Η Αρχαία Ελλάδα σε 18 λεπτά

 

Ὕμνος εἰς Ἥλιον, Μεσομήδης ὁ Κρής

 

Φωτογραφία: μωβ κιμωλία

Ὕμνος εἰς Ἥλιον

Χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς,
ῥοδόεσσαν ὃς ἄντυγα πώλων
πτανοῖς ὑπ’ ἴχνεσσι διώκεις,
χρυσέαισιν ἀγαλλόμενος κόμαις,
περὶ νῶτον ἀπείριτον οὐρανοῦ
ἀκτῖνα πολύστροφον ἀμπλέκων,
αἴγλας πολυδερκέα πάναν
περὶ γαῖαν ἅπασαν ἑλίσσων.
ποταμοὶ δὲ σέθεν πυρὸς ἀμβρότου
τίκτουσιν ἐπήρατον ἁμέραν.
σοὶ μὲν χορὸς εὔδιος ἀστέρων
κατ’ Ὄλυμπον ἄνακτα χορεύει,
ἄνετον μέλος αἰὲν ἀείδων,
Φοιβηΐδι τερπόμενος λύρᾳ.
γλαυκὰ δὲ πάροιθε Σελάνα
χρόνον ὥριον ἁγεμονεύει,
λευκῶν ὑπὸ σύρμασι μόσχων.
γάνυται δέ τέ σοι νόος εὐμενὴς
πολυείμονα κόσμον ἑλίσσων.
(Μεσομήδης ὁ Κρής, № 27 Pöhlmann & West 2001)

 

(Ελεύθερη απόδοση στα ν.ε.: Χρίστος Π. Φαράκλας.)

Ύμνος στον Ήλιο

Πατέρα εσύ της χιονοβλέφαρης Αυγής,
την κυκλική σου ρόδινη τροχιά ακολουθώντας
στα φτερωτά πάνω τα χνάρια των κελήτων σου
με κόμες καθαρόχρυσες μεθώντας
την πολυέλικτη πλέκεις ακτίνα τη χρυσή
γύρω από την απέραντη του ουρανού τη χάρη
και του φωτός π’ όλα τα βλέπει από ψηλά
το νήμα γύρω από τη γη κάνεις κουβάρι·
ποτάμια της δικής σου αθάνατης φωτιάς
τη μέρα την εράσμια γεννούνε,
ενώ για σένα ιλαροί των αστεριών χοροί
στου Όλυμπου τις γειτονιές γυρνοβολούνε
αιώνιο μέλος τραγουδώντας χαλαρά
του Φοίβου απολαμβάνοντας τη λύρα
και η Σελήνη που τον χρόνο μας μετρά
σε άρμα με λευκά μοσχάρια φέρνει γύρα.
Και νιώθει, Ήλιε, ο νους σου ο σπλαχνικός
χαρά μεγάλη, που περίτεχνα υφαίνει

μύριες στολές πολύχρωμες, φανταχτερές,
που η ποικιλία τους τον κόσμο ομορφαίνει.  

B. Η μουσική για τον «Ὕμνον εἰς Ἥλιον» του Μεσομήδους σύμφωνα με τους Pöhlmann & West (2001)

Η μωβ κιμωλία ευχαριστεί θερμά τον Χρίστο Π. Φαράκλα, για τη διάθεση του υλικού

 
🔊
 

 

Ὕμνος εἰς Νέμεσιν, Μεσομήδης ὁ Κρής

 “Justice and Divine Vengeance Pursuing Crime” (1808)Pierre-Paul Prud’hon, Μουσείο του Λούβρου


Ὕμνος εἰς Νέμεσιν

Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά͵

κυανῶπι θεά͵ θύγατερ Δίκας͵

ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν

ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ͵

ἔχθουσα δ’ ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν

μέλανα φθόνον ἐκτὸς ἐλαύνεις.

ὑπὸ σὸν τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ

χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα͵

λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις͵

γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις.

ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον μετρεῖς͵

νεύεις δ’ ὑπὸ κόλπον ὄφρυν ἀεί

ζυγὸν μετὰ χεῖρα κρατοῦσα.

ἵλαθι μάκαιρα δικασπόλε

Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά.

Νέμεσιν θεὸν ᾄδομεν ἀφθίταν͵

Νίκην τανυσίπτερον ὀμβρίμαν

νημερτέα καὶ πάρεδρον Δίκας͵

ἃ τὰν μεγαλανορίαν βροτῶν

νεμεσῶσα φέρεις κατὰ ταρτάρου.

(Μεσομήδης ὁ Κρής, № 28 Pöhlmann &
West 2001)

                                📚📑

Ύμνος στη Νέμεση  (Ελεύθερη απόδοση
στη Νεοελληνική
: Χρίστος Π. Φαράκλας)

Νέμεση εσύ
αεικίνητο μεταίχμιο της ζωής,

θεά με μάτια
σκοτεινά, της Δίκης συ καμάρι,

την κούφια οίηση
της φύσης της θνητής

με σιδερένιο
αναχαιτίζεις χαλινάρι.

Εχθρός της ύβρης
των θνητών της ζοφερής,

τον μαύρο φθόνο
απ’ τη ζωή τους εξορίζεις

και με την άνιχνη
τη ρόδα σου μπορείς

εσύ τις τύχες των
ανθρώπων ν’ αλωνίζεις.

Τις κορδωμένες
ταπεινώνεις κεφαλές

απαρατήρητη στο
πλάι τους περπατώντας·

με του χεριού
μετράς τον πήχη τις ζωές

και έναν ζυγό
πάντα περίσκεπτη κρατώντας.

Έλεος δείξε του
δικαίου λειτουργέ,

Νέμεση εσύ,
αεικίνητο μεταίχμιο του βίου.

Το όνομά σου
ψάλλουμε της Δίκης συνεργέ

στα τάρταρα την
έπαρση που ρίχνεις κάθε αχρείου.

 

Νέμεσις ἐπὶ
νομίσματος Μεσημβρίας ἐποχῆς Φιλίππου του Ἄραβος (244-249) πηγή: Χρίστος Π. Φαράκλας

 

Η ακατάπαυστη πάλη ανάμεσα σε δύο όντα, Ρομπέρτο Χουαρός

Φωτογραφία:Richard Calmes

Η ακατάπαυστη πάλη ανάμεσα σε δύο όντα

Η ακατάπαυστη πάλη ανάμεσα σε δύο όντα
είναι η πρώτη συνθήκη του είναι.

Είμαι ρόδο σημαίνει μάχομαι άλλο ρόδο,
ορατό ή αόρατο,
μάχομαι όλα τα ρόδα.
Και κάτι περισσότερο ακόμα:
σημαίνει μάχομαι ό,τι δεν είναι ρόδο.
Και κάτι ακόμα περισσότερο:
σημαίνει μάχομαι την ίδια του την απουσία ρόδου.

Η σκανδαλώδης πάλη
ανάμεσα σε δύο όντα που αγαπώνται
είναι πρόδηλη κατάφαση του είναι.
Του έρωτα η ήττα
ο θρίαμβος του είναι.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

 

«Ένα όνομα, μια ιστορία, μια φορά»

“Στη γιαγιά μου, Αθανασία”

Θα προτιμούσατε να λέγατε
 την ίδια  άχαρη ιστορία εκατό φορές ἠ  μία και να ξεμπερδεύατε;
Αν προτιμήσατε την πρώτη επιλογή, μη διαβάζετε παρακάτω. Αν κάνατε τη δεύτερη,
ελάτε να σας πω.

Γεννιέσαι μια φορά.
Χαρές, λουλούδια, κεράσματα στα μαιευτήρια, στα καφενεία, τηλέφωνα από τα
μακρινά τα ξένα. Και μετά αρχίζει. Η
 μάχη της μητέρας,  η  μητέρα των
μαχών: Η μάχη για το όνομα.

2.500 συζητήσεις  πάνω από ένα μωρό
δύο τρακόσια.

– Πώς να την βγάλουμε;

– Βασιλική θα την
βγάλουμε.–

– Μα… έχουμε ήδη 2
Βασιλικές, μητέρα. Μαζί με σας 3. Πώς θα την ξεχωρίζουμε την Βασιλική την 4η;;

– Θα τη βγάλουμε
Βασιλική, αλλά θα τη φωνάζουμε «Κούλα».

– Κούλες λέμε τις
κατσίκες στο χωριό μου. Δεν θα φωνάζω εγώ το παιδί μου «Κούλα μ’, Κούλα μ΄».
 Να τη βγάλουμε
«Αθανασία»;

… … …

Δυνάμει Αθανασία μπήκα
στην εκκλησία, χρίσματι Βασιλική βγήκα… Ποιος μου στέρησε την Αθανασία, το
βασίλειο της αιωνιότητας για ένα βασίλειο εξ αδιαιρέτου;

«Θανάση γιατί έκοψες
το άλφα από μπροστά; για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία
», λέει ο
Χριστιανόπουλος. Να ήταν μόνο ένα άλφα, ποιητά μου, πάει καλά. Αλλά να
  σου κόψουν 4 άλφα,
1 θήτα και 1
 νι ;;;;; Πώς θα τσεκάρεις  τις σωστές απαντήσεις στα κουτάκια multiple choices χωρίς ;

Τι κι αν έλεγε για χρόνια
η Μεσσηνιοπούλα μάνα, χωρίς να το έχει διαβάσει πουθενά, ότι δεν κάνει το όνομα
τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος το όνομα; Είναι η μοναδική περίπτωση που ο
Σέξπιρ με έπεισε περισσότερο:

 «Αυτός που κλέβει το
πορτοφόλι μου, κλέβει σκουπίδια… Αλλά αυτός που μου στερεί το καλό μου όνομα,
ληστεύει από μένα κάτι που εκείνον δεν θα τον κάνει πλούσιο, αλλά εμένα με
κάνει πραγματικά φτωχό
.», λέει ο Ιάγος στον Οθέλλο, εξυφαίνοντας την
εκδίκησή του.

… … …

-«Μα, δεν σου αρέσει το
Βασιλική;»

-«Όχι! Βα-σι-λι-κή έχει
τρία Ι στη σειρά (ι, ι, η) και μοιάζει να είναι τυλιγμένο σε ένα δέντρο.» είπα
11ετών σε μια γιορτή, γιατί και η εκδίκηση τόσα ι έχει. Και τα
 ζελεδάκια στον
ασημένιο δίσκο έλιωσαν με τη μία, η κρέμα από τα ΜΙΡΑΝΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ χύθηκε
στο μωσαϊκό και εγώ έχασα εις γνώσιν μου τις εκδρομές στον Άι Γιάννη τον Ρώσο
και ένα οικόπεδο δίπλα απ΄ το πατρικό του μουσουργού Δημήτρη Μητρόπουλου. Τι
σήμαινε το τύλιγμα στο δέντρο, και πώς μου ήρθε ποτέ δεν κατάλαβα. Μέχρι σήμερα
όμως το όνομα αυτό μου φαίνεται τυλιγμένο σε ένα δέντρο.

Ευτυχώς, η Μεσσηνιοπούλα
άκουγε κάθε μεσημέρι στο Ραδιόφωνο το «Πικρή Μικρή μου Αγάπη»
περιμένοντας πότε ο Αλέξης και η Βάνα θα παραδεχτούν, επιτέλους, τον έρωτά τους
και βρήκε εκεί το όνομά μου
και με γλίτωσε για πάντα από την αιχμαλωσία στο
δέντρο.

… … …

Θα μου πείτε παίζει ρόλο
το όνομα;

Ασφαλώς και παίζει ρόλο
το όνομα.
Nomen est omen1.

  • Θα διέπραττε ο Κάιν το έγκλημα, αν το όνομά του δεν
    σήμαινε «Καμία»; Με την καμία!
    Auf keinen Fall!     Ποια αντιζηλία για τη φακή; Για το όνομα έγινε το κακό.
  • «Οὖτις ἐμοί γ’ ὄνομα·», λέει ο Οδυσσέας στο  ι 366 και αν δεν έκανε τη χαζομάρα να πει το αληθινό του όνομα στο ι
    530 θα είχε γλιτώσει αυτός τόσους μπελάδες και τα
      παιδιά τόσο διάβασμα…
  • Θα τολμούσαμε να λέμε τον Πάρη της Ιλιάδας (που είχε
    διπλό όνομα Πάρις -Αλέξανδρος ) «τομάρι» και «χαμένο κορμί», αν λεγόταν
    μόνο
      Αλέξανδρος, από τη στιγμή  που ο Μεγαλέξανδρος έχει το  κόπι ράιτ μόνο για επαίνους;
  • Θα περνούσε ποτέ ο Καραϊσκάκης από την υπηρεσία του
    αρματολικίου των Αγράφων και των συγγενών του στην υπηρεσία του
    ελληνισμού και του ελεύθερου έθνους, αν λεγόταν Καραΐσκος, όπως ο πατέρας
    του, ή Ίσκος, όπως ο ετεροθαλής αδελφός του;

Ενώ: «Καραϊσκάκης»:
Μέχρι να φτάσεις από το Κάπα ως το ιώτα ακούς καρυοφύλλια να γεμίζουν, πελέκεις
να πετσοκόβουν, σπάθες
  να αστράφτουν και οι Τούρκοι είναι από ώρα φευγάτοι.

  • Θα τολμούσε ο Τζέημς Μποντ να συστηθεί, αν είχε το
    υπέροχο όνομα του
    Jon bon jovi; “ My name is Bond  Jon Bon Βond!”!
  • Θα ψήφιζε κανένας 18χρονος τον Τσίπρα, αν λεγόταν
    Αριστογείτων Τσίπρας; Και να μην έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται
    «Αρίστος», που σε πάει νοερά στο «λεβεντόπαιδο, Αρίστο, μπες στο μαγαζί
    και κλείστο
    », ούτε
     «Άρης» , που έχει και διακομματικό κέρδος:

1. σε πάει στο Βελουχιώτη
νοερά (γιατί πώς αλλιώς θα σε πάει ο Αλέξης στο Βελουχιώτη;) και
 

2. σε φέρνει νοερά και προς τον Ωνάση (σταθερή αξία αυτοδημιούργητου) Όχι,
όχι, ο Αριστογείτων Τσίπρας θα είχε πολύ χαμηλά ποσοστά
televoting στα νεανικά
κοινά.

  • Και αφήστε τα βουλευτικά έδρανα και πάμε στα
    τραγούδια: 1000 τραγούδια για Μαρίες, γιατί θέλει και εμπορική επιτυχία ο
    καλλιτέχνης, ο έντεχνος, ο κρυφολαολάγνος, 500 για Αννούλες και ούτε ένα
    για Φανουρία. Δεν μπορεί, δηλαδή, μια Φανουρία να εμπνεύσει φλογερό πάθος;
    (Κι αν δεν ήταν ο λατρεμένος Γιοκαρίνης με την «Ευλαμπία» του να ξεπλύνει
    την ντροπή του καλλιτεχνικού κόσμου, θα έλεγα κι άλλα για τον λαϊκισμό του
    Έντεχνου. )
  • Θα μπορούσαμε να πούμε «ό,τι του φανεί του
    Λωλοστεφανή», αν ο Στέφανος βαφτιζόταν Λάμπρος;
  • Θα έλεγε ποτέ ο Φούντας «Στέλλα φύγε, κρατάω
    μαχαίρι!» σε μια Φιλομήλα,
     Παναγούλα ή Ωραιοζήλη;
  • Θα μπορούσαμε να φωνάζουμε Σάκηηηηηηηη, αν ο Ρουβάς
    λεγόταν Αγαπήνορας ή Ιωνάθαν;
  • Και πόσα ταξίδια θα είχαμε όλοι κάνει, αν είχαμε  το κατάλληλο όνομα, καθώς “Το όνομα ολούθε πάει και όχι το σώμα.
    (Ευριπίδη
    Ελένη, στ. 650.)

Ελάτε, παραδεχτείτε το!

… … …

Εσείς, φίλοι μου,
διατηρείτε ακέραιο το βαπτιστικόν σας; Ή έχετε χαϊδευτικό; Κι αν έχετε
χαϊδευτικό, έχετε ένα ή κυκλοφορείτε με 2-3 εφεδρικά, άλλο για το γραφείο, άλλο
για τον σύντροφο και άλλο για το χωριό το Πάσχα; Μήπως σας λένε «Μαρία» και
έχετε στο οπλοστάσιό σας κάποιο από αυτά:

1.   
το
ψαγμένο: Μαρώ

2.   
το
φιλήδονο: Μύριαμ

3.   
το
μαμαδίστικο: Μαρίκα

4.   
το
χουχουλιάρικο: Μαράκι

5.   
το
μπόχο στάιλ: Μαριορή

6.   
το
wanna be artist: Μαριλού

7.   
το
wanna be writer: Μάρα

8.    το «πεθερά και μάνα όλα σε ένα, δεν θα με τρελάνετε εσείς εμένα»: Μαριλένα;

Έχουμε, άραγε, σκεφτεί
ποιον ακριβώς χαϊδεύει το χαϊδευτικό μας; Τα αυτιά μας; Ή τα αυτιά των άλλων;
Μήπως να μας βγάλουν και από αυτό το αδιέξοδο, οι ποιητές και οι συγγραφείς
μας, που πάντα μας ξελασπώνουν;

Οι ποιητές
μας δεν ξεκίνησαν πρώτοι να πληρώνουν στα βαπτιστικά τους τα ένσημα, αλλά να
δίνουν στα ψευδώνυμά τους τα εύσημα;

Δεν έχεις δικαίωμα να
υπογράφεις ως «Ὁνολουλού» ή «Φλόρα Μιράμπιλης», ενώ σε λένε Κωστή Παλαμά;
 

Δεν είναι μαγκιά σου να
λέγεσαι Ελένη Ουράνη
  Νεγρεπόντη, αλλά να δημοσιεύεις ως Άλκης Θρύλος;

Πειράζεις κανέναν  αν θες να
υπογράφεις ως Θεοτούμπης ή Σκνίπας ή Ντόρα Ρωζέττη, ενώ σε βάφτισαν Εμμανουήλ
(Ροϊδη) και αυτά ακόμη τα ψευδώνυμά σου, ενώ είναι δικά σου,
 τα βαριέσαι και
έχεις άλλα 31 να σου βρίσκονται;

Πέφτει σε κανέναν λόγος,
αν εσύ θες να λέγεσαι Δήμος Τανάλιας, ενώ το πραγματικό σου είναι Κώστας Βάρναλης

ή  Μίμης Χλαπάτσας ενώ όλοι σε ξέρουν ως  Κώστα Καρυωτάκη;

Συμπέρασμα;

Οι ποιητές  ευλόγησαν  την αμαρτία  να διαλέγουμε το
όνομά μας
  και να αποκαθιστάμε τις αδικίες που έγιναν εις βάρος μας είτε από αμέλεια,
είτε από αφέλεια, είτε
 από κουλτούρα. Γιατί είναι και εκείνοι  που βλέπουν το παιδί τους
σαν προέκταση της βιβλιοθήκης τους, είναι και εκείνοι που προκειμένου
  να διαφημίσουν
την προσωπικότητά τους,
 χρεώνουν στο παιδί τους  κάτι Ερνέστους, κάτι Μάξιμους, κάτι Μιχαήλ Αγγέλους, κάτι Μαρίες-Λουίζες-Ανναμπέλλες και άλλες φωτιζόμενες ταμπέλες.

Δεν μπορώ να αποκτήσω
ταυτότητα μέσω του ονόματός μου, οκ, 

αλλά δεν μπορείς και ΕΣΥ να αποκτήσεις
ταυτότητα μέσω του ονόματός ΜΟΥ.
 

Και οι ποιητές μας ξέρουν
ότι, όταν μας φωνάζουν οι άλλοι με το όνομα που εκείνοι θέλουν και όχι εμείς,
τον εαυτό τους καλούν και όχι εμάς, άρα
  έχουμε δικαίωμα να μην
απαντάμε. Και εάν επιμείνουν, μας συμβουλεύουν να λέμε:

«Ζητώ συγνώμη που δεν
απαντώ

Αλλά λάθος δικό μου δεν
είναι

Που δεν αντιστοιχώ

Σ’ αυτόν που σε μένα
αγαπάτε.

Ο καθένας μας είναι
πολλοί

Εγώ είμαι αυτός που
νομίζω πως είμαι.

Άλλοι με βλέπουν αλλιώς

Και πάλι λάθος κάνουν.

Μη με παίρνετε γι’ άλλον

Κι αφήστε με ήσυχο.»2

… … …

1 Ιανουαρίου 1987:
Φοιτητικός καφές με φίλους στον Προφήτη Ηλία στο Χαϊδάρι:

-«Σήμερα, παιδιά, έχω τη
γιορτή μου. Και πρέπει να χαίρομαι το όνομά μου. Και να κερνάω κιόλας. Το
κέρασμα ισχύει, λέω όμως να το καταργήσω αυτό το όνομα. Να το ανακαλέσω, όπως
οι πρωθυπουργοί τις υποσχέσεις τους, τα διαζύγια τους έρωτες και
  ο χρόνος τα
περήφανα στήθη.

– «Βρε ανόητη, μου λέει
ένας φίλος. Θα χάσεις μια γιορτή; Θα γιορτάζεις μόνο τα γενέθλιά σου και γιορτή
δεν θα ‘χεις. θα χάσεις την τιμητική σου (!). Θα χάσεις γλέντια και άδειες
υπηρεσίας δια την ονομαστικήν σου εορτήν, άσε τα δώρα που θα χάσεις!»

– «Αμάν!!! Έχεις δίκιο.»

 Όμως ξάφνου  μου ήρθε μια
ιδέα. Μια ιδέα βασιλική. Με τα βυσσινιά βελούδα της, με τους χρυσούς θυρεούς
της, με τα πορφυρά σανδάλια της, με τα όλα της:

«Φέρε μου την ατζέντα
σου, να δω το ημερολόγιο.

 Έχουμε και λέμε:

 7 Ιουλίου: της  Αγίας Κυριακής. Τέλειο!!!! Μ΄ αρέσει ο συμβολισμός.»

– «Όχι, όχι, θα λείπουν
όλοι διακοπές.»

«27 Μαϊου: τιμάται
ο όσιος… Αλύπιος, ο στυλίτης. Αχ, δεν μου πάει καθόλου ο συμβολισμός.»

– «Παράτα Μάιο. Πιάσε
Ιούνιο.»
  

«1 Ιουνίου: Τίνος
τη μνήμη τιμάμε; της Γερακίνας;;; Άλλο και τούτο! Το ΄ξερες εσύ ότι 1 Ιουνίου
γιορτάζει η μάνα του λεβέντη που δεν ζει γονατιστός;

11 Ιουνίου: Των Αγίων Πάντων; Γλιτώσαμε από τις συναυτοκράτειρες Βασιλικές, για να πα  να πέσουμε τώρα
στους Αγίους Πάντες; Ξαναπιάνω Μάιο.

6 Μαϊου:  του Ιωβ του Πολυάθλου! Αυτό είναι!!!!! Να η γιορτή μου, λοιπόν. Βέβαια, δεν
είναι 7 του μήνα, που είναι ο αγαπημένος μου αριθμός,
  αλλά και ο Ιωβ
είχε 7 γιους, 7.000 πρόβατα και έζησε 7 μέρες σιωπής, προτού βυθιστεί στο
σκοτάδι και ξαναβγεί στο φως»

… … …

6 Μαΐου: Μια εξαιρετική γιορτή, με τα κοντάκιά της, τα απολυτίκιά της και τις
ολόχρυσες ψηφίδες μιας ζωής απώλειας, τιμωρίας, θρήνου, εξορίας αλλά και πίστης
και αγώνα και φιλίας και αγάπης και δημιουργίας και …
αποκατάστασης (μια λέξη που ο
Σαραντάκος
a priori θα πρότεινε ως λέξη της δεκατίας του ‘80).   Ο Ιωβ  με τη συνέργειά του στον  περιπετειώδη βίο
του μου φαίνεται ο Οδυσσέας της Θρησκευτικής μας ζωής.

Και –σας αρέσει  δεν σας αρέσει –
ο Ιωβ είναι ο μόνος που έχει τολμήσει να πει κατά πρόσωπον του Θεού εκείνο που
όλοι σκεφτόμαστε και μετά ζητάμε συγχώρεση που το σκεφτήκαμε :

 « Διατί δὲ Κύριον ἔλαθον ὧραι, ἀσεβεῖς δὲ
ὅριον  ὑπερέβησαν ποίμνιον σὺν ποιμένι ἁρπάσαντες
;»
Ιώβ. 24,1-2

( =Γιατί φαίνεται σαν να
ξέφυγαν από την προσοχή του Κυρίου οι ημέρες δικαιοσύνης και ανταπόδοσης; Γι΄
αυτό το λόγο και οι ασεβείς καταπάτησαν τα όρια του ποιμνίου και
αποθρασύνθηκαν, ώστε να αρπάξουν ολόκληρο το ποίμνιο μαζί με τον ποιμένα
  του; )

Δεν ξέρω κανέναν άλλον
που τόλμησε να τα βάλει
  με τόση παρρησία με την ίδια την  Αρχή. Φιγουράρουμε στις
δεξιώσεις με τις μεταξωτές ιδέες μας, αλλά, όταν έρθουν τα δύσκολα στη ζωή μας
και μας κατσικωθεί ο φόβος στο σαλόνι, ανοίγουμε τη ντιβανοκασέλα της προσευχής
και της μετάνοιας και στρώνουμε για τις ιδέες μας ντιβάνι στο πλυσταριό.

… … …

Μετράμε δεκαετίες τώρα,
φίλοι μου, που στριμώξαμε την αφεντομουτσουνάρα μας στην ημέρα μνήμης του
δίκαιου Ιωβ. Του Ιωβ που ανέβασε κλίμακα στην πιο αλαφυραγώγητη αρετή της
βούλησης, την υπομονή. Και εμείς ακόμη παλεύουμε να κάνουμε υπομονή στη σειρά
του ΑΤΜ κάθε 13 και 27 του μήνα και να μην
  χάνουμε την
υπομονή μας, όταν κάποιος λέει:

«Βασιλική!!!! Και άλλαξες
αυτό το υπέροχο όνομα με το Βάνα;;;;;;;»

Κι αν με ξανακούσετε να
ξαναλέω αυτή την ιστορία…

εμένα να μη με λένε  Βάνα.

 

  Βάνα Δουληγέρη

Σημειώσεις:

 

  1. το όνομα είναι σημάδι (αλλά και κατάρα)
  2. «Η αποδοχή του εαυτού», Φερνάντο Πεσόα

 

Πρώτη δημοσίευση 

Ο Ζητιάνος, Ανδρέας Καρκαβίτσας- Ανάλυση, Απαντήσεις

Α. Εισαγωγικές επισημάνσεις και ένταξη του έργου στην εποχή του

Γραμματειακό είδος: Κοινωνικό νατουραλιστικό μυθιστόρημα με ηθογραφικά και πλούσια λαογραφικά στοιχεία. (απόσπασμα) 1896→1897

Η κατάταξη του Ζητιάνου σε ένα λογοτεχνικό γένος αποτέλεσε αντικείμενο φιλολογικού προβληματισμού και παραμένει ανοιχτό ζήτημα. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι είναι ηθογραφική νουβέλα, άλλοι μυθιστόρημα και ορισμένοι πολυσέλιδο διήγημα.. Ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης σημείωσε ότι στην Πεζογραφία πολλές φορές είναι δύσκολη η διάκριση της νουβέλας από το διήγημα, ενώ από την άποψη της σύνθεσης ευρύτερων καταστάσεων, η νουβέλα ανήκει σε έναν βαθμό στο γένος του μυθιστορήματος. Έπειτα από όλα αυτά – καταλήγει- δεν θα είχε νόημα να επιμείνουμε σε έναν μονολεκτικό ειδολογικό χαρακτηρισμό. Συνέχεια ανάγνωσης

Τα παράθυρα, Κ.Π. Καβάφης

Τα παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νά βρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θα ’ναι παρηγορία.—

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τά βρω. Και καλύτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία.

Ποιός ξέρει τί καινούρια πράγματα θα δείξει.

[1897, 1903]

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανάσταση στην Αγι- Αναστασά, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, Σκιάθος


Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης δὲν ἤθελε μόνον νὰ ἑορτάσῃ μὲ τοὺς συννομεῖς*
του χωριστὰ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀλλ’ ἐπεθύμει καὶ νὰ τελεσθῆ ἡ
Ἀνάστασις αὕτη ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ὡρισμένως εἰς τὴν Ἁγι’ Ἀναστασά.
Ἀφοῦ τὸ πάλαι* ἦτο ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ χῶρος οὗτος ἦτο καθιερωμένος εἰς λατρείαν
Χριστοῦ, διατί τάχα νὰ μὴ λειτουργῆται; Μάτην ὁ παπ – Ἀγγελὴς ἐξόδευε τὴν
ὀλίγην μάθησίν του καὶ τὴν ἔμφυτον λογικήν του, διὰ νὰ τὸν πείση ὅτι ἐζήτει
παράλογα. Ὁ αἰπόλος* ἔμεινεν ἀμετάπειστος.

– Πῶς θὰ λειτουργήσω, βλοημένε, σὲ ξεσκέπαστο μέρος; τοῦ ἔλεγεν ὁ
ἱερεύς. Εἶδες ποτέ σου λειτουργία  ἀπὸ κάτ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια;

– Καὶ μήγαρις ἡ Ἀνάσταση δὲν ψάλλεται παντοῦ στὸ ξεσκέπαστο;
ἀντέλεγεν ὁ βοσκός. Ἔχουν, ἄς ποῦμε,  ἐκκλησιὲς καλοχτισμένες μὲ πλάκες
καὶ μὲ κεραμίδια καὶ βγαίνουν, κατάλαβες, ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ ὄξου, γιὰ νὰ κάμουν
Ἀνάσταση κι ἡμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμ’ ἐκκλησιά, ἂς ποῦμε, δὲν μποροῦμε, κατάλαβες,
νὰ κάμουμ’ Ἀνάσταση σ’ ἕνα ξέσκεπο μέρος ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, κατὰ
πῶς λένε, ἐκκλησία;

Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξεν ἐν ἀμηχανίᾳ πρὸς στιγμήν, εἶτα τὸ βλέμμα
του ἐφωτίσθη, ὡς νὰ τοῦ ἦλθεν ἰδέα, καὶ εἶπε:

– Κάνουν Ἀνάσταση ὄξου ἀπ’ τὶς ἐκκλησιές, ναί, μὰ λειτουργία;…
Πῶς θὰ λειτουργήσουμε;

– Ἀπάνου στὰ μάρμαρα, ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ τ’ ἁι – βῆμα, ἂς ποῦμε.

– Μὰ δὲν εἶναι Ἁγία Τράπεζα ἐγκαινιασμένη.

– Τὸν παλιὸ καιρό, ποὺ τὴν εἶχαν κτίσει, δὲν ἦταν συγκαινιασμένη;

– Τὸ Πηδάλιο λέει, ὅταν βεβηλωθῇ μιὰ ἐκκλησία, νὰ μὴ
λειτουργιέται, ἂν δὲν ξανακτισθῆ καὶ ἐνκαινιασθῆ  πάλιν…

Τέλος ὁ ἱερεὺς εὗρε μέσον τινὰ ὅρον καὶ τὸν ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν
Γιάννην τὸν Κούτρην:

– Ἄς εἶναι, μποροῦμε νὰ κάμωμε Ἀνάσταση στὴν Ἁγία Ἀναστασιά, εἶπε,
καὶ ἀμέσως παίρνετε ὅλοι τὰ  πράγματά σας καὶ τὶς λαμπάδες σας ἀναμμένες,
καὶ πηγαίνομε κάτω στὴν Παναγία τὴ Δομὰν καὶ σᾶς λειτουργῶ ἐκεῖ…

Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ὑπεχώρησε, μὴ ἔχων ἄλλως νὰ πράξῃ.

 

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν εἰς τὸ ὕπαιθρον, φορέσας μαῦρον
ἐπιτραχήλι, καὶ ἤρχισε ν’ ἀναγινώσκῃ τὴν  παννυχίδα* καὶ τὸ «Κύματι
θαλάσσης», ὅλα διαβαστά. Εἶτα, ἀνάψας ἐντὸς τοῦ θυμιατοῦ μοσχολίβανον, 
ἐθυμίασε τοὺς παρεστῶτας ὅλους καὶ ποιήσας ἀπόλυσιν ἔβγαλε τὸ μαῦρον
ἐπιτραχήλι, ἐφόρεσεν ἄλλο  ἰόχρουν* μεταξωτὸν και λευκὸν φαιλόνιον* καὶ
ἀνάψας λαμπάδα, στραφεὶς πρὸς τὸν λαόν, ἤρχισε νὰ  ψάλλη μελωδικῶς τὸ
«Δεῦτε λάβετε φῶς», μεθ’ ὅ ἔψαλε «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτήρ».

Καὶ ἀφοῦ ἤναψαν τὰς λαμπάδας ὅλοι, ἀναγνοὺς* τὸ Εὐαγγέλιον καὶ
δοξάσας τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἤρχισε  μεγάλῃ καὶ βροντώδει τῆ φωνῆ τὸ «Χριστὸς
Ἀνέστη», ἀντιψάλλοντος καὶ τοῦ υἱοῦ του, παιδίου δωδεκαετοῦς, ὅστις τὸν εἶχε
συνοδεύσει ὡς συλλειτουργὸς εἰς τὴν ἐκδρομήν.

Ὡραία καὶ γλυκεῖα ἦτο ἡ σκηνὴ ἐντὸς τοῦ ἐρειπίου ἐκείνου, τοῦ
μεγαλομαρμάρου καὶ ἐπιβλητικοῦ εἰς τὴν  ὄψιν, ἀγλαϊζομένου* ἀπὸ τὸ τρέμον,
ὑπὸ τὴν πνοὴν τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, φῶς πεντήκοντα λαμπάδων,  σκηνὴ
φωτεινὴ καὶ σκιερά, διαυγὴς καὶ μυστηριώδης, ἐν μέσῳ γιγαντιαίων δρυῶν ὑψουσῶν
ὑπερηφάνως  τοὺς εἰς διαδήματα* κορυφουμένους κραταιοὺς κλώνους, μὲ τὰ
φρίσσοντα φύλα μαρμαίροντα* ὡς χρυσᾶς φολίδας ὑπό τὴν λαμπηδόνα* τῶν πυρσῶν, μὲ
σκιὰς καὶ σκοτεινὰ κενὰ ἐν μέσῳ τῶν κλάδων, ὅπου  ἐφαντάζετό τις
ἐλλοχεύοντα* ἀόριστα πνεύματα, ὑπάρξαντα πάλαι ποτέ. Δρυάδες* εὔσωμοι καὶ 
Ὀρεστιάδες* ραδιναί, ἐλευθέρως ἀνάσσουσαι ἀνά τοὺς πυκνοὺς δρυμῶνας*, καὶ
σήμερον  μεταμορφωθεῖσαι εἰς νυκτερινὰ τελώνια* καὶ μὴ τολμῶσαι νὰ
προβάλλωσιν εἰς τὸ φῶς τῶν ἀναστασίμων  λαμπάδων.

Ἐνῷ ὁ ἱερεὺς ἔλεγεν ὁμαλῆ τῇ φωνῆ τὰ εἰρηνικὰ καὶ ηὔχετο ὑπὲρ τῆς
«εὐσταθείας τῶν ἐκκλησιῶν,  εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς» κ.τ.λ., ὄπισθεν
τοῦ πρώτου πελωρίου κορμοῦ τῆς χιλιετοῦς δρυός, ὃν τρεῖς ἄνδρες, συνάπτοντες
τὰς ὀργυιάς, μόλις ἠδύναντο ν’ ἀγκαλιάσωσιν, ἠκούετο βραχὺς διάλογος
μεταξὺ  τριῶν ἢ τεσσάρων αἰπόλων*, ὧν ὁ πρῶτος, Γιάννης ὁ Κούτρης, ἔλυεν
ἀπαντῶν τὰς ἀπορίας τῶν ἄλλων.

Ἀλλ’ ὁ διάλογος διεκόπη ὑπὸ τῆς Φωνῆς τοῦ ἱερέως, ὅστις ἐν τῷ
μεταξὺ ἀπεδύθη τὰ ἄμφια καὶ ἔκραξε πρὸς τὸ ποίμνιόν του:

– Εἶστ’ ἕτοιμοι; Πᾶμε!

Δύο τῶν αἰπόλων ἔσπευσαν νὰ φορτώσωσι τὰ ἱερά, ὡς καὶ τὰ καλάθια
τῶν ποιμενίδων, περικλείοντα  ἑορτάσιμά τινα ἐφόδια εἰς πέντε ἢ ἔξ ὀνάρια,
ὁ ἱερεὺς ἐπέβη εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ οἱ ἄλλοι, πεζοί, οἱ μὲν  κρατοῦντες τὰς
λαμπάδας των ἀναμμένας μὲ τὴν ἀριστεράν, προσπαθοῦντες μὲ τὴν δεξιὰν νὰ
σκεπάσωσι  τὴν λαμπὴν ἀπὸ τῆς πνοῆς τῆς ἀπογείου αὔρας, οἱ δὲ ἀνάψαντες
μικρὰ φαναράκια, χρήσιμα εἰς τοὺς  αἰπόλους διὰ τοὺς νυκτερινοὺς
ἐπαυλισμοὺς* καὶ τοὺς ἀμολγοὺς* τῶν αἰγῶν των, ἐξεκίνησαν κατερχόμενοι πρὸς
βορρᾶν, εἶτα ἐστράφησαν ἀνατολικώτερον, βαίνοντες διὰ κακοτοπιᾶς, ἐφ’ ἧς δὲν θ’
ἀντεῖχον ἄλλοι  πόδες παρὰ τοὺς ἰδικούς των, ἐλαφρὰ πατοῦντες μὲ τὰ
τσαρούχια τὰ περιβάλλοντα τοὺς εὐκινήτους πόδας  των, βιάζοντες τὰ
γαϊδουράκια νὰ τρέχωσι, σύροντες μᾶλλον αὐτὰ εἰς τὸν δρόμον, τοποθετούμενοι
ἐξ  ἀριστερῶν, ὡς ἔμψυχα δίκρανα*, πρὸς ὑποστήριξιν τῶν φορτωμένων
ὑποζυγίων εἰς τὰ κρημνωδέστερα  μέρη. Δύο ἤ τρεῖς αὐτῶν, μὲ τὰς κάπας των,
ἤρχοντο τελευταῖοι, μετὰ συριγμῶν καὶ ἀκατανοήτων  μονοσυλλάβων ἄγοντες τὰ
αἰπόλιά* των μὲ τὰ μικρὰ ἐρίφια διὰ χαριεστάτων σκιρτημάτων* τρέχοντα
παρὰ  τὰς μητέρας των βελάζοντα ἐρωτηματικῶς, εἰς ἅ αἱ αἶγες ἀπήντων
ἀορίστως, μὴ ἔχουσαι πῶς νὰ ἐξηγήσωσι τὴν ἀσυνήθη νυκτοπορίαν.

Ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει πρὸ τοῦ μεσσνυκτίου, καὶ ὁ δίσκος της,
ὑπέρυθρος ὀλίγον, ἐφαίνετο ὄπισθεν τῶν κορυφῶν ὑψηλῶν δένδρων, πότε ἐκρύπτετο,
κατὰ τοὺς ἑλιγμοὺς τῆς πορείας ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ. Καὶ οἱ  θάμνοι ἐσείοντο
πανταχοῦ, ὄθεν διέβαινεν ἡ πομπή, καὶ τὰ ἔντομα ἐξεγείροντο παράωρα ἐκ τοῦ
ὕπνου των  καί τινα μυιγάρια ἐξορμῶντα ἐπέτων φαιδρῶς περὶ τὰς ἀνημμένας
λαμπάδας, ὑποβοΐζοντα, καίοντα τὰς  μικκύλας πτέρυγάς των ἢ καταστρέφοντα
μετὰ τελευταίου βόμβου τὴν ἐφήμερον ὕπαρξίν των εἰς τὴν  πρόσψαυσιν τῆς
φλογός. Τὰ νυκτοπούλια ἔφτυγον φοβισμένα ἀπὸ σχοῖνον εἰς κόμαρον, ἀπὸ αἱμασιὰν*
εἰς δένδρον, προσθέτοντα τὸν ἐλαφρὸν θροῦν τῶν πτερύγων των εἰς τὸ ἁβρόν,
ἐναρμόνιον φύσημα τῆς αὔρας, τῆς ὀρθρίας. Καὶ ἡ ἀγραμπελιὰ ἡ χιονανθής, ἡ
λευκάζουσα καὶ μυροβολοῦσα εἰς τοὺς φράκτας, λευχείμων* μυροφόρος ἑορτάζουσα
τὴν Ἀνάστασιν, καὶ ὁ κισσὸς καὶ τὸ ἁγιόκλημα, πλόκαμοι τῆς ἀνοίξεως, ἐξαπλούσης
τὴν μυροβόλον κόμην της ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν ἐν τῆ νυκτὶ τὴν
εὐωδίαν των εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ ἡ ἀργυρᾶ ἀμμόκονις τῶν ἄστρων ὠλιγόστευεν ἐπάνω,
καθ’ ὅσον ὑψοῦτο ἡ σελήνη, καὶ ἡ ἀηδὼν ἠκούετο μινυρίζουσα*, βαθιὰ εἰς τὸν
μυχὸν τοῦ δάσους καὶ ὁ γκιώνης μὴ δυνάμενος νὰ διαγωνισθῆ πρὸς τὴν λιγυρὰν*
ἀδελφὴν του, ἔπαυσε πρὸς καιρὸν τὸ θρηνῶδες ᾆσμά του.

Εἶχον κατέλθει ἤδη πολὺ βαθιά, κάτω εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀντικρύ των
ἔβλεπον μακρὰν τὸ πέλαγος, κυανῆν  ὀθόνην*, ἀμυδρῶς ἐπαργυρουμένην ἀπὸ τὰς
ἀκτῖνας τῆς σελήνης. Ἠκούσθη δὲ μετ’ ὀλίγον βαθὺς  παφλασμός, ὡς χειμάρρου
καταφερομένου μετὰ δούπου ἀπὸ τῶν βράχων, κρότος συνεχής, ἰσχυρός, 
μονότονος. Ἦτο τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας τῆς Δομάν, ἀπὸ τῶν ὑδάτων τοῦ ὁποίου
εἴκοσι νερόμυλοι ὑδρεύοντο τὸ πάλαι καὶ πολλαὶ ἑκατοντάδες στρέμματα κήπων μὲ
κλιμακωτὰς αἱμασιὰς* ἐπιαίνοντο* ἀπὸ τὸ δροσερὸν νᾶμα* του. ᾽Εκεῖ ἀντικρὺ
προέκυπτεν ἐπ’ ἄκρας τῆς θαλάσσης τὸ παλαιὸν φρούριον, τὸ ὁποῖον ἦτο ποτὲ
κατοικία ἀνθρώπων, πρὶν γίνῃ γλαυκῶν φωλεὰ καὶ λάρων ὁρμητήριον. Εἰς τὸ
ἀκένωτον ρεῦμα τῆς Παναγίας τῆς Δομὰν ὠφείλετο ἡ εὐδοκίμησις πάσης φυτείας καὶ
πάσης βλαστήσεως κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους χρόνους.

Ἦτο ἤδη ὡς δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὅταν ὁ παπ – Ἀγγελὴς καὶ οἱ
αἰπόλοι του ἔφθασαν εἰς τὴν Παναγίαν  τὴν Δομάν. Τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον ἦτο
κτισμένον ὑπὸ συστάδα πελωρίων δένδρων, περιβαλλόμενον γραφικῶς ὑπ’ αὐτῶν,
σκεπαζόμενον φιλοστόργως ἀπὸ τοὺς κλώνους των. Ὁ ναΐσκος ἦτο πενιχρός, ἀλλὰ
διετηρεῖτο καὶ ἦτο λειτουργήσιμος. ῏Ητο δὲ ἕν τῶν ὀλίγων ναϊδίων, ὅσα ἐσῴζοντο
ὄρθια ἀπὸ τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς. Γείτονες αὐτοῦ, χαμηλότερα πρὸς τὴν θάλασσαν,
ἦσαν τὸ πάλαι ἐντὸς τῆς κοιλάδος, τῆς συνεχομένης μεταξὺ δύο ἀκτῶν, πάμπολλοι
ναΐσκοι, ἕως τέσσαρες δωδεκάδας. Οἱ πλεῖστοι ἦσαν σήμερον  ἐρείπια. ῾Η
Παναγία τῆς Δομάν, ἁπλῆ ἀναπαράστασις τῆς Ζῳοδόχου Πηγῆς τοῦ Βυζαντίου
καὶ  περιβαλλομένη ὡς μὲ στέφανον ἀπὸ τὸν ἀειθαλῆ κόσμον τῶν πελωρίων
δένδρων της ἵστατο ἀκόμη ὀρθή, καὶ ἐφαίνετο λέγουσα πρὸς τοὺς ἀδελφούς της,
ὅσοι εἶχαν γονατίσει, καταβληθέντες ἀπὸ τὸν κάματον τῆς  διὰ τόσων αἰώνων
πορείας: «Παρηγορηθῆτε, σᾶς ἀντιπροσωπεύω ἐγώ!».

᾽Εν ριπῇ* ὀφθαλμοῦ ἐφωταγωγήθη τὸ παρεκκλήσιον, καὶ αἱ ποιμενίδες
ἤναψαν πάμπολλα κηρία εἰς τὰ δύο  μανουάλια, καὶ ἀνάψασαι πῦρ εἰς τὸ
ὑπήνεμον ἔξω τῆς θύρας καὶ στήσασαι μεγάλην χύτραν παρεσκεύαζον τὴν σούπαν. Καὶ
ὁ ἱερεύς, λαβὼν καιρόν*, ἐφόρεσεν ὅλην τὴν ἱερατικήν του στολήν, καὶ ὁ υἱός του
ὁ συλλειτουργὸς ἔψαλλε τὸν κανόνα.

Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, πραγματοποιήσας τὸ ὄνειρόν του, τοῦ νὰ
παρίσταται εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὡς  ἐπίτροπος, ἐπρωτοστάτει εἰς τὸ ἄναμμα καὶ
σβήσιμον τῶν κηρίων, πατῶν αὐτὰ ἐνίοτε μὲ τὸ τσαρούχι του, μιμούμενος τὸν
ἐξάδελφόν του, τὸν Γιάννην τὸν Λαδίκαν, καὶ ὅστις ἵστατο δεξιόθεν εἰς τὸν
χορόν, μὲ τόσην σοβαρότητα, ὥστε βλέπων τις αὐτὸν θὰ τὸν ἐνόμιζε ψάλτην, ἐξ
ἰδιοτροπίας σιωπῶντα.

Περὶ τὸ λυκαυγὲς* ἔληξεν ἡ λειτουργία, καὶ ὁ οὐρανὸς πορφυρίζων
ἐκεῖ πρὸς ἀνατολὰς ἔσμιγε μὲ τὴν θάλασσαν, κυανῆν ἁπλουμένην κάτω, ἡ δὲ σελήνη
ὠχρίασε καὶ τὰ ὀλίγα ἄστρα ἀνὰ ἓν ἔσβηναν τρέμοντα εἰς τὸν αἰθέρα. Καὶ ἡ Ἠὼς*
ἀνέτειλε μὲ ὅλην τὴν πορφυρᾶν αἴγλην*, καλλωπίζουσα μὲ γλυκὺ ἐρύθημα βουνά,
κοιλάδας καὶ δάση. Ἐφάνη δὲ τότε, ἀποβαλοῦσα* τὴν μυστηριώδη τῆς νυκτὸς
περιβολήν, ἐν ὅλῃ τῇ καλλονῇ της ἡ μαγευτικὴ θέσις τῆς Παναγίας Δομάν. Δεξιὰ τὸ
ὑψηλόν, βραχῶδες καὶ τεμνόμενον* ἀπὸ εὐθαλεῖς* χαράδρας βουνόν, τὸ ἀπολῆγον εἰς
τὴν κρημνώδη ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη. Ἀριστερὰ λόφοι, κοιλάδες καὶ δάση γραφικῶς
ἐναλλάσσονται εἰς τὸ βλέμμα Ἀντικρὺ ὁ γυμνὸς καὶ ἄγριον μεγαλεῖον ἀποπνέων
βράχος τοῦ Κάστρου, μὲ τὰ δύο πρὸ αὐτοῦ πετρώδη νησίδιο, καὶ πέραν πέλαγος
ἀχανές, φωσφορίζον εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ὑποφώσκοντος* ἡλίου.

Καὶ εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος, πρὸς βορρᾶν, ἡ Χαλκιδικὴ μὲ τοὺς
τρεῖς λαιμούς της, ὑπὲρ οὕς ἐξέχει ὡς  βαθμὶς κεραυνωθείσης τιτανείου
κλίμακος πρὸς ἀνάβασιν εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ λευκόφαιος κῶνος τοῦ Ἄθω μὲ τὴν
κορυφὴν πρὸς τὰ σύννεφα, πρὸς δυσμὰς τὸ Πήλιον, μὲ τὰς ἀναριθμήτους κοιλάδας
του καὶ μὲ τὴν θεσπεσίαν του βλάστην, καὶ πέραν αὐτοῦ ἡ κορυφὴ τοῦ Κισσάβου, ὡς
κεφαλὴ ἐμπηγμένη ἐπὶ κορμοῦ ξένου. Καὶ τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας Δομὰν δὲν
κατεφέρετο πλέον ὡς πρίν, μετὰ βαθέος παφλασμοῦ εἰς τὴν βραχώδη κοιλάδα, ἀλλ’
ἅμα τῆ ἀνατολῆ τῆς ἡμέρας τὸ νερὸν ἔρρεε μορμυρίζον, μαλακῶς κυλιόμενον ἐπάνω
εἰς τὰ βρύα καὶ εἰς τὰ ἀγριοσέλινα, διότι ἐξύπνησαν,τῆς ἡμέρας οἱ πολλοὶ καὶ
προσφιλεῖς κρότοι.

Τέλος ἐφάνη τοῦ ἡλίου ἡ πρώτη ἀκτὶς καὶ ἀνέθορεν* ἀπὸ τῆς θαλάσσης
μία πυρίνη, παμφαὴς* γραμμὴ τοῦ πανεκλάμπρου φωστῆρος*. Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμὴν
ἠκούσθη πρώτη μεγάλη καὶ ἐπιβλητικὴ φωνή, ὁ κλαγγασμὸς* τοῦ ἀετοῦ,
χαιρετίσαντος τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου ἐπάνω εἰς τὸ βουνόν, ἀπὸ τῆς ἀφθάστου καὶ
ἀπατήτου ἐπὶ τῶν ἀπορρώγων* βράχων καλιᾶς* του. Καὶ δευτέρα χαιρετιστήριος φωνὴ
ἠκούσθη, ὁ κακκαβισμὸς* τοῦ ἱέρακος, ὁ κρωγμὸς* τοῦ ἱέρακος ἐπάνω εἰς τὸ
βουνόν, εἰς μίαν ὑψηλὴν χαράδραν τοῦ ἰλιγγιώδους βουνοῦ τοῦ Κουρούπη, ἐκεῖ
ἐπάνω. Καὶ τρίτη φωνὴ κλιμακηδὸν ἐχαιρέτησε τὸ παμφαὲς ἄστρον τῆς ἡμέρας, ὁ
τιτυβισμὸς* τῆς πέρδικας καὶ τῆς τρυγόνος εἰς τὸ μεσοϋψὲς* τῆς κοιλάδος. Καὶ τελευταία
ἀμέσως ἐχαιρέτισε διὰ τοῦ μινυρισμοῦ* της τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου ἡ γλυκεῖα
χελιδών, ἡ ἐπανευροῦσα καὶ ἐφέτος τὴν φωλεάν της ἄθικτον εἰς τὰ ἱερὰ
σκηνώματα*, εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου, ὡς καὶ εἰς τὰ καλύβια τῶν χωρικῶν καὶ εἰς
τὰς οἰκίας τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν τῆς πόλεως.

Τότε καὶ τὰ κατσικάκια, αἰσθανθέντα τὸ θάλπος* τῆς ἡμέρας, ἤρχισαν
τὰ σκιρτήματά των, εὐφραινόμενα εἰς τὴν ἐπαφὴν τοῦ χόρτου, προσπαίζοντα περὶ
τὰς μητέρας των, ὑποβάλλοντα τὸ μικκύλον* ρύγχος ὑπὸ τὸν μαστὸν – καὶ δὲν
ἤξευρον ὅτι ἡ λεπὶς τοῦ σφαγέως ἔστιλβε* καὶ αὑτὴ πρὸς τὸν ἀνατέλλοντα
ἥλιον….

Ἐκεῖ, ὑπὸ τὰ ὑψηλὰ δένδρα, τῶν ὁποίων οἱ κλῶνοι, μὲ βόμβυκας καὶ
μὲ θυσάνους τριχοειδῶν φύλλων  κοσμούμενοι, ἐσείοντο ὑπὸ τῆς πρωινῆς αὔρας
ἄνω τοῦ ρεύματος τοῦ κυλίοντος μετὰ ψιθύρου τὸ διαυγὲς νᾶμά του κάτω εἰς τὴν
κοιλάδα, ἐκάθισαν ἡδονικῶς ὅλοι οἱ βοσκοί, μὲ τὰς ποιμενίδας καὶ τὰς
βοσκοπούλας των, στρώσαντες ἀφθόνους πτέρεις καὶ παχείας φυλλάδας καὶ ἤρχισαν
νὰ διαμελίζωσι τὰ εὐωδιάζοντα ἐπὶ τῆς σούβλας ἀρνία καὶ τὰ ἐρίφια.

Ἔφαγον καὶ ηὐφράνθησαν ὅλοι, καὶ ἀφοῦ ὁ παπ – Ἀγγελὴς ηὐλόγησεν ὡς
ἔδει τὴν φλάσκαν*, τὴν  μετεβίβασε, μεγάλην ὑπόχλωρον ἀκόμη, δι’ ὲρυθρᾶς
δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν* καὶ φυσῶσαν ἀκαταλήπτους ἤχους
ἔνδοθεν, εἰς χεῖρας τοῦ ἐκ δεξιῶν του καθημένου προεστῶτος τῆς ὁμάδος,  τ’
Γεώργη τ’ Παναγιώτ᾽, ὅστις ἐγερθεὶς προσηγόρευσε διὰ μακρῶν τὴν ὁμήγυριν:

– Κ᾽στὸς ἀνέστ, βρὲ παιδιά! Ἀληθ᾽νὸς οὑ Κύριους! Ζῆ κι βασιλεύει!
Γειά μας! Καλὴ γειά! Διάφουρου! Καλὴ  καρδιά! Καλὴ γερουσύνη ὅλοι μας! Χρόνους
πολλοὺς κι τ’ χρόν’ νά ᾽μαστε καλά! Καλὴ χρονιά σας! Πολλὰ τὰ ἔτ᾽, παπά μ᾽! νὰ
χαίρισι τὸ πετραχήλι σ᾽ !

Ἐφημ. «Ἀκρόπολις» 1892

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Πηγή : Αναγνωστικό Γ’ Γυμνασίου 1966

Πηγή Φωτογραφιών

 

 

Ozymandias, Percy Bysshe Shelley

 Ozymandias

 

I met a traveller
from an antique land,

Who said—“Two
vast and trunkless legs of stone

Stand in the
desert. . . . Near them, on the sand,

 


Half sunk a
shattered visage lies, whose frown,

And wrinkled lip,
and sneer of cold command,

Tell that its
sculptor well those passions read

Which yet
survive, stamped on these lifeless things,

The hand that
mocked them, and the heart that fed;

And on the
pedestal, these words appear:

My name is Ozymandias,
King of Kings;

Look on my Works,
ye Mighty, and despair!

Nothing beside
remains. Round the decay

Of that colossal
Wreck, boundless and bare

The lone and
level sands stretch far away.”

 

Shelley’s Poetry and Prose (1977)

Πηγή

Μανόλης Αναγνωστάκης

“Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό”.

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com