίσκεται το σπίτι της γιαγιάς της Κωνσταντίνας από το σόι του πατέρα της, της Ισμήνης. Η κεντρική ηρωίδα, η Κωνσταντίνα βρίσκεται εκεί παρά τη θέλησή της, λόγω του διαζυγίου των γονιών της. Νοερά όμως ταξιδεύει στο Άαχεν της Γερμανίας, στην οδό Άννης (Άννα στράσε), στο σπίτι της και στο γερμανικό σχολείο, όπου φοίτησε στο δημοτικό. Σε όλο το απόσπασμα ξετυλίγονται οι αναμνήσεις της (αναδρομική αφήγηση). Η ίδια εξηγεί τους λόγους, που την κάνουν να ανατρέχει στο παρελθόν. Με τις φράσεις «άμα πνίγεσαι στη θάλασσα», «βουλιάζω στη στεριά» και το μελαγχολικό, νοσταλγικό τόνο της αφήγησης εκφράζει τη συναισθηματική της φόρτιση, τη θλίψη και την απόγνωση. Η Κωνσταντίνα βαδίζει ήδη στα επικίνδυνα μονοπάτια της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, επειδή δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το αίσθημα εγκατάλειψης από τους γονείς, τον αποχωρισμό από τους φίλους της, τη νοσταλγία του σπιτιού της, την έλλειψη επικοινωνίας στην Ελλάδα. Από τις αναμνήσεις της αντλεί υποσυνείδητα την πίστη ότι η ζωή μπορεί να έχει ουσιαστικό νόημα και αξία, υπό την προϋπόθεση ότι περιβάλλεται κανείς από πρόσωπα και πράγματα αγαπημένα. Έτσι αναπολεί το σπίτι της και έμμεσα τους γονείς της. Η περιγραφή είναι λεπτομερής και κατευθύνεται από το γενικό και το εξωτερικό περιβάλλον (ο δρόμος, το οίκημα) , στο ειδικό, στο εσωτερικό του σπιτιού και τον πιο προσωπικό της χώρο (στο σπίτι, την κρεβατοκάμαρα, το κρεβάτι). Το γεγονός ότι οι γονείς της ενέδωσαν στην απαίτησή της να αγοράσει αυτό το διπλό και ονειρεμένο κρεβάτι έμμεσα υποδηλώνει αυτό που τώρα είναι οριστικά χαμένο: τότε η Κωνσταντίνα αποτελούσε τη προτεραιότητα της ζωής τους. Από τη θέα του παιδικού δωματίου συνειρμικά μεταφέρεται σε ευτυχισμ ένες στιγμές με τον πατέρα της, στις κοινές καθημερινές τους συνήθειες. Ο πατέρας δεν ηθογραφείται, όμως από τη διήγηση της κοπέλας προκύπτει η βαθιά επικοινωνία μεταξύ τους και η χαρά να μοιράζεται μ’ αυτόν τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινότητας. Έμμεσα παρουσιάζεται άνθρωπος ευχάριστος και κυρίως με κατανόηση, υπομονή και τρυφερότητα, που καλλιεργεί συστηματικά ένα κλίμα ελευθερίας και εμπιστοσύνης με το παιδί του. Όσο η Κωνσταντίνα αναμοχλεύει το παρελθόν, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει σελίδες από το προσωπικό της ημερολόγιο, όπου σε πρώτο πρόσωπο αποτυπώνει με ειλικρίνεια τις σκέψεις της (ομοδιηγητικός-αυτοδιηγητικός αφηγητής), χωρίς να τις επιμελείτ αι, χωρίς να τις βάζει σε τάξη και χωρίς να νοιάζεται για τις κρίσεις του . Την ψυχική της διάθεση, όταν μιλάει για τον πατέρα της, την αναδεικνύει ο αόριστος χρόνος και ο πληθυντικός αριθμός : «πηγαίναμε, να κάνουμε, καταλήγαμε» και με τα σπαράγματα διαλόγου (μονοσήμαντος διάλογος): « πάλι έξω το ρίξατε;», «τι καινούργιο έχουμε σήμερα;» οι εικόνες, αν και ευχάριστες, έχουν έντονο μελαγχολικό χαρακτήρα. Δεύτερη ενότητα Κρατώντας το νήμα της συζήτησης με τον πατέρα, η οποία περιστρεφόταν συνήθως γύρω από τη σχολική ζωή, η Κωνσταντίνα μάς ξεναγεί στο αγαπημένο της σχολείο και έμμεσα προβάλλει το πνεύμα της γερμανικής εκπαίδευσης. Από την πρώτη μέρα το σχολείο την καλωσόρισε θερμά με τη μεγάλη νοικοκυρεμένη αυλή του, τα πολύχρωμα λουλούδια, τα χρωματιστά παράθυρα, τους πλακόστρωτους διαδρόμους, τους πίνακες και τις αναρτημένες ερ γασίες των παιδιών. Ένας χώρος μάθησης, οικειότητας και ηρεμίας, που χαίρεσαι να τον βλέπεις και να τον ζεις. Μοιραία η περιγραφή οδηγεί σε συγκρίσεις με τα περισσότερα ελληνικά δημόσια σχολεία, ένα από τα οποία την φιλοξενεί τώρα: αποπνικτικά, στενάχωρα, μίζερα, κακοκατασκευασμένα, κακοσυντηρημένα, απρόσωπα, γκρίζα, με λίγα λόγια θλιβερά. Σε άλλο κεφάλαιο του έργου για το σχολείο της στην Ελλάδα η ίδια θα πει : “απέξω μοιάζει φυλακή, με ψηλά κάγκελα που φράζουν τη μικρή αυλή που δεν έχει ούτε ένα λουλούδι, μόνο ξερό τσιμέντο, και μια μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα”. Η ηρωίδα παρατηρεί εντυπωσιασμένη το περιβάλλον και ξεπερνάει προσωρινά την αγωνία και το φόβο που αισθάνεται καθώς είναι η πρώτη μέρα στο σχολείο. Προσωρινά, γιατί τώρα θα υποστεί την πιο δύσκολη δοκιμασία, θα γνωρίσει το διευθυντή, τη δασκάλα και τους συμμαθητές της. Η διήγησή της σ΄αυτό το σημείο έχει ανάλαφρο χαρακτήρα και φανερώνει τη διάθεσή της τώρα πια να δει την κωμική πλευρά της συνάντησης : «Ουφ! Η καρδιά μου έπαψε να παίζει ταμπούρλο», «καλώς το παιντί μας». Ο χερ Χάινερ αποκαλύπτει τις παιδαγωγικές του αρετές και επιβεβαιώνει το κύρος του και τη φήμη του («είναι ο καλύτερος»). Η Κωνσταντίνα τού αφιερώνει εκτενές μέρος της αφήγησης ζωγραφίζοντας και τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά (καλοσυνάτος, συμπαθέστατος, γλυκός) και τα ηθικά του χαρίσματα ( έξυπνος, διεισδυτικός, τρυφερός, ευγενικός, ελληνοτραφείς, προοδευτικός). Εκτός από τη στοργική του υποδοχή («έσκυψε, με φίλησε»), την κερδίζει με τα ελληνικά του, γιατί ως κάτοχος της ελληνικής παιδείας εκτιμά ήδη πάνω της την καταγωγή της. Έτσι, η αμηχανία και ο φόβος, επειδή είναι ξένη, καταλύονται και η εθνικότητά της την κάνει μάλλον ελκυστική. Όμως περισσότερο την κατακτά ο χερ Χάινερ, γιατί μπόρεσε με τη διεισδυτική ματιά του να αναγνωρίσει πάνω της, την εξυπνάδα, την προσαρμοστικότητα, τη θεληματικότητα και τη δύναμη, και μάλιστα να τα διατυπώσει με πρωτάκουστο γι αυτήν τρόπο, ώστε να μετατρέψει το αρνητικό σε θετικό («δεν είπε ότι έχω βλέμμα εξεταστικό, αλλά έξυπνο και θεληματικό»). Η Κωνσταντίνα τοποθετείται από το διευθυντή σε ισότιμη θέση∙ δεν εξετάζεται, αλλά εξετάζει και εκείνη. Της αναγνωρίζει λοιπόν, αν και είναι ένα μικρό παιδί, το δικαίωμα να κρίνει και την ικανότητα να αξιολογεί. Έτσι εκείνη ξεπερνά οριστικά την ανησυχία της και βλέπει την ένταξή της στο νέο περιβάλλον με αισιοδοξία. Πασχίζει μάλιστα να επιβεβαιώσει αμέσως τις προβλέψεις του Χάινερ, ότι θα τα καταφέρει, βαδίζοντας με αυτοπεποίθηση. Το γεγονός ότι εκείνος τη συνοδεύει στην τάξη και τη συστήνει στη δασκάλα της υπογραμμίζει το σεβασμό του προς τους μαθητές του και το φιλικό κλίμα που επικρατεί. Στη συνέχεια η Κωνσταντίνα θυμάται την τάξη της, που είναι ανάλογη του ευρύτερου χώρου του σχολείου, όμορφη, καθαρή, στολισμένη και ακόμη τους συμμαθητές της. Από τις αδρές πληροφορίες αναδεικνύεται η πολυπολιτισμικότητα της τάξης και ευρύτερα της Γερμανικής κοινωνίας. Παιδιά από διάφορες χώρες σε ένα ολιγομελές τμήμα συνθέτουν ένα πολύχρωμο μικρό σύμπαν, μέσα στο οποίο βρίσκει γρήγορα τη θέση της, αναπτύσσοντας σχέσεις με το Διαγόρα, το μαυράκι και τη Σίγκριντ, τη Σουηδή. Η διαφορετικότητα είναι αποδεκτή ως μία φυσική κατάσταση και μάλλον χρήσιμη για την εξοικείωση της με ξένες ιδέες και συνήθειες και την ομαλή της κοινωνικοποίηση. Παράλληλα, φοιτά σε απογευματινό ελληνικό σχολείο, για να γνωρίσει τον εθνικό της πολιτισμό και να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα. Τρίτη ενότητα Στην τρίτη ενότητα η ηρωίδα αποκαλύπτει ότι η μητέρα της ήταν δασκάλα στο σχολείο της και αναλογίζεται με καμάρι τη σημαντική επαγγελματική και κοινωνική αναγνώρισή της στην ξένη χώρα. («είμαι περήφανη για τη μαμά μου»). Οι μαθητές της τη λάτρευαν, τη σέβονταν, τη θαύμαζαν. Την περιτριγύριζαν με φωνές και χαμόγελα, απόδειξη ότι ήταν προσιτή και τρυφερή. Αλλά και ο αξιότιμος χερ Χάινερ την ξεχώριζε και την τιμούσε για το έργο της και την προσφορά της στο σχολείο («είστε το διαμάντι του σχολείου μας»). Η επαγγελματική καταξίωση της μητέρας είναι ένας λόγος που η μικρή Κωνσταντίνα την αναγνωρίζει ως πρότυπο αλλά και ένας λόγος που της λείπει περισ σότερο και πονά. Ο θαυμασμός της είναι μια έμμεση εκδήλωση νοσταλγίας. Στις επιτυχίες της μητέρας βλέπει ακόμη την ηθική της αποκατάσταση, γιατί η γιαγιά Ισμήνη είχε σοβαρές αντιρρήσεις για το γάμο των γονιών της και θεωρούσε τη μητέρα της ακατάλληλη για το γιο της. Με όσα κατάφερε η μητέρα της έδωσε μια αποστομωτική απάντηση στην πεθερά της. Η γιαγιά Φάρμουρ απέρριπτε τη νύφη της με κριτήριο τα πολιτικά φρονήματα, και μάλιστα όχι της ίδιας αλλά της οικογένειάς της. Η Κωνσταντίνα την παρουσιάζει τόσο προσκολλημένη στο αριστερό της παρελθόν και τις τραυματικές εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου, ώστε ακόμη και σήμερα, μισό αιώνα μετά, εξακολουθεί να κρίνει και να ερμηνεύει κάθε τι με τον άκαμπτο και παθιασμένο τρόπο της νιότης της. Η Ζέη σ΄αυτό το σημείο βλέπει με κριτικό μάτι και αυτοσαρκασμό τη γενιά της και την αριστερά και τολμά να προσεγγίζει με το άδολο και αυθόρμητο χιούμορ της Κωνσταντίνας ακόμη και την Αντίσταση και την Κατοχή: «Εκείνη βέβαια, ακόμα και την Κοκκινοσκουφίτσα να σου διηγηθεί, θα σου πει πως την έφαγε ο λύκος γιατί ήταν φασίστας». Η Κωνσταντίνα παιδί μιας άλλης γενιάς, δεν μπορεί να κατανοήσει τη γιαγιά της, την ειρωνεύεται για την άκαμπτη κρίση της, αλλά αναγνωρίζει πως μοιάζουν σε κάτι: το πείσμα και την ανεξάρτητη θέληση. Ωστόσο η γιαγιά μπλέκεται στις αναμνήσεις της σ΄αυτό το σημείο, για να αναδειχθεί περισσότερο η λατρεμένη μορφή της μάνας. Ό,τι ανακαλεί το κορίτσι από το παρελθόν είναι ένας τρόπος, ο μόνος, να ξαναζήσει την αναντικατάστατη επαφή μαζί της. Και η γιαγιά κρίνεται σε σχέση πάντα με τη μάνα, “η γιαγιά που δε μ’ αγαπούσε και δεν την αγαπούσα”, όπως εκμυστηρεύεται η ίδια η Κωνσταντίνα σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου. Αξιοσημείωτη στην ενότητα αυτή είναι η χρήση του ενεστώτα («Ευτυχώς δεν έχω δασκάλα τη μαμά»), που μεταπίπτει σε αόριστο στη συνέχεια, και φανερώνει ότι το παρόν πλέκεται με το παρελθόν από βαθιά συναισθηματική ανάγκη, την ανάγκη επικοινωνίας με τη μητέρα της. Στην ενότητα αυτή ακόμη η Κωνσταντίνα ηθογραφείται με φυσικότητα. Άλλες στιγμές εκφράζει την ωριμότητα και την κρίση της έφηβης, που αμφισβητεί, εμβαθύνει και διακωμωδεί («Εκείνη βέβαια….ήταν φασίστας», «Μα ο μπαμπάς άμα του μπει κάτι στο μυαλό….ίδιος εγώ πήγα να πω», «Καλά μπερδεύω τις ημερομηνίες…με τις φίλες σου») και άλλες στιγμές αιφνιδιάζει τον αναγνώστη με την παιδική της αφέλεια (« Κι αν δεν επέμενε τόσο ο μπαμπάς μπορεί να μην την είχα τώρα μαμά μου!». Η Κωνσταντίνα ευγνωμονεί την επιμονή και την αγάπη του πατέρα, που της έδωσε τη χαρά της ύπαρξης, της στοργής και της αγάπης και της έκανε δώρο μια αξιολάτρευτη μητέρα, ένα διαμάντι. Και πάλι συνειρμικά από την τελευταία σκέψη επιστρέφει στις σχολικές αναμνήσεις και εμπειρίες. Τέταρτη ενότητα Η ηρωίδα διατυπώνει τις κρίσεις της για την εκπαιδευτική μεθοδολογία και τη φιλοσοφία του γερμανικού σχολείου. Θεωρεί το γερμανικό σχολείο ιδιαίτερα αυστηρό («Το γερμανικό σχολείο δεν αστειεύεται») κι αυτό δίνει μεγαλύτερη αξία στη διάκρισή της στην τρίτη θέση ανάμεσα στους συμμαθητές της. Παρατηρεί ακόμη ότι το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα θέτει στόχους μακροπρόθεσμους και ανελαστικούς. Από τις τάξεις του δημοτικού ακόμη επιλέγονται από τις επιδόσεις τους οι μαθητές και είτε συνεχίζουν τη φοίτηση με πρόσβαση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα είτε προορίζονται για τεχνικές και επαγγελματικές σχολές. Η έφηβη Κωνσταντίνα δεν μπορεί να αξιολογήσει το σύστημα αυτό, παραθέτει όμως την κρίση της μητέρας της, η οποία ως έμπειρη εκπαιδευτικός το χαρακτηρίζει άδικο. Στη συνέχεια θυμάται την αγαπημένη της φίλη, τη Σίγκριντ και τον αριστούχο Διαγόρα, του οποίου την υπεροχή αναγνωρίζει, χωρίς κανένα ανταγωνισμό, με θαυμασμό περισσότερο και χαρά για τις ικανότητές του. Ενώ φαίνεται ότι η μνήμη της μετακύλησε σε άλλο θέμα, μακριά από το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, στην πραγματικότητα η αναφορά στους συμμαθητές της αναδεικνύει ένα θετικό στοιχείο του: Η Γερμανία, με μακρά ιστορική εμπειρία (από τη δεκαετία του 50) ως χώρα υποδοχής μεταναστών, έχει καλλιεργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε παιδιά διαφόρων εθνικοτήτων να μπορούν ισότιμα να μορφωθούν και να διακριθούν. Η πολυπολιτισμική σύνθεση της σχολικής τάξης της φαίνεται ότι είναι καθημερινή εξάσκηση στη συνεργασία και την ανεκτικότητα. Η χαρά που νιώθει η Κωνσταντίνα για τη μαθηματική «διάνοια» του φίλου δείχνει βέβαια την ευγένεια της ψυχής της αλλά είναι έμπρακτη απόδειξη του αλληλοσεβασμού και της άμιλλας, που καλλιεργεί το πολυεθνικό σχολείο. Αφηγηματική Τεχνική Η αφηγήτρια ταυτίζεται με τη βασική ηρωίδα. Διηγείται σε α΄ πρόσωπο μια ιστορία, στην οποία μετέχει. (ομοδιηγητικός αφηγητής). Είναι μάλιστα και η πρωταγωνίστρια της αφηγούμενης ιστορίας (αυτοδιηγητικός αφηγητής). Σε ορισμένα χωρία, όπου η αφηγήτρια απευθύνεται στη γιαγιά της, σαν να είναι παρούσα, χρησιμοποιεί το β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο. Π.χ. «στον εμφύλιο-πότε έγινε Φάρμουρ;». Τα γεγονότα παρουσιάζονται έτσι όπως τα βίωσε η αφηγήτρια και μέσω της δικής της οπτικής, άρα η εστίαση είναι εσωτερική. Το μεγαλύτερο μέρος του αποσπάσματος αναφέρεται στο παρελθόν και στις αναμνήσεις της (αναδρομή στο παρελθόν), εκτός από το προοίμιο («Λένε πως άμα πνίγεσαι στη θάλασσα…όλη μου η ζωή στο Άαχεν»), που τοποθετείται στο παρόν. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ακόμη και στην περιγραφή των πρώτων ημερών στο Άαχεν (παρελθόν) παρεμβάλλονται και αναδρομές στο πιο μακρινό παρελθόν ,όπως η αγορά του κρεβατιού και η γνωριμία των γονιών της. Η συγγραφέας αξιοποιεί την περιγραφή, η οποία, όπου υπάρχει, είναι λεπτομερής και παραστατική (π.χ. του κρεβατιού, η του διευθυντή), την αφήγηση και το διάλογο. Οι διάλογοι είναι μονοσήμαντοι, δηλαδή καταγράφεται μόνο η ερώτηση ή μόνο η απόκριση του ενός συνομιλητή, είναι όμως ζωηροί και ρεαλιστικοί. Αρμόζει ακόμη να υπογραμμίσουμε μιαν προσφιλή αφηγηματική τακτική της ΄Αλκης Ζέη, γνωστή και από άλλα βιβλία της: επαναλαμβάνει, αυτούσιες ή ελαφρά παραλλαγμένες φράσεις που δένουν το νήμα της αφήγησης και καθορίζουν τον κεντρικό άξονα, τη ραχοκοκαλιά της. π.χ. «το διαμάντι του σχολείου μας». Θα πρέπει τέλος να επισημάνουμε την αφηγηματική άνεση, την κινηματογραφική περιγραφή (της συνέντευξης του Χερ Χάινερ, των παιχνιδιών με το κρεβάτι) και πάνω απ’ όλα τη φυσικότητα. Πουθενά δεν αισθάνεται ο αναγνώστης την παρέμβαση της συγγραφέως, πουθενά δεν έχει την αίσθηση ότι κάποιος μιμείται τη σκέψη και την έκφραση ενός παιδιού. Γλώσσα Η γλώσσα είναι απλή δημοτική, πολύ φυσική, εκφραστική και χαλαρή, με έντονο είναι το στοιχείο της προφορικότητας. Η σημαντικότερη αρετή της έκφρασης είναι ότι είναι αληθινή, η δέουσα για τη δροσερή σκέψη και την αθώα ψυχή της δεκατριάχρονης ηρωίδας. Η Ζέη δεν μένει στο επίπεδο της μίμησης και της οικειοποίησης μιας γλώσσας ξένης προς αυτήν, αλλά εκφράζεται αποτελεσματικά και αβίαστα «μέσω αυτής της γλώσσας και μέσα από αυτή τη γλώσσα». Ο καθαρός και άμεσος λόγος της Κωνσταντίνας αποδίδει με επιτυχία την αφέλεια, τον αυθορμητισμό της και το χιούμορ της. Εκφραστικά μέσα Η αφήγηση μπορεί να θεωρηθεί πλούσια σε εκφραστικά μέσα, που όμως δεν καλούνται να καλλωπίσουν το λόγο, αλλά να αποδώσουν πειστικά το πνεύμα της δεκατριάχρονης κοπέλας. Γι’ αυτό και δεν διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους, αλλά για την αμεσότητα και την εκφραστικότητά τους. Ξεχωρίζουν οι πολύ παραστατικές περιγραφές- εικόνες, οι οποίες αναδεικνύουν την παρατηρητικότητα και την ευαισθησία της ηρωίδας και ζωηρεύουν την αφήγηση οι αποσπασματικοί διάλογοι. Ειδικότερα: Μεταφορές: «τώρα που βουλιάζω στη στεριά», «περνάει από μπροστά μου όλη μου η ζωή», «Πάλι έξω το ‘ρίξατε», «Όλοι είχαν το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου», «είστε το ντιαμάντι του σχολείου», «θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα σου», Παρομοιώσεις «σαν κινηματογραφική ταινία», «σαν του παλιού καιρού», «σαν τρελή», «θα έμοιαζα με λειψανάκι», «σαν να μου ’λεγαν κουράγιο», «μαλλιά κόκκινα σαν φλόγες». Προσωποποιήσεις «η καρδιά μου έπαψε να παίζει ταμπούρλο», «το γερμανικό σχολείο δεν αστειεύεται», Επαναλήψεις «γλάστρες, μία-μία», όλα κι όλα», Εικόνες (η περιγραφή της τάξης και των παιδιών, το υπνοδωμάτιο, η εικόνα του σχολείου).
Το ύφος είναι φυσικό και ζωηρό. Νοσταλγικό και μάλλον μελαγχολικό, όταν η ηρωίδα αναπολεί ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές και ελαφρά ειρωνικό, όταν αναφέρεται στη γιαγιά της με διάθεση διακωμώδησης. Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
Τα συναισθήματα της Κωνσταντίνας προβάλλονται στα ακόλουθα χωρία:
Πριν γνωρίσει το Διευθυντή του σχολείου η Κωνσταντίνα είχε μεγάλη αγωνία και φόβο. Τα χέρια της είχαν ιδρώσει, έχασε το χρώμα της και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, όσο κι αν οι γονείς της προσπαθούσαν να την ενθαρρύνουν. Όταν μπήκε στο γραφείο, καθόταν στην άκρη άκρη της καρέκλας, σαν να ήθελε να είναι σε ετοιμότητα, για να αποδράσει. Προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία της. Η προσιτή στάση του διευθυντή όμως και η θερμή υποδοχή τής ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ηρεμία. Όταν ο χερ Χάινερ διέβλεψε τα καλά της στοιχεία στο πρόσωπο της, το πείσμα της και την εξυπνάδα της («δεν είπε πως έχω βλέμμα εξεταστικό αλλά έξυπνο και θεληματικό»), της ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή της. Η σιγουριά του ότι η Κωνσταντίνα θα τα καταφέρει στο νέο σχολικό περιβάλλον μετέτρεψαν την ανασφάλεια και το φόβο σε αισιοδοξία και δύναμη. Η Κωνσταντίνα περπατούσε πια περήφανη και ήρεμη «προσπαθούσα να μην καμπουριάζω», για να δικαιώσει τις προβλέψεις του συμπαθέστατου Διευθυντή της. Την ώρα που ο Χερ Χάινερ τη συνόδευσε στην τάξη χαϊδεύοντας τρυφερά το κεφάλι της, προτού την παραδώσει στη νέα της δασκάλα, ένιωθε πια έτοιμη να ανταποκριθεί στις δυσκολίες της νέας της ζωής.
Από την πρώτη στιγμή η Κωνσταντίνα εντυπωσιάστηκε από τα μεγάλα παράθυρα με τις γλάστρες στα περβάζια, από τις ζωγραφιές στους τοίχους της τάξης της και τον τεράστιο μαυροπίνακα. Παρατήρησε μετά τους συμμαθητές της. Κάθε παιδί καθόταν στο δικό του θρανίο και ήταν όλα κατάξανθα με γαλανά μάτια. Ξεχώρισε όμως ένα παιδί με λοξά σκούρα μάτια και ένα μαυράκι με σγουρά μαλλιά. Αμέσως μετά πρόσεξε ένα κοριτσάκι με μαλλιά κόκκινα σαν φλόγες. Η Κωνσταντίνα ήταν νεοφερμένη στη Γερμανία και στο σχολείο. Όπως και εκείνη έτσι και τα παιδιά που ξεχώρισε διέφεραν από τα υπόλοιπα. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους πρόδιδαν και την ξενική καταγωγή τους. Έτσι προαισθάνθηκε ότι με την Σίγκριντ, την κοκκινομάλλα και το Διαγόρα το «μαυράκι», είχε κοινές εμπειρίες και κοινές αγωνίες. Πράγματι, μ’ αυτά τα παιδιά, που ήταν επίσης μετανάστες, ανέπτυξε στενή φιλική σχέση. [Ο χώρος του σχολείου δε γοήτευσε την Κωνσταντίνα, γιατί ήταν επιμελημένα φροντισμένος, πολύχρωμος, σχεδόν πολυτελής και προέβαλε έντονα το προσωπικό στοιχείο των μαθητών. Το οργανωμένο γερμανικό σχολείο με τα χρωματιστά παράθυρα, τις σκάλες με την κουπαστή, τα μεταλλικά δίχτυα, τις γλάστρες με κάθε λογής λουλούδια, τους πίνακες, έρχεται σε αντίθεση με το ελληνικό σχολείο, για το οποίο σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου η Κωνσταντίνα θα πει: “απ΄ έξω μοιάζει φυλακή, με ψηλά κάγκελα που φράζουν τη μικρή αυλή που δεν έχει ούτε ένα λουλούδι, μόνο ξερό τσιμέντο, και μια μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα”.]
Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως περιγράφεται στο απόσπασμα, παρουσιάζει αρκετές διαφορές σε σχέση με το ελληνικό. Στη Γερμανία το δημοτικό σχολείο έχει τέσσερις τάξεις σε αντίθεση με την Ελλάδα, που είναι εξατάξιο. Πρόσβαση στο Γυμνάσιο και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο έχουν μόνο οι μαθητές με αποδεδειγμένα υψηλές επιδόσεις, ενώ οι υπόλοιποι φοιτούν σε ένα κατώτερο σχολείο και ακολουθούν επαγγελματικές ή τεχνικές σχολές. Η μαμά της Κωνσταντίνας, η οποία είναι δασκάλα, θεωρεί άδικο και αντιπαιδαγωγικό να κρίνεται ένα παιδί από τα δέκα του χρόνια για την υπόλοιπη ζωή του. Η θέση της προφανώς βασίζεται στη σκέψη ότι οι οριακές αποφάσεις για τη ζωή μας (το επίπεδο της μόρφωσής μας ή το επάγγελμά μας) δεν μπορεί να λαμβάνονται σε πολύ μικρή ηλικία, όταν ακόμα δεν έχουν κατασταλάξει τα όνειρά αλλά ούτε και οι δυνατότητές μας. Ασφαλώς η θέση της στηρίζεται και στην παιδαγωγική εμπειρία, καθώς γνωρίζει ότι οι επιδόσεις των παιδιών επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες (οικογενειακούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, ακόμη και πολιτικούς) , που δεν σχετίζονται με τις αντικειμενικές δεξιότητες και τα χαρίσματα ενός ανθρώπου. Γι αυτό το λόγο και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους οι επιδόσεις του ίδιου μαθητή παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Άλλωστε, πολλοί διακεκριμένοι στο χώρο του πνεύματος, επιστήμονες και καλλιτέχνες, που προήγαγαν με το έργο τους τον πολιτισμό, επέδειξαν ανησυχητικά χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, όταν ήταν παιδιά. Εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι είναι ειδικός, αλάθητος και αυτεξούσιος να αποφαίνεται για τις δυνατότητες ενός παιδιού και να προβλέπει την πνευματική διαδρομή του. Όσον αφορά στη μόρφωση, που είναι ύψιστο ατομικό και κοινωνικό αγαθό, ο καθένας δικαιούται μια δεύτερη και τρίτη και τέταρτη ευκαιρία. Είναι επομένως και ιστορικά και ηθικά τεκμηριωμένο ότι το καλύτερο σχολείο δεν είναι αυτό που κατηγοριοποιεί τους μαθητές με πρόσχημα να επιταχύνει την εξέλιξή τους, αλλά αυτό που δίνει κίνητρα και ουσιαστικές ευκαιρίες να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και να τον πλάσουν όπως ονειρεύονται. (Σε περίπτωση που διαφωνείτε με την άποψη της μητέρας, αφού ερμηνεύσετε τη γνώμη της, καταγράψτε ελεύθερα τις αντιρρήσεις σας αναπτύσσοντας τις σκέψεις σας ή αντικρούστε τα παραπάνω επιχειρήματα)
Η γιαγιά Φάρμουρ, είχε ενστάσεις για το γάμο των γονιών της Κωνσταντίνας. Είναι φανερό ότι δεν ενέκρινε τη νύφη της. Ο λόγος δεν σχετίζεται με το ήθος της γυναίκας, ούτε με την εξωτερική της εμφάνιση. Η Κωνσταντίνα έμμεσα αναφέρεται σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, που είχαν διχάσει στο παρελθόν τις δυο οικογένειες, του πατέρα της και της μητέρας της, πριν ακόμη γνωριστούν και συνδεθούν. Η γιαγιά και ο σύζυγός της ανήκαν σε διαφορετική πολιτική παράταξη από τον πατέρα της νύφης (αριστεροί οι πρώτοι – δεξιοί οι δεύτεροι) και ονειρεύονταν μια νύφη από την ίδια «όχθη», το ίδιο στρατόπεδο. Στη μεταπολεμική εποχή η Ελλάδα ήταν διχασμένη από την αντιπαλότητα και το πολιτικό μίσος, καθώς τα τραύματα του εμφυλίου πολέμου(1946-1949) ήταν νωπά. Οι δύο πολιτικές παρατάξεις ήταν σε συνεχή και ανηλεή σύγκρουση. Οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις και η πολιτική δράση ακόμη κι ενός μέλους μιας οικογένειας στιγμάτιζε για πάντα όλη την οικογένεια και καθόριζε τις κοινωνικές της σχέσεις. Η Κωνσταντίνα αφενός δεν έχει βιώματα και μνήμες από αυτή την εποχή, άρα δυσκολεύεται να καταλάβει πώς η πολιτική τοποθέτηση και μάλιστα των προγόνων κάποιου ήταν κριτήριο για τις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και αφετέρου, θεωρεί άδικο και παράλογο να εμποδίζεται η ένωση δύο ανθρώπων που αγαπιούνται, επειδή γεννήθηκαν σε ένα σπίτι της μιας ή της άλλης πλευράς. Δες το φύλλο εργασίας εδώ |
|||