Ο κυνικός, Α. Π. Τσέχωφ

M.C, Escher, Η συνάντηση, Λιθογραφία 1944


Μεσημέρι. Ο διευθυντής του
«Θηριοτροφείου αδελφών Πινχάου», απόστρατος ανθυπασπιστής Γιεγκόρ
Σιούσιν, ένα γεροδεμένο παλικάρι με πλαδαρό, λιπόσαρκο πρόσωπο, φορώντας
μια βρώμικη πουκαμίσα και ένα λερωμένο φράκο ήταν ήδη μεθυσμένος.
Μπροστά στο κοινό στριφογύριζε σαν διάβολος: έτρεχε, χαχάνιζε,
περιστρεφόταν, έπαιζε με τα μάτια του και κυριολεκτικά ακκιζόταν με χοντροκομμένες κινήσεις και ξεκούμπωτο σακάκι. Όταν το μεγάλο κουρεμένο
κεφάλι του ήταν γεμάτο από αναθυμιάσεις του κρασιού, το κοινό τον
αγαπούσε. Εκείνες τις στιγμές δεν του ήταν εύκολο να «μιλάει» για τα
θηρία, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε ένα νέο, αποκλειστικά δικά του τρόπο.


– Πώς να σας μιλήσω;- ρωτούσε το κοινό, κλείνοντας το μάτι του. – Απλά ή με τη βοήθεια της ψυχολογίας και των ροπών;


– Με την βοήθεια της ψυχολογίας και των ροπών!


– Bene!
Ξεκινάω! Αφρικανικός λέων! – έλεγε, ταλαντευόμενος και κοιτάζοντας
ειρωνικά το λιοντάρι, το οποίο καθόταν στην άκρη του κλουβιού,
ανοιγοκλείνοντας μειλίχια τα μάτια του. – Συνώνυμο της παντοδυναμίας που
συνδυάζει την χάρη, την ομορφιά και την υπερηφάνεια του ζωικού
βασιλείου! Κάποτε, στα χρόνια της νιότης του, σαγήνευε με την δύναμη και
το μουγκρητό του προκαλούσε τρόμο στην γύρω περιοχή, τώρα όμως… Χο – χο
– χο… τώρα όμως, κάθεται σα βλάκας μέσα στο κλουβί… Τι χαμπάρια
φιλαράκο λιοντάρι; Αράζεις; Φιλοσοφείς; Καλά θα ήταν να τρέχεις στα
δάση, μα έτσι όπως είσαι πού να πας! – νόμιζες πως δεν υπάρχει πιο
δυνατό θηρίο, πως είσαι τόσο ανεξάρτητος, μα έτσι όπως ήρθαν τα
πράγματα, κατάλαβες πως η μοίρα είναι πιο δυνατή…παρόλο που κι αυτή χαζή
είναι, μα πιο δυνατή παρόλα αυτά… Χο-χο-χο! Βλέπεις πού σ’ έφεραν οι
διάβολοι από την Αφρική! Ούτε καν που σου ‘χε περάσει από το μυαλό πως
θα καταλήξεις εδώ!  Κι εμένα όμως φιλαράκο μου, ο διάβολος με πήρε και
με σήκωσε! Και στο γυμνάσιο πήγα και στην καγκελαρία και τοπομέτρης
έκανα και στον τηλέγραφο δούλεψα και σε στρατιωτικό εργοστάσιο και σε
φάμπρικα μακαρονιών… Ένας διάβολος ξέρει μόνο που δεν δούλεψα! Τελικά
όμως στο θηριοτροφείο κατέληξα… στη δυσωδία… Χο-χο-χο!


Το κοινό, μπολιασμένο με το ειλικρινές γέλιο του μεθυσμένου Σιούσιν, χαχάνιζε κι αυτό.


– Για δες, θέλει την λεφτεριά του! –
έλεγε κλείνοντας το μάτι στο λιοντάρι ένας πιτσιρίκος που μύριζε άρωμα
και είχε ένα πρόσωπο σκεπασμένο με πολύχρωμες πλαδαρές κηλίδες.


– Δεν έχει να πάει πουθενά! Ακόμη κι αν
τον αφήσουμε, πίσω στο κλουβί θα γυρίσει. Συμβιβάστηκε. Χο-χο-χο! Η ώρα
σου ήρθε λέοντα να πεθάνεις! Τι κάνεις πια εδώ αδελφάκι μου, γιατί το
τραβάς; Μόνος σου πρέπει να ψοφήσεις! Δεν έχεις να περιμένεις τίποτα! Τι
με κοιτάς; Καλά τα λέω!


Ο Σιούσιν οδηγούσε το κοινό στο επόμενο κλουβί, όπου χτυπιόταν και πηγαινοερχόταν μία αγριόγατα.


– Αγριόγατα! Η πρόγονος των γάτων και
των γατιών σας! Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις μήνες από τότε που την
έπιασαν και την έκλεισαν στο κλουβί. Γρυλίζει, τρέχει πέρα δώθε,
λαμποκοπούν τα μάτια της, δεν επιτρέπει σε κανέναν να την πλησιάσει.
Μέρα και νύχτα γρατζουνάει το κλουβί: ψάχνει την έξοδο! Θα έδινε ένα
εκατομμύριο, τη μισή της ζωή, τα παιδιά της, αρκεί να μπορούσε τώρα να
γυρίσει στο σπίτι της. Χο-χο-χο… Γιατί χτυπιέσαι, βλαμμένη; Γιατί
παιδεύεσαι; Δεν πρόκειται να βγεις από ‘δω! Θα ψοφήσεις, μα δεν θα βγεις!
Άρχισε, λοιπόν, να συνηθίζεις, συμβιβάσου! Να ξέρεις πάντως πως όχι μόνο
θα συμβιβαστείς, μα θα γλείφεις και τα χέρια μας, ναι τα δικά μας χέρια
που σε βασανίζουν! Χο-χο-χο… Εδώ, φίλη μου, είναι η κόλαση του Δάντη:
εγκαταλείψετε κάθε ελπίδα!


Ο κυνισμός του Σιούσιν άρχισε σιγά – σιγά να εκνευρίζει το κοινό.


– Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το αστείο εδώ- είπε κάποιος με στεντόρια φωνή.


– Τρίζει τα δόντια κι ούτε ξέρει το γιατί, το κάνει με τόση χαρά…- είπε ο ελαιοχρωματιστής.


– Αυτός είναι ο πίθηκος!- συνέχιζε ο
Σιούσιν, πλησιάζοντας το επόμενο κλουβί. – Άχρηστο ζώο! Ξέρω πως μας
μισεί, θα ήταν τρισευτυχισμένη, αν μπορούσε να διαλύσει το κλουβί,
κοιτάξτε όμως πώς χαμογελάει και μας γλείφει τα χέρια! Δουλική φύση!
Χο-χο-χο… Για ένα κομματάκι ζάχαρης είναι ικανή να προσκυνήσει τον
βασανιστή της και να κάνει τον γελωτοποιό… Δεν μ’ αρέσουν αυτά!… Αυτό
όμως σας το συστήνω, η γαζέλα!- λέει ο Σιούσιν, οδηγώντας το κοινό στο
κλουβί, όπου καθόταν μία μικρή, αδύνατη γαζέλα με μεγάλα, κλαμένα μάτια!
– Αυτή είναι έτοιμη πια! Δεν πρόλαβε να βρεθεί μέσα στο κλουβί κι είναι
έτοιμη να τα κακαρώσει: είναι στο τελευταίο στάδιο της φυματίωσης!
Χο-χο-χο… Κοιτάξτε: τα μάτια σας είναι σχεδόν σαν ανθρώπινα, κλαίνε!
Κατανοητό! Νέα είναι, όμορφη, θέλει να ζήσει! Κανονικά, θα έπρεπε να
είναι ελεύθερη, να τρέχει με τα όμορφα αρσενικά, να μυρίζονται, κι αντί
γι’ αυτό είναι εδώ, σε τούτα τα βρωμερά άχυρα, όπου έχει αυτές τις
βρωμερές μυρωδιές των σκύλων και των αλόγων. Τι παράξενο όμως που είναι,
αργοπεθαίνει και στα μάτια της λάμπει η ελπίδα! Τι σου είναι η νιότη!
Ε; Χαρά σ’ εσάς τους νεαρούς! Εσύ όμως άδικα ελπίζεις, μητερούλα μου! Θα
τινάξεις τα πέταλα ελπίζοντας. Χο-χο-χο…


– Φίλε, σε παρακαλώ, μην την τυραννάς μ’ αυτά που λες…- είπε ο μπογιατζής συνοφρυωμένος. – Είναι απαίσιο αυτό που κάνεις!


Το κοινό δεν γελούσε πια. Χαχάνιζε και
ξεφυσούσε μόνο ο Σιούσιν. Όσο εκνευριζόταν το κοινό, τότε πιο δυνατά και
υστερικά γελούσε. Οι άλλοι όμως είχαν αρχίσει να προσέχουν πως είναι
άσχημος, βρώμικος, κυνικός και τότε στο βλέμμα τους φάνηκε το μίσος και η
κακία.


– Αυτός εδώ είναι ένας γερανός,
αυτοπροσώπως!- είπε χωρίς να χάνει το κουράγιο του Σιούσιν, πλησιάζοντας
το γερανό που στεκόταν μπροστά σε ένα κλουβί. – Γεννήθηκε στη Ρωσία,
πέταξε στον Νείλο, όπου συζητούσε με κροκόδειλους και τίγρεις. Είχε ένα
θαυμάσιο παρελθόν… Κοιτάξτε: είναι σκεφτικός και συγκεντρωμένος! Είναι
τόσο απασχολημένος με τις σκέψεις του που δεν προσέχει τίποτα… Όνειρα,
όνειρα! Χο-χο-χο!… «Να, θα τους βαρέσω όλους στο κεφάλι, θα πετάξω μέσα
από το παραθυράκι και θα πάω ψηλά, στον γαλανό ουρανό, στο ουράνιο
λαζούρι! Κι εκεί, ψηλά στον γαλανό ουρανό, θα έχει τώρα σμήνη γερανών που
πετούν προς τις ζεστές χώρες και κρώζουν κρα…κρα…κρα…» Ω, κοιτάξτε:
σήκωσε ψηλά τα φτερά του! Αυτό σημαίνει πως  πάνω στην κάψα των
ονειροπολήσεών του θυμήθηκε πως οι φτερούγες του είναι κομμένες και
ένιωσε την φρίκη να τον κυριεύει, η απόγνωση. Χο-χο-χο… Απροσκύνητη
φύση. Οι φτερούγες έτσι κομμένες θα κρέμονται για πάντα, μέχρι να
ψοφήσει. Ασυμβίβαστος, περήφανος! Εμείς όμως, αδιαφορούμε παντελώς για
σένα και για το ότι είσαι ασυμβίβαστος! Είσαι περήφανος, αδούλωτος, εγώ
όμως χαχανίζω και τραβάω το κοινό από τη μύτη. Χο-χο-χο…


Ο Σιούσιν άρπαξε τον γερανό από το ράμφος και άρχισε να τον σέρνει.


– Μην τα τυραννάς! – ακούστηκε να
φωνάζουν πολλοί.- Άφησε τον! Τι διάβολο γίνεται; Πού είναι ο ιδιοκτήτης;
Πώς επιτρέπουν σε έναν μεθυσμένο να βασανίζει τα ζώα!


– Χο-χο-χο… Μα πώς τα βασανίζω;…


– Να έτσι, με αυτά τα διάφορα αστεία σου… Δεν κάνει!


– Μα εσείς με παρακαλέσατε να σας ξεναγήσω με τη βοήθεια της ψυχολογίας!… Χο-χο-χο…


Το κοινό θυμήθηκε πως εξαιτίας της
«ψυχολογίας» είχε έρθει στο θηριοτροφείο, ότι περίμενε ανυπόμονα πώς θα
βγει από το καμαράκι του ο μεθυσμένος Σιούσιν και θα αρχίσει την
ξενάγηση, και προκειμένου να εξηγήσει κάπως την κακία του, είχε αρχίσει
να δυσανασχετεί για την ελλιπή τροφή, τα στενά κλουβιά κ.λπ.


Τα ταΐζουμε,- είπε ο Σιούσιν, μισοκλείνοντας ειρωνικά τα μάτια στο κοινό.- Σε λίγο θα τα ταΐσουμε… κάντε μου τη χάρη!


Ανασήκωσε βαριεστημένα του ώμους, χώθηκε κάτω από ένα πάγκο κι έβγαλε μέσα από κάτι ζεστές κουβέρτες ένα βόα.


– Τα ταΐζουμε… Απαγορεύεται! Είναι ηθοποιοί, αν δεν τους ταΐσεις, ψοφάνε! Κύριε λαγουδάκι,  venez ici! Κοπιάστε!


Στην σκηνή εμφανίστηκε ένα λευκό λαγουδάκι με κόκκινα μάτια.


Τα σέβη μου, Κύριε!- είπε ο
Σιούσιν, χειρονομώντας μπροστά στην μικρή μούρη του. – Έχω την τιμή να
σας συστηθώ! Σας συστήνω τον κύριο βόα, ο οποίος θέλει να σας φάει!
Χο-χο-χο… Δεν σ’ αρέσει, αδελφούλη; Γιατί κάνεις γκριμάτσες; Δεν μπορείς
να κάνεις τίποτα! Δεν φταίω εγώ! Αν όχι σήμερα, αύριο σίγουρα… Αν όχι
εγώ, τότε κάποιος άλλος… Το ίδιο είναι. Αυτή είναι η φιλοσοφία, αδελφέ
μου λαγέ! Τώρα τουλάχιστον είσαι ζωντανός, μυρίζεις τον αγέρα, σκέφτεσαι
και μετά από ένα λεπτό θα είσαι μία άμορφη μάζα! Παρακαλώ! Η ζωή,
αδελφέ μου, είναι τόσο όμορφη! Θεέ μου, πόσο όμορφη!


– Δεν χρειάζεται το τάισμα!- ακούστηκαν να λένε μερικές φωνές. – Φτάνει! Δεν χρειάζεται!


– Λυπάμαι! – συνέχισε ο Σιούσιν, θαρρείς
και δεν άκουγε τις φωνές του κοινού.- Η προσωπικότητα, το άτομο,
ολόκληρη η ζωή… έχει ταίρι, παιδάκια και… ξαφνικά τώρα – χαμ! Παρακαλώ,
κοπιάστε! Όσο κι αν λυπάμαι, πρέπει να γίνει!


Ο Σιύσιν άρπαξε το λαγουδάκι και
γελώντας το έφερε απέναντι στα ανοιχτό στόμα του βόα. Πριν όμως προλάβει
να παγώσει το λαγουδάκι από τον τρόμο του, το άρπαξαν δεκάδες χέρια.
Ακούστηκαν οι επικλήσεις του κοινού για την Φιλοζωϊκή Εταιρεία. Χέρια
κουνιούνται, φωνές και χτυπήματα ακούγονται. Ο Σιούσιν γελώντας τρέχει
να κρυφτεί στην καμαρούλα του.


Το κοινό βγήκε θυμωμένο από το
θηριοτροφείο. Θέλει να κάνει εμετό, θαρρείς κι είχε καταπιεί μία μύγα.
Δεν πέρασαν λίγες ημέρες και οι ήμεροι πλέον θαμώνες του θηριοτροφείου,
νιώθουν ξανά την επιθυμία να πάνε στον Σιούσιν, όπως συμβαίνει με τους
εθισμένους στην βότκα ή τον καπνό. Θέλουν για άλλη μία φορά να τον δουν
τον αποκρουστικό, σαν ψυχρό ρίγος στην πλάτη, κυνισμό του.


Μετάφραση: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Δεν έχω ανάγκη από χρήματα, Άλντα Μερίνι

Αμαζόνα, Βασίλι Καντίσκι

Δεν έχω ανάγκη από χρήματα.
Έχω ανάγκη από αισθήματα,
από λέξεις, από λέξεις σοφά διαλεγμένες,
από λουλούδια που τα λένε σκέψεις,


από ρόδα που τα λένε παρουσίες,
από όνειρα που κατοικούν τα δέντρα,
από τραγούδια που κάνουν τ’ αγάλματα να χορεύουν,
από άστρα που ψιθυρίζουν στ’ αυτί των εραστών.

Έχω ανάγκη από ποίηση,
εκείνη τη μαγεία που καίει το βάρος των λέξεων,
που ξυπνά τις συγκινήσεις και φέρνει καινούργια χρώματα.

                                                    Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου

 

Ο Καραγκιόζης για την ισότητα των 2 φύλων



Μάθημα Λογοτεχνίας Σχ. Έτος 2020-21

Η Τζούλια Ρόμπερτς στο ρόλο της μητέρας Φύσης


 Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
«Κάποιοι με αποκαλούν Φύση, κάποιοι άλλοι «μητέρα φύση»
Βρίσκομαι εδώ για πάνω από τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια
Είκοσι δύο χιλιάδες πεντακόσιες φορές περισσότερο από εσένα

Στην πραγματικότητα δεν χρειάζομαι τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι είναι αυτοί που με χρειάζονται

Ναι, το μέλλον σου εξαρτάται από μένα

Αν ευδοκιμήσω, θα ευδοκιμήσεις

Αν κλονιστώ, θα κλονιστείς και εσύ ή και χειρότερα (;)

Αλλά βρίσκομαι εδώ για αιώνες

Έχω ταΐσει είδη σπουδαιότερα από εσένα, και

έχω αφήσει να λιμοκτονήσουν είδη σπουδαιότερα από εσένα

Οι ωκεανοί μου, το έδαφός μου, τα τρεχούμενα νερά μου, τα δάση μου,

Όλα μπορούν είτε να σε βοηθήσουν είτε να σε εγκαταλείψουν

Το πώς επιλέγεις να ζεις καθημερινά αν με σεβαστείς ή

αν με αγνοήσεις δεν έχει πραγματικά σημασία για μένα

Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο οι ενέργειές σου θα καθορίσουν τη μοίρα σου όχι τη δική μου

Είμαι η φύση

Θα συνεχίσω να υπάρχω

Εγώ είμαι προετοιμασμένη να εξελιχθώ

Εσύ;»

«Ώστε θες να γίνεις συγγραφέας;» Τσαρλς Μπουκόφσκι

Artist: Courtney Brown
Artist: Courtney Brown

Αν δεν βγαίνει από μέσα σου ορμητικά
σε πείσμα όλων,
μην το κάνεις.
Αν δε βγει απρόσκλητο
από την καρδιά κι απ’ το μυαλό σου κι απ’ το στόμα
κι απ’ τα σωθικά σου,
μην το κάνεις.
Αν κάθεσαι με τις ώρες
και κοιτάς την οθόνη του υπολογιστή σου
ή σκύβεις σαν καμπούρης πάνω από τη γραφομηχανή σου
ψάχνοντας βασανιστικά τις λέξεις,
μην το κάνεις.

Μην το κάνεις για τα λεφτά
Ή για τη δόξα,
Ασ’ το καλύτερα.
Αν το κάνεις, γιατί νομίζεις πως θα σου φέρει
γυναίκες ή άντρες στο κρεβάτι σου,
μην το κάνεις.
Αν κάθεσαι εκεί πέρα και

γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια,
μην το κάνεις.
Αν ζορίζεσαι όταν σκέφτεσαι να το κάνεις,
τότε μην το κάνεις.
Αν προσπαθείς να γράψεις όπως άλλος,
ξέχνα το.
Ασ’ το καλύτερα.
Αν περιμένεις να βγει μουγκρίζοντας από μέσα σου,
τότε περίμενε υπομονετικά.
Κι αν δεν βγει με βαθύ βρυχηθμό,
κάνε κάτι άλλο.
Αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου
ή στην γκόμενά σου ή στον γκόμενό σου
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε άλλον,
δεν είσαι έτοιμος να γίνεις συγγραφέας.
Μην γίνεις σαν τόσους και τόσους γραφιάδες,
μην γίνεις σαν κι αυτούς τους μύριους
που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς,
μην γίνεις κουτός και πληκτικός
και ξιπασμένος,
μην αφήνεις την αυταρέσκεια να σε κατασπαράξει.
Οι βιβλιοθήκες του κόσμου έχουν
πνιγεί στο χασμουρητό
με το σινάφι σου.
Μην προστεθείς κι εσύ σ’ αυτούς.
Μην το κάνεις.
Αν δεν εκτοξεύεται απ’ την ψυχή σου σαν πύραυλος,
Ασ’ το καλύτερα.
Καν’ το μονάχα, αν νιώσεις ότι το να μην το κάνεις
Θα σε οδηγήσει στην τρέλα,
στην αυτοκτονία ή στο φόνο.
Αλλιώς, μην το κάνεις.
Αν δεν νιώσεις ότι ο ήλιος μέσα σου
σου καίει τα σπλάχνα,
μην το κάνεις.
Όταν έρθει στ’ αλήθεια η ώρα,
κι αν έχεις το χάρισμα,
θα συμβεί
από μόνο του
και θα συνεχίσει να συμβαίνει
ώσπου να πεθάνεις ή ώσπου να πεθάνει εκείνο.
Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει.
Ποτέ δεν υπήρξε.

Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου

 

 

Η κακιά στιγμή/ Νέμεσις, Ντίνος Χριστιανόπουλος

 

Η κακιά στιγμή/ Νέμεσις

«Τα μάθατε; Ο τάδε το και το».
Έτσι μια μέρα θα ’ρθει κι η σειρά μας∙
μια αστοχία, μια κακιά στιγμή,
και κουρελιάζεσαι για όλη τη ζωή σου.

 

Θεέ μου, φύλαγε απ’ την κακιά στιγμή,
κάνε ν’ αργήσει η αναπόφευκτη στιγμή,
που η νέμεση χαρίζεται στους κουτσομπόληδες
και κάνουν γλέντι την καταστροφή μας.
Ντ. Χριστιανόπουλος

 

5 πράγματα που ίσως δεν γνωρίζεις για τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες


Ένας φωτογράφος προσπαθεί να κρύψει τα συντρίμμια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Βαρσοβία, 1946. (φωτ. Michael Nash)

 

Πόσο καλά γνωρίζεις την Αγία Σοφία; Κάνε το τεστ των 10 ερωτήσεων.


Κάνε το τεστ των 10 ερωτήσεων πατώντας εδώ
1-3 Σωστές απαντήσεις;
-Εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα…
4-6 Σωστές απαντήσεις;
-Μπράβο σου!  Το έχεις ψάξει το θέμα!
 


7-9 Σωστές απαντήσεις;
Ουάου! Καλώς ήλθες στο Κλαμπ της Μεσαιωνικής Ιστορίας ως επίτιμο μέλος!

10 Σωστές απαντήσεις;
Τα σέβη μας!
Ανθέμιος και Ισίδωρος

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com