“Το κοριτσάκι με τα σπίρτα”, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Τρισδιάστατο



” O Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!”, “Το βλογημένο Μαντρί”Φώτης Κόντογλου

O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿
ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν
πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ
τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ
ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.



Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο,
κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες,
καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε
πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο,
δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε
κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι
μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας
κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε
σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο,
καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.

*
   
* *

Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα
στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα
καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα,
κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ
χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε: «Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό,
γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε,
πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε
παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης,
ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος,
ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε,
εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».

Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε
δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ
γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος
σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε: «Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα»,
καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του. Καὶ
κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά
σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε
καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης
εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα
του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο
ἀδειανό. Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε
τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα,
κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ
τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια,
καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα
πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ
τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε
κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿
ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του
ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε
μὲ τὸ ζωστικό του.
 

 

Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του,
κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες
προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή.
Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿
εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿
εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά
῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε. Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι
τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ
ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν,
παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
                                                                                    *
                                                                                   * *
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο:
«Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι
ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα
ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος,
τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ
στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα
ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς
αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿
ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα
χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς
«Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο
ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ
ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε
τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε
λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ
τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση
καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα
καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ
βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας»,
κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα,
ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου
τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ
παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ
Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει
ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα,
σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι
οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ
ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες
τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς
κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα:
«Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς
ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις
ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος…


“Ο πιστός Ιωάννης”, Αδελφοί Γκριμ


“O Μπαγκς. Μπάνυ, ο Έλμερ και ο Ντάφυ Ντακ συναντούν τον Νταλί, τον Μουνκ, τον Λωτρέκ”


“Η ιστορία του Παρθενώνα σε 7:33 λεπτά από τον Κώστα Γαβρά”

Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Κώστα Γαβρα για τον Παρθενώνα, το πιο σημαντικό μνημείο στον κόσμο, χωρίς λογοκρισία



“Το γιαλόξυλο”, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΟ ΓΙΑΛΟΞΥΛΟ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ποῦ θραύεται μὲ ἀφροὺς λύσσης τὸ κῦμα, καὶ ὀργώνει τὸ πέλαγος ἄγριος ὁ
βορρᾶς; Ἐκεῖ, ὄπισθεν τῆς χαμηλῆς ράχης, ὁποὺ κορυφοῦται εἰς ὑψηλὴν
ἀκτὴν πρὸς τὰ βασίλεια τοῦ πόντου, ἁπλώνεται μέγας, ἀχανὴς ὁ κῆπος τοῦ
Σαγρῆ τοῦ Γιώργη. Οἱ φράκται του εἶναι ἀπὸ κυδωνιές, εἰς τὴν μίαν
πλευράν, ἀπὸ καλαμῶνα καὶ πυκνοὺς θάμνους εἰς τὴν ἄλλην. Ὅλη ἡ ἐργασία
τοῦ Γιώργη ἔχει τὴν σφραγῖδα τῆς φιλοκαλίας. Οἱ γείτονές του ὅλοι τὸν
ἐζηλοφθονοῦσαν. Αὐτῶν τὰ χωράφια καὶ τὰ ἰδιόκτητα, καὶ ὅσα ὡς κολλῆγαι
ἔπαιρναν ὡς μισακά, ποτὲ δὲν ἐκαρποῦσαν. Τοῦ Γιώργη ἀπέδιδαν
ἑκατονταπλάσιον καρπόν. Τὴν ἄλλην χρονιὰν ὁ Γιώργης, διὰ νὰ τοὺς
εὐχαριστήσῃ, παρῃτεῖτο ἀπὸ τὴν κολληγιάν, καὶ παρέδιδεν εἰς αὐτοὺς τὰ
χωράφια. Πλὴν τοῦ κάκου, δὲν ἐκαρποῦσαν. Εἶχε κάποιαν εὐλογίαν ὁ
Γιώργης. Ἦτο ἀληθινός, ἀρχαϊκός, λείψανον τοῦ παρελθόντος. Σπάνιον
δεῖγμα ἀνθρώπου εἰς τὰς ἡμέρας μας.
Ἀνατολικῶς τοῦ κήπου, ἐσχίζετο ἡ χθαμαλὴ ἀκτὴ πρὸς τὸν αἰγιαλόν, καὶ
ἦτο χείμαρρος, καὶ ἦτο χαράδρα, τὴν ὁποίαν εἶχαν σχηματίσει οἱ ὄμβροι
ἄνωθεν, καὶ τὰ κύματα τοῦ Γραίου κάτωθεν. Εἰς τὸ μέσον τῆς χαράδρας,
ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ κῦμα, ἦτο ἡ βάρκα τοῦ μπαρμπα-Γιώργη, συρμένη ἔξω
διαρκῶς. Εἰς τὰ νιᾶτά του, καίτοι χωρικός, ἠγάπα ὁ Σαγρῆς νὰ γιαλεύῃ*
ἐνίοτε, καὶ νὰ βγαίνῃ στὸ πυροφάνι τὰς ἀσελήνους νύκτας.
Δίπλα εἰς τὴν βάρκαν τὴν συρμένην ἦτο ἓν γιαλόξυλο, τεράστιον ξύλον,
ὅμοιον μὲ κορμὸν γίγαντος, μὲ κολοβὰ ἄκρα χελώνης, χωρὶς βραχίονας καὶ
σκέλη.
Πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων εὑρίσκετο ἐδῶ, μισοχωμένο στὴν ἄμμον, τὸ
γιαλόξυλο αὐτό. Διὰ νὰ τὸ σηκώσουν ἐχρειάζετο ἡ δύναμις διπλοῦ ζεύγους
βοῶν. Καὶ κανεὶς δὲν ἐφρόντισε νὰ τὸ μετακινήσῃ, διότι θὰ ἦτο ἀκριβὸν
μετάλλευμα, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μετακομισθῇ πρὸς χρῆσιν εἰς τὴν πολίχνην.
Ἀπὸ πολλῶν λησμονημένων χρόνων, τὸ βωβὸν ξύλον, διηγεῖτο τὴν ἄφωνον
ἱστορίαν του, ἱστορίαν ναυαγίου καὶ φρίκης, ἀπὸ τῆς ἡμέρας καθ᾿ ἣν ὁ
ὑλοτόμος τὸ εἶχε ρίψει μὲ στιβαροὺς κτύπους πελέκεως εἰς τὸ βουνόν,
μέχρι τῆς ἡμέρας καθ᾿ ἥν, ἀφοῦ ὁ ναυπηγὸς τὸ ἐπελέκησε, καὶ τὸ
ἐτοποθέτησεν ἐν ἁρμονίᾳ μετ᾿ ἄλλων ξύλων εἰς τὸ σκάφος, τὸ πλοῖον
συνετρίβη εἰς τοὺς ὑπὸ τὸ κῦμα ὑπούλους βράχους, καὶ αὐτὸ ἀποσπασθὲν
ἔπλευσεν, ἐβούλιαξε, καὶ ἡ σύρτις τὸ ἔφερε καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν
αἰγιαλόν, ὅμοιον μὲ φύλλον φθινοπώρου, βαρὺ φύλλον τῆς αἰωνιότητος ―
λευκὴν σελίδα μὲ μυστηριώδη γράμματα, τῆς ἱστορίας τοῦ πόνου…
*
* *
Ὁ Νάσος ὁ Κοψίδας ἦτο τριακοντούτης, μεγαλόσωμος, μὲ ἡλιοκαές, πλατὺ
πρόσωπον. Ἦτο γείτων τοῦ Γιώργη τοῦ Σαγρῆ. Ἔσπερνε χωράφια, ἔβοσκε
πρόβατα, καὶ προκοπὴν δὲν ἔβλεπεν. Ἔκλεφτε γίδια. Ὀλίγα τινὰ ἕρμαια τοῦ
ἐτύχαιναν κάποτε εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον αἰγιαλόν. Συντρίμματα ναυαγίων,
ὄχι πελώρια, ὅπως τὸ γιαλόξυλον ἐκεῖνο τὸ μοναδικόν, ἔφερνεν ἔξω τὸ
κῦμα. Ὄχι σπανίως, κατὰ τὰς φοβερὰς ἐκείνας τρικυμίας τῶν ἀρχῶν τοῦ
χειμῶνος, συνέβαινε να ἐκβράσῃ ἡ θάλασσα ζαλισμένους ἀστακούς, κ᾿ ἕνα
πελώριον ὀρφόν, ζωντανὸν καὶ ἀσπαίροντα, δώδεκα ὀκάδων τὸ βάρος. Τοιαῦτα
ἦσαν τὰ τυχηρὰ τοῦ Νάσου τοῦ Κοψίδα.
Ποῦ ἡ μακαρία ἐκείνη ἐποχή, ―δὲν ἦσαν πολλὰ χρόνια ἔκτοτε, ἀλλὰ πόσον
γρήγορα τὰ παρόντα γίνονται παρελθόντα!― ὁπόταν, εἰς τὸν καιρὸν τοῦ
τρύγου, ἀπὸ χρονιὰν εἰς χρονιὰν, ὁ Νάσος ἔκλεφτεν ―ἢ μᾶλλον ἐδανείζετο ἀναρώτα*―
τὴν βάρκαν τὴν συρμένην τοῦ καλοῦ γείτονός του, τὴν ἔρριπτε μὲ τοὺς
ἡρακλείους βραχίονάς του εἰς τὴν θάλασσαν, τὴν ἐφόρτωνε μὲ πέντε ἢ ἓξ
μεγάλες κόφες σταφύλια κλεμμένα, ἔμβαινε κι αὐτὸς μέσα, ἐγύριζε τὴν
πλώρην πρὸς τὸ πέλαγος, καὶ κάμνων γουργούλαν* μὲ τὸ κωπίον εἰς τὴν
πρύμνην, νύκτα, εἰς τὸν αἰγιαλὸν τοῦ ἀντικρυνοῦ χωρίου, τὴν Πλατάναν,
ἐπωλοῦσε τὸ ἐμπόρευμά του εἰς τοὺς πελάτας ποὺ ἤξευρε, (ἦσαν οἰνοποιοί,
ἔχοντες τοὺς ληνούς των εἰς τὴν παραθαλασσίαν*, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐξύπνα
μεσάνυχτα), ἐγύριζεν εἰς τὴν βάρκαν του, καὶ μὲ τὴν γουργούλα πάλιν, εἰς
ἑπτὰ μιλίων πλοῦν, νύκτα ἀκόμη, κατέπλεεν εἰς τὴν μικρὰν ἀκτήν, καὶ
πάλιν ἔσυρε τὴν βαρκούλαν εἰς τὴν θέσιν της, δίπλα στὸ γιαλόξυλον!…
Τώρα οἱ καιροὶ εἶχον ἀλλάξει πλέον. Κάπως τὸν εἶχον μάθει, καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ κάμῃ τέτοια ἀλαφρεμπόρια*.
Περίεργον ὅτι καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἰδῇ κανείς, φήμη ἀόριστος γεννᾶται, καὶ
τὸ πρᾶγμα «μαθεύεται». Ἡ θάλασσα «τὸ λέγει τοῦ κουπιοῦ», καὶ τὸ κουπὶ τὸ
λέγει… εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Μίαν τῶν ἡμερῶν, ὁ Γιώργης ὁ Σαγρῆς, θέλων νὰ νουθετήσῃ κάπως τὸν γείτονά του, εἶπε:
— Κοίταξε καλά, Νάσο· ἡ βάρκα πάλιωσε πλέον· κάνει νερά.
Ὁ Νάσος ἀπήντησε:
—Ἡσύχασε, γείτονα· ξέρω κολύμπι.
Ὁ Γιώργης ἦτο ἑπόμενον ἐκ τῆς κοινῆς φήμης καὶ αὐτὸς νὰ μάθῃ ὅτι ὁ
Κοψίδας τοῦ εἶχε κλέψει ἐπανειλημμένως τὴν βάρκαν. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν ἤθελε
νὰ προσβάλῃ ἀποτόμως τὸν Νάσον, ἂν καὶ δι᾿ αὐτοψίας εἶχε βεβαιωθῆ ὅτι ἡ
συρμένη βάρκα εἶχε πλεύσει.
*
* *
Ἂν ἤξευρε καλὸ κολύμπι ὁ Νάσος ὁ Κοψίδας, τὸ ἀπέδειξεν ἐσχάτως, τὸ
φθινόπωρον. Εἶχε κλέψει δύο ἢ τρεῖς φορὰς ἐρίφια ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς τοῦ
βουνοῦ, τοὺς ὁδηγοῦντας κάποτε κάτω εἰς τὸν αἰγιαλὸν τὰ κοπάδια των, διὰ
ν᾿ ἁρμυρίσουν*.
Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάμῃ τὰ κλεμμένα ἐρίφια ὁ Νάσος; Δὲν ἦτο μεγάλη στεριά,
ὅπως δυνηθῇ νὰ τὰ κάμῃ ἄφαντα ἐν τῷ ἅμα. Ἀπὸ τὸν ἕνα γιαλὸν τῆς νήσου
εἰς τὸν ἄλλον ἦτο μόνον τεσσάρων ὡρῶν δρόμος.
Πρὸς τ᾿ ἀνατολικὰ τῆς μικρὰς ἀκτῆς, τῆς χαράδρας, ἦτο τὸ Ἀσπρόνησον,
βραχῶδες λευκὸν νησίον, ἔρημον καὶ ἄγονον, τὸ ὁποῖον ἀσπρίζει εἰς τὸν
ἥλιον ὡς νὰ εἶναι χιονισμένον. Ἐκεῖ εἶν᾿ αἱ φωλεαὶ τῶν γλάρων καὶ ἄλλων
θαλασσίων ὀρνέων, κατὰ καιροὺς δὲ ἔχουν ριγμένα ἐπάνω κουνέλια· ἐνίοτε
ἀκούονται αἴγαγροι νὰ βελάζουν θλιβερῶς πρὸς τὸ κῦμα, ὅταν βλέπουν
κανένα ψαρὰν μὲ τὴν βάρκαν του νὰ παραπλέῃ. Τὸ νησίον ἀπέχει ἀπὸ τὴν
ἀκτὴν ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιὰς τόπον.
Ὁ ἄξιος Νάσος, νύκτα καὶ σκότος ἐγυμνώθη, ἐφορτώθη τὰ κατσίκια εἰς τοὺς
πλατεῖς ὤμους του, ἀσφαλίσας αὐτὰ διὰ σχοινίου περὶ τὸν τράχηλόν του,
ἐρρίφθη εἰς τὸ κῦμα, καὶ κολυμβῶν μὲ ἀπίστευτον τόλμην, ἔφθασεν εἰς τὸ
Ἀσπρόνησον. Τὸν ἆθλον τοῦτον φαίνεται ὅτι ἔπραξε δύο ἢ τρεῖς φοράς. Ἐκεῖ
ἐνεπιστεύθη τὰ κλεμμένα ἐρίφιά του. Καὶ ἀπὸ τὴν ράχην ἀντικρύ, καθὼς
ἔβοσκε καθ᾿ ἑκάστην τὰ πρόβατά του, τὰ ἐθώπευε μὲ τὸ ὄμμα, καὶ ἠπείλει
νὰ πετροβολήσῃ μὲ πελώρια κοτρώνια κάθε ψαρὰν ἢ πορθμέα ὁ ὁποῖος θὰ
ἐτολμοῦσε νὰ τοῦ τὰ διαμφισβητήσῃ. Ἦσαν ἰδικόν του θήραμα.
Τέλος, ἦλθαν τὰ Χριστούγεννα, καὶ ὁ Νάσος ἐσκέφθη, ἂν ἔκαμνε νερὰ ἢ ὄχι
ἡ συρμένη δίπλα εἰς τὸ γιαλόξυλον παλαιὰ βάρκα τοῦ Σαγρῆ τοῦ γείτονός
του, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ μίαν φορὰν ἀκόμη.
Καὶ τὴν βαθεῖαν νύκτα, ὅταν τὸ δρέπανον τῆς σελήνης ἦτο εἰς ἀκμὴν* νὰ
κρυβῇ ὄπισθεν τῶν δυτικῶν βουνῶν, ἐξέσκαψε γύρω-γύρω τὴν ἄμμον, ἔστησε
τὴν μικρὰν σκάφην, καὶ τὴν ἔσπρωξε πρὸς τὴν θάλασσαν. Ἐμβῆκε, καὶ μὲ τὸ
μοναδικὸν κωπίον ἐλαύνων ἔφθασεν εἰς τὸ Ἀσπρόνησον. Ἐξησφάλισε τὴν
βάρκαν, ἀνέβη εἰς τὴν ἀπότομον ράχην τοῦ νησιοῦ, ἔκραξε τὰ ἐρίφιά του,
καὶ τὰ συνέλαβε. Εἶχε ρίψει πέντε ἐπάνω εἰς τὸ ἐρημόνησον. Τὰ τέσσαρα
ἔπιασε μὲ τοὺς βραχίονάς του, τὸ ἓν ἔλειπε. Τὸ ἀνεζήτησε, τὸ ἐκάλεσεν·
ἀπήντησε μόνη ἡ ἠχὼ τῶν θαλασσίων ἄντρων, καὶ οἱ πτερυγισμοὶ τῶν
φευγόντων γλάρων. Τὸ ἐρίφιον δὲν ἐφάνη. Ἢ τὸ εἶχεν ἁρπάσει ὁ
θαλασσαετός, ἢ τὸ εἶχαν ξεφαντώσει οἱ θαλασσινοὶ… ἄνθρωποι.
Τέλος, ἐπεβίβασε τὰ τέσσαρα ἐρίφια, καὶ ἀπῆλθε. Εἰς ὀλίγα λεπτὰ θὰ ἔφθανεν εἰς τὴν ἀκτήν.
Πλὴν τότε εἶδεν ὅτι ἡ φελούκα ἔκαμνε νερὰ πράγματι. Εἰς τὸν ἀνάπλουν
δὲν τὸ εἶχε ψηφίσει, ἐπειδὴ ἦτο μικρὸν τὸ κακό. Εἰς τὴν σπουδὴν καὶ
ἀνυπομονησίαν του, εἶχε ξεχάσει νὰ πάρῃ μαζί του μίαν φλάσκαν
ποιμενικήν, διὰ νὰ βγάζῃ τὰ νερά. Πλὴν τώρα, εἶχε παραγίνει. Ἡ φελούκα
ἦτον μισοβουλιαγμένη τῷ ὄντι.
Τὰ ἐρίφια ἔπλεον μέσα εἰς τὸ νερόν, καὶ αὐτὸς ἦτον πνιγμένος ὣς τὸ
γόνα. Ὁ δρόμος τῆς βάρκας ἐκόπτετο ἀπὸ τὸ βάρος. Ἡ θάλασσα ἤθελε τὸ
ἰδικόν της, διεξεδίκει τὸ θῦμά της.
Τέλος, χωρὶς νὰ βουλιάξῃ ὅλως διόλου ἀκόμη, κατώρθωσε νὰ φθάσῃ μέχρι
βολῆς λίθου ἀπὸ τῆς ἀκτῆς. Τότε ἀγκάλιασε τὰ τέσσαρα ἐρίφια, ἄφησε τὴν
βάρκαν νὰ βουλιάξῃ, κ᾿ ἐρρίφθη εἰς τὸ κῦμα. Μετὰ μίαν ἢ δύο ὀργυιὰς ἀφοῦ
ἔπλευσε, ἐβίασε τὸ φορτίον του νὰ πλέῃ, ἔφθασεν εἰς τὰ ρηχά. Τὰ ἐρίφια
ἐβέλαζον θλιβερῶς. Ἦτο εὐτυχὴς διότι δὲν ἐβιάσθη νὰ κάμῃ ἀβαρίαν.

Ἀπὸ τὴν ἄμμον τοῦ αἰγιαλοῦ, τὸν ἐχαιρέτισε μὲ εἰρωνείαν ἡ φωνὴ τοῦ Γιώργη τοῦ Σαγρῆ:
— Δὲ σοῦ εἶπα, Νάσο, πὼς ἡ βάρκα ἔκανε νερά;
Ὁ Νάσος, μισοπνιγμένος, ἀποστάζων ἀφροὺς καὶ ἅρμην, σφίγγων μὲ τὰς χεῖρας τὰ τέσσαρα ἐρίφια, ἀπήντησε:
— Δὲν ἔπαθε τίποτα ἡ βάρκα Γιῶργο, τὸ πρωὶ τὴν ξεβουλιοῦμε… Νὰ γλυτώσουμε πρῶτα τὰ ζωντανά, ἡ μέρα πού ᾽ναι αὔριο.
Ἐξημέρωνε Χριστούγεννα.
(1905)

“Τα κάλαντα” , Ναπολέων Λαπαθιώτης

Τα κάλαντα

Χριστουγεννιάτικο διήγημα

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα
όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν
είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…

— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν
τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια
σπίτια.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο
Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο
κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει,
κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…

Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…

Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.

Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη
βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν
καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…

Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η
πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια,
απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το
καλό»…

Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.

Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να
ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το
δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε
φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα
γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…

Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.

Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι
ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν
αδειανές.

Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί
ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα
πραγματικά παλικαριάς…

Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι
όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν
κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος
των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να
μάθουν κάποιο μυστικό…

Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.

Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες
συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες
περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου
ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε
«Καληνύχτα»…

Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.

Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το
μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε
πιάτα λουκουμάδες.

Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία,
βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…

Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…

Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…

Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…

Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα
πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις
βροχές.

Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός
δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν
τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού
βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…

Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη
φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε
στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό,
που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…

Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον
ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το
θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους
πιασμένοι απ’ τα χέρια.

Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν,
ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν,
το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να
ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου
άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα,
σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους
άλλους ήχους της Ορχήστρας!

Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι,
δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη
ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο
κρασί…

Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.

Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.

Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.

Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν
ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή
μιας αγελάδας…

Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα
στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη
καλύβα.

Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη
παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο
κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με
προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.

Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους
αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι
περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,

Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το
δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά
σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.

Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να
φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με
μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…

Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το
πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.

Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.

Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.

Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.

Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος.
Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο
γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να
γονατίσουν…

Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά.
Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία,
δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!

Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων
προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα
κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.

Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη
αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.

Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.

Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.

Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην
είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο
παράξενα ντυμένοι.

Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’
άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα
σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με
ζεντέφια.

Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της
καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και
προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα
κουτιά.

Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που
σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν
τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός…

Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και
τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’
ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…

* * *

Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…

Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’
αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που
ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.

Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους,
που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο
μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.

Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…

“Ἐπικαλέω τοι τὴν Θεόν…” Γιώργος Σεφέρης

Θέα από το Μουσείο της Ακρόπολης 11-12-15, Φωτογραφία: Μωβ κιμωλία

 

“Ἐπικαλέω τοι τὴν Θεόν…”
Λάδι στὰ μέλη,
ἴσως ταγγὴ μυρωδιὰ
ὅπως ἐδῶ στὸ λιόμυλο
τῆς μικρῆς ἐκκλησιᾶς
στοὺς χοντροὺς πόρους
τῆς σταματημένης πέτρας.

Λάδι στὴν κόμη
στεφανωμένη μὲ σχοινί,
ἴσως καὶ ἄλλα ἀρώματα
ποὺ δὲ γνωρίσαμε
φτωχὰ καὶ πλούσια
κι ἀγαλματάκια στὰ δάχτυλα


προσφέρνοντας μικροὺς μαστούς.
Λάδι στὸν ἥλιο
τρόμαξαν τὰ φύλλα
στοῦ ξένου τὸ σταμάτημα

καὶ βάρυνε ἡ σιγὴ
ἀνάμεσα στὰ γόνατα.
Ἔπεσαν τὰ νομίσματα
«Ἐπικαλέω τοι τὸν Θεόν…»

Λάδι στοὺς ὤμους
καὶ στὴ μέση ποὺ λύγισε
γρίβα σφυρὰ στὴ χλόη,
κι αὐτὴ ἡ πληγὴ στὸν ἥλιο
καθὼς σημαῖναν τὸν ἑσπερινὸ
καθὼς μιλοῦσα στὸν αὐλόγυρο
μ᾿ ἕνα σακάτη.
Γιώργος Σεφέρης

“Mια φορά κι έναν καιρό ήταν η επιστήμη”: Σειρά κινουμένων σχεδίων για τις εφευρέσεις και τις ανακαλύψεις σπουδαίων προσωπικοτήτων

Στρατής Τσίρκας

Αφιέρωμα της εκπομπής «Εποχές και Συγγραφείς» της ΕΡΤ.

Το έργο του
Στρατή Τσίρκα σχολιάζουν, μεταξύ άλλων, οι ακαδημαϊκοί Παναγιώτης
Μουλλάς  και Αλέξανδρος Καζαμίας, ενώ ο Παύλος Μαλουκάτος, σύζυγος της
αδερφής του Σ. Τσίρκα, φωτίζει πτυχές της προσωπικότητάς του. Πλούσιο
οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό πλαισιώνει την αφήγηση και αποτυπώνει τα
ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον συγγραφέα και την εποχή του.
Περιλαμβάνεται, επίσης, ηχητικό ντοκουμέντο, όπου ο Στρατής Τσίρκας μιλά
για τα γεγονότα που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή της
τριλογίας του.


Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com