Ερωτική εξομολόγηση με εκφραστικά μέσα: με ποια σχήματα λόγου γοήτευσε ο Ρωμαίος την Ιουλιέτα;

Μαθαίνω τα βασικά σχήματα λόγου παίζοντας

 

Δείτε σε πλήρη οθόνη

 

Θέλετε κάμερες στις τάξεις;;

 


                                                     

 

                                                                           

                                                                              

                                                                                  

                                                                               

                                                                               

 

 
 
 
 
 
 

 

 
 
 
 

 

Τρωάδες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου


ΑΝΑΣΎΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ


 

Γράμμα σε ένα φίλο την εποχή του κορονοϊού, Αναστασία Τσ.

       
                                                                             Πετρούπολη, 1 Μαΐου 2020
Αγαπητέ Γιώργο,
 Πώς τα περνάς; Βαρετά, υποθέτω,  για να με ρωτάς τι να κάνεις με όλο αυτόν το
χρόνο. Μην ανησυχείς
˙ γι’ αυτό είμαι εδώ. Εσύ, όπως και πολλοί άλλοι, δεν έχετε
παρατηρήσει τη θετική πλευρά σε όλο αυτό. Γι’ αυτό, λοιπόν, σου προτείνω λίγους
τρόπους να αξιοποιήσεις το χρόνο σου, ώστε να βγεις από την καραντίνα ακόμα
καλύτερος!

Δεν φαντάζεσαι πόσα ταλέντα κρύβεις μέσα σου που ποτέ δεν
είχες το χρόνο να ανακαλύψεις. Ε λοιπόν, ήρθε η ώρα! Αρχικά, μπορείς να
ελέγξεις αν κρύβεται ένας τραγουδιστής μέσα σου. Αν είναι όντως το τραγούδι το
ταλέντο σου, όχι μόνο θα νιώθεις κι εσύ καλά, αλλά θα εξασφαλίζεις καθημερινό
δωρεάν κονσέρτο για τους γείτονές σου! Αν δεν είναι, ίσως καλύτερα να
εξερευνήσεις τις χορευτικές σου ικανότητες. Έτσι,  και τα αυτιά των γειτόνων θα είναι ασφαλή. Το
γεγονός ότι δεν έχω λάβει κανένα σημείωμα από τους δικούς μου που να γράφει:
« Βγάλε
τον σκασμό!
» ή κάτι παρόμοιο, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δικοί μου
γείτονες είναι αρκ
ετά ευχαριστημένοι προς το παρόν. Επίσης, δες αν είσαι
ηθοποιός! Ντύσου με ό,τι ρούχο βρεις στην ντουλάπα σου, γράψε ένα σενάριο και
γύρισε με το κινητό σου μια μικρή ταινία. Με το πιο περήφανο ύφος, δείξ’ το στη
φαμίλια σου και κοκορέψου πόσο ταλαντούχα ηθοποιάρα είσαι. Φυσικά, μην κάνεις
το ίδιο λάθος με εμένα. Συμμάζεψε όλο το χάος που επικρατεί στο δωμάτιό σου
μετά από τις ώρες που πέρασες προσπαθώντας να δημιουργήσεις κουστούμια. Θα
γλιτώσεις την κατσάδα.
Πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω.

Και ορίστε λίγοι τρόποι να περάσεις ωραία τον χρόνο σου! Μην
σε παίρνει από κάτω. Σου λέω στο τέλος, θα βγούμε απ’ τα σπίτια μας άλλοι
άνθρωποι, ορεξάτοι για ζωή!
                                                                                                  Φιλικά,
                                                                                                                        Αναστασία



Στο βυθό, Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου

 

Φωτογραφία: Alexandra Rose

 

Στο βυθό

Έπεφτα κι έπεφτα, κι ούτε ήξερα ποιος μ’ είχε ρίξει. Γύρω οι φίλες
μου χάνονταν, με φούστες που ανέμιζαν σα φτερούγια ψαριών, γύρω από
πέτρα που πέφτει. Ένα πράσινο μήλο βρισκόταν στο χέρι μου, κι όσο εγώ
πια κατέβαινα, τόσο εκείνο κοκκίνιζε, ωριμάζοντας γρήγορα μέσα στην
πτώση. Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου. 

Όπου να ’ναι θα ερχόταν η αντίστροφη
ώθηση, που θα μ’ έστελνε ίσια ψηλά, συνοδευμένη από πλήθος θριαμβευτικές
φυσαλίδες. Ένα έδαφος κρύο με δέχτηκε και με κράτησε.

Το μήλο, στο χέρι μου, βαθύ βαθύ κόκκινο. Κανείς δεν ερχόταν.

 

 Του λιναριού τα πάθη -Ο Μέγας Μυρμηγκοφάγος,Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, Εκδ. Άγρα, 1993

 

Άγγελος ξιφήρης, Διαμαντής Αξιώτης

Άγγελος ξιφήρης
Ας το πω, λοιπόν.
Είναι χρόνια τώρα που μ’ έχει εγκαταλείψει ο καλός μου άγγελος των
παιδικών μου χρόνων. Εκείνος ο κατάλευκος πυρφόρος που κατέβαινε κάθε βράδυ
όταν, πριν κοιμηθούμε, εγώ κι οι αδελφές μου, τον παρακαλούσαμε να έρχεται
συχνά, να φυλάει τους καλούς γονείς μας, τον παππού -η γιαγιά είχε πεθάνει- κι
όλο τον κόσμο και να χαρίζει σε μας «χαρά και προκοπή». Ποια προκοπή ζητούσαμε
τότε, ούτε γνωρίζαμε ούτε που την είδα ακόμη. Έτσι, πέφταμε να κοιμηθούμε,
επάνω εκείνες κι εγώ στο στρώμα κάτω στο πάτωμα, με την παρουσία του αγγέλου
στα βαριά μας βλέφαρα. Πού να τολμούσε, τότε, μαύρος κακός να με πλησιάσει; Πού
να λαχανιάσει ο ύπνος μου, να ιδρώσει το λιγνό κορμάκι, να στεγνώσει το στόμα
μου, τότε; Ακόμη, πού να πάρουν φωτιά τα στρωσίδια -όπως συχνά συνέβαινε μετά,
ωσάν καιομένη βάτος- για να εμφανιστεί θεός σκαιός, επιτιμητής, θεός τιμωρός
γιατί κατά το διάστημα της μέρας μου τον είχα πολλές φορές ξεχάσει. Πώς,
άλλωστε, και γιατί να τον θυμηθώ και να τον καλέσω κοντά μου στα δρομολόγια της
εξάτμισης, αυτά που με φέραν σε συνοικίες άγνωστες -Νέα Μενεμένη, Βάρνα και
Ντεπό-, σε μισοφωτισμένα καλντερίμια της πάνω πόλης κι ακόμη σε πολυσύχναστες
πλατείες, πεζοδρόμια και συνωστισμούς;


    Έτσι όταν, πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα την ολοκληρωτική
απουσία του στιπλνού προασπιστή, δε θυμάμαι αν πόνεσα ή με ανακούφιση τη
δέχτηκα. Καμιά φορά και η πιο προστατευτική παρουσία είναι περιττή. Αντε στο
καλό, είπα και ξεμπέρδεψα. Αρχισα τότε να πλάθω δικούς μου αγγέλους, καταπώς
έρχονταν τα πράγματα και βόλευαν: ξανθοί, μελαχρινοί ή ταμπακήδες, αλλά πάντα
όμορφοι και γενναίοι, μ’ εκείνη τη μικρή φλογίτσα στα μάτια, τις μεγάλες
φτερούγες, αρκούντως προστατευτικές για τις πρώτες χαρακιές, που βάδιζαν δίπλα
μου και με συντρόφευαν μέρα νύχτα στη σκληρή συναλλαγή. Αλλοτε πάλι, με πιάναν
απ’ το χέρι, με ξεκινούσαν και κατεβαίναμε μαζί τους δρόμους των συλλαλητηρίων,
κατρακυλούσαμε στα ποτάμια των συνθημάτων, με τα χέρια σηκωμένα, εκεί που η
τελευταία λέξη παραφυλάει στα σταυροδρόμια και τα γόνατα στα κοφτερά χαλίκια
πληγιάζουν για να εκδικηθούν. Κι όταν, αργά τη νύχτα, κουρελήδες και αιμόφυρτοι
γυρνούσαμε στο σκοτεινό δωμάτιο, μακριά απ’ τη βουή του δρόμου και βρίσκαμε το
ράδιο αναμμένο και το φεγγάρι με κλωστή δεμένο στο χώρισμα του φεγγίτη, εγώ
κλειδαμπάρωνα την πόρτα από μέσα. Εκείνοι κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού,
βγάζαν τα σκονισμένα τους φτερά, πλέναν προσεχτικά μ’ ανθόνερο τις σαϊτιές κι
έτσι γυμνοί και γήινοι ξάπλωναν δίπλα μου, με τη ζεστή ανάσα τους στις φλέβες
του λαιμού μου. Αργά ερχόταν ο ύπνος της βραδιάς, φορτωμένος μύθους και ιστορίες
με χρώματα, όταν ανάμεσα απ’ τη διπλή σειρά τα κάγκελα, το χέρι ψαχούλευε να
κουλουριαστεί σε μια παλάμη.

Θα θυμάμαι πάντα εκείνο τον χαλκένδυτο ξιφοφόρο, με τα πράσινα
μάτια, που με συντρόφευε σε χρόνους μακρινούς πια, σε κρατητήρια και σε δωμάτια
στρατιωτικών νοσοκομείων, τότε που τα λόγια κολλούσαν στον ουρανίσκο κι οι
λέξεις μέναν μετέωρες: μήτε μπροστά στην απόφαση μήτε πίσω. Αλλά γι’ αυτόν ίσως
μιλήσω μια άλλη φορά.

Κύλησε χρόνος πολύς από τότε, που με μεγάλωσε και με βόλεψε εδώ, καρφωμένο με
τα πόδια στην τύρφη των Φιλίππων. Καρπός πεταμένος στο χώμα ή, στην καλύτερη
περίπτωση, σκιάχτρο με τα χέρια στην έκταση: ντυμένο άδειο πουκάμισο και καπέλο
λερό, εκτεθειμένο αδιάκοπα στον κυματισμό του φόβου, με προορισμό να μένει για
πολύ στη βροχή, μήπως και σωθούν έτσι σπόροι και οπώρες από ανεπιθύμητους, κατά
καιρούς, επισκέπτες. Ενώ δίπλα, στο καμένο δάσος, κρεμασμένα ονόματα στάζαν
αίμα και άνοιγαν κύκλους, μέχρι ν’ αγγίξουν τη χειρονομία του θανάτου.

Ώσπου ήρθες εσύ.
Σ’ έπλασα άγγελο ασπιδοφόρο και ξιφήρη, αρματωμένο νιάτα,
περασμένα διπλές γραμμές στο στήθος, και περίμενα. Διάβασα για τον ερχομό σου
στις γραφές και νήστεψα αυστηρά, έπλυνα τρις το σώμα και ντύθηκα νέα ενδύματα.
Έδωσα τα χρυσαφικά, τ’ ασημικά κι όλες τις πέτρες τάματα, μην πέσεις στο δρόμο
σε ληστές, τα βρουν επάνω σου και σε κουρσέψουν. Έτσι, αιθέριου σώματος, βγήκα
στον κήπο, σφάλισα γερά τα παράθυρα και κλείδωσα τις πόρτες. Κάθησα στο πρώτο
σκαλί κι ήμουν έτοιμος για το δρόμο.
Εκεί ήρθες και με βρήκες.
Σήκω, είπες, δεν έχουμε καιρό. Δραπέτευσα κι άφησα πίσω μου
Παίονες, Θράκες, Ηδωνούς και Βισάλτες, σήκω. Και μη μιλήσεις για ώρες κούρασης
κι ανάγκης φτάνει. Αδειασε μόνο τις παλάμες σου, σκάψε στο χώμα, θάψε καθετί
λατρευτικό και πάμε. Θα ουρλιάζει πίσω σου η νύχτα και θ’ ανοίγει τρύπες στο
κορμί της από λάδι καυτό. Μην την ακούσεις και μην τη δεις. Η κατάρα βρίσκεται
σε ημικύκλια σπαθιών σήκω. Έκανες το πρώτο βήμα και σε πρόλαβα στη στροφή. Εκεί
άφησα ένα ένα τα φορεμένα ρούχα στις ρίζες των φορτωμένων καρποφόρων, λίπασμα
αυτών που θα’ ρθουν. Ευλόγησες την ταφή: Εις αυτούς θέλω δώσει όνομα αιώνων, το
οποίον δεν θέλει εκλείψει, έκρινες.
    Άνοιξαν τότε οι ουρανοί και δέσμες φωτός μας λούσαν και μας
ζώσαν. Ακούστηκαν μελωδίες και ωδές από στόματα αιρετικών κι Αδαμιτών: τι
Χατζιδάκις και Τσιτσάνης, τι νυκτωδίες και γιαρέδες. Κι εμείς, πρωτόπλαστοι,
έπρεπε να ξεκινήσουμε απ’ την έξοδο. Οπαδοί μιας άλλης δοξασίας εκπληρώσαμε
τελετές της δικής μας θρησκείας, σε χώρους κλειστούς, εκείνο το βράδυ του
Μαρτίου στη μικρή κωμόπολη, που την είπαν Πράβι. Διαβάσαμε τα άστρα που πέσαν
πάνω μας σαν μια ευχή και μοιραστήκαμε αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Αυτόν
φοβήθηκα και σου το ‘πα. Ξέρω, είπες και γέλασες ανοιχτά, ξέρω. Σήκωσες τα
άσπρα σεντόνια, τα έκοψες, να τυλιχτούμε, είπες, να μη φαινόμαστε στο δρόμο με
το χιόνι. Ύστερα βούτηξες το χοντρό σχοινί στον ασβέστη, να το κρατάμε, είπες,
μη σκορπιστούμε στα σταυροδρόμια. Έτσι, μέσα στις πηγές του Παγγαίου και τις
φλέβες της Σκαπτής Ύλης έψαξα να σε γνωρίσω, να σχηματίσω τη μορφή και να
κρατήσω τ’ αρχικά του νέου μου αγγέλου. Εσύ, κλειστός, μη πολλαπλασιάσιμος κι
αθάνατος, έσκυψες και με φίλησες στο στόμα.

Φωνάζω τ’ όνομα σου δυνατά σε ύπνο και ξύπνο, ματώνοντας τη σιωπή του άλλου
κόσμου. Σε σεριανίζω στην καινούργια μου πολιτεία, σ’ αυτό το μικρό δίχαλο της
θάλασσας, με τις καμάρες του νερού, τα βακούφικα και τον Μουχαμάντ Αλή Πασά
ταριχευμένο στο κονάκι του -τι Σούγιολου και Παναγία, τι Βύρωνα και Δεξαμενή-
και σέρνω τα βήματα μου στις πλάκες της μεγάλης παραλίας. Σε κουβαλάω στις
απλωμένες αμμουδιές των τόπων μου και σε κρύβω στη φάτνη της αχηβάδας που
χρόνια έκρυβα στον κόρφο της μνήμης μου. Ξαπλώνω στις ράχες των κυμάτων, να με
ταξιδέψεις στο απέναντι νησί της αερίας, χρυσής και ηδωνίδας Θάσου, κι ακόμη,
αν έχει διάφεγγο, στο μακρύ δάχτυλο του Αγιονόρους. Κι άλλο δε ζητάω πια, παρά
να έρχεσαι συχνά, να με σκεπάζεις με τις βαριές σου φτερούγες, κι εγώ να
χώνομαι μέσα σου βαθιά, να μικραίνω και να μικραίνω, τόσο που να μην υπάρχω,
μέχρι την ώρα που θα σκύψεις, άγγελος ασπιδοφόρος και ξιφήρης, να με φιλήσεις
στο στόμα.


Οδύσσεια, ραψωδία λ, σχέδιο μαθήματος

 

🔻
Διαβάστε το μάθημα κάνοντας κλικ  εδώ 

 

 

Η περίοδος της Λατινοκρατίας και τα ελληνικά κράτη

Η Άννα του Κλήδονα του Διαμαντή Αξιώτη, ( μεταστροφή της ιστορίας ) από τη Β.Μ.

Η Άννα του Κλήδονα, Διαμαντή Αξιώτη, πρωτότυπο κείμενο

                                                                 🔻🔻🔻🔻 
(Μεταστροφή της ιστορίας από την Β. Μ.) 
Και  ξαφνικά εκεί που ο Αναστάσης πήγε να κόψει το πρώτο κομμάτι από το λαδωμένο του ψωμί, που προοριζόταν να πέσει και να προσγειωθεί μέσα στο ταψί της Άννας, μια γνώριμη φωνή ακούστηκε να φωνάζει από πίσω μας.
       Μην το κάνεις, Αναστάση!
Εμείς γυρίσαμε ξαφνιασμένοι τα κεφάλια μας, τόσο γρήγορα, που ένιωσα μια μικρή ζάλη μόλις τα μάτια μου εστίασαν πάνω στο ψηλό αγόρι που μας φώναζε μες απ’ το σκοτάδι.
Τον ψιλοκατάλαβα. Κατάλαβα το ήρεμο αλλά σοβαρό ύφος της φωνής του. Ήταν ο Αντώνης, ο Τρελαντώνης όπως τον έλεγαν στο χωριό. Είχα καιρό να ακούσω την φωνή του, έξι ολόκληρα χρόνια για την ακρίβεια και αυτό γιατί έφυγε για την πόλη με την οικογένειά του, όταν ο πατέρας του βρήκε δουλειά σε μία μεγάλη εταιρεία. Να, από αυτές που πουλάνε ψωμί στην πόλη, σε όλους τους φούρνους. Από αυτές τις εταιρείες που ξέρουν όλοι, μέχρι και η κουτσή Μαρία που λέει η γιαγιά. Όμως εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το όνομά της.
Όχι, όχι δεν μπορούσα να το πιστέψω! Μάλλον εγώ ο ίδιος δεν το ήθελα. Είχε αλλάξει τόσο πολύ. Τώρα πια ήταν ολόκληρος γίγαντας, σαν αυτόν από τον Κοντορεβιθούλη. Πραγματικά έτσι ένοιωθα μπροστά του, σαν τον Κοντορεβιθούλη σε λίγο πιο όμορφο μοντέλο φυσικά. Τα μαλλιά του Αντώνη πάντα ήταν σγουρά και πετούσαν προς τα πίσω, καθώς έτρεχε στα λιβάδια. Τώρα ήταν αγνώριστα. Ήταν ξυρισμένα με μόνο μια τούφα μαλλιών που ξεκινούσε από το πίσω μέρος του κεφαλιού του, έφτανε στο κούτελο και τελικά κατέληγε σε μια σγουρή φράντζα, μακριά έως την μύτη του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν χάσει το παιδικό και στρογγυλό τους
σχήμα. Ήταν τώρα πια πιο αγριεμένα και πιο έντονα. Ακόμα δεν είχε γένια, μόνο ένα αρρενωπό μουστάκι που αχνοφαινόταν. Εμένα μου άρεσε πολύ. Ήθελα κι εγώ ένα, όμως μακρύ, για να μπορώ να το στρίβω στο σχολείο κάθε φορά που θα σκεφτόμουν. Όλοι θα με θαύμαζαν για το υπέροχο μουστάκι μου. Όμως όταν το καλοσκεφτόμουν,
θα ήταν υπερβολικά πρωτότυπο και μάλλον θα με κοροϊδεύανε και θα με φώναζαν «μουστακαλή».
Τέλος πάντων.
Τελικά, όταν όλοι πλέον είχαν καταλάβει ποιος ήταν, έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Εγώ βέβαια, πρώτος. Ένα τεράστιο και κατάλευκο χαμόγελο είχε σχηματιστεί τώρα στο πρόσωπο του Αντώνη. Αφού αγκαλιαζόμασταν και γελούσαμε για ώρα, ξαφνικά η λάμψη χάθηκε από το πρόσωπό του. Όλοι σιωπήσαμε και τον κοιτούσαμε φοβισμένοι και αμήχανοι. Εκείνος έσπασε την σιωπή ρωτώντας μας τι κάναμε πάνω από το ταψί της Άννας. Ο Αντώνης που είχε την ιδέα για το ψωμί, άρχισε να εξηγεί όλα όσα είχαν συμβεί με την Άννα τα τελευταία έξι χρόνια και την φάρσα που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε. Εκείνος είχε πάρει ένα απορημένο βλέμμα και όπως μας είπε αργότερα, η Άννα δεν ήταν έτσι πριν από έξι χρόνια.
Ο Αντώνης την ήξερε καλά την Άννα. Από τότε που είχε πρωτοέρθει στο χωριό με την οικογένειά της. Βέβαια, ήταν μικρή τότε. Όπως μας είπε ο Αντώνης όταν ήταν μικρή ήταν πολύ γλυκιά και χαριτωμένη. Είχε μεγάλα γουρλωτά ματάκια και μαγουλάκια για ζούληγμα. Μπουκλωτά μαλλιά και στρογγυλό πρόσωπο. Εμείς γελούσαμε, όχι κοροϊδευτικά, αλλά τρυφερά σαν να αναπολούσαμε την παλιά Άννα. Την Άννα που δεν γνωρίσαμε. Και με όλα αυτά έφτασε η ώρα να πάμε κι εμείς σπίτια μας.
Ξεχάσαμε τελείως την φάρσα κι αφού καληνυχτίσαμε τον Αντώνη, φύγαμε ο κάθε ένας για το σπίτι του. Την επόμενη μέρα, η Άννα είχε απογοητευτεί που δεν μπορούσε να διακρίνει κάποιο σχήμα στο ταψί της που θα της αποκάλυπτε ένα χαρακτηριστικό του μελλοντικού γαμπρού της. Η απογοήτευσή της όμως εξαφανίστηκε αμέσως μόλις αντίκρισε μπροστά της τον Αντώνη. Το ταψί της έπεσε από τα χέρια και η στάχτη μουτζούρωσε το κάτασπρο πουκάμισο του Αντώνη. Η Άννα ντροπιασμένη, με όλα τα γύρω παιδιά που κοιτούσαν, να φωνάζουν και να γελούν, κοροϊδεύοντάς την, έβαλε τα κλάματα. Ο Αντώνης νευρίασε. Αφού φώναξε στα παιδιά να σταματήσουν, αγκάλιασε την Άννα και της είπε πως κι εκείνος χάρηκε που την είδε. Η Άννα σκούπισε τα δάκρυά της στην ποδιά της και αφού του έσκασε ένα χαμόγελο, τον προσκάλεσε να έρθει στο σπίτι της, να του δανείσει ένα άλλο πουκάμισο. Αφού μπήκαν μέσα, εγώ γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα προς τα παιδιά που έπαιζαν με τους βόλους λίγο πιο κάτω στο δρόμο. Πέντε λεπτά αργότερα είδα τον Αντώνη να φεύγει από το σπίτι με το λερωμένο του πουκάμισο στο χέρι. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί τόσο χαρούμενο.
Μερικά χρόνια αργότερα, τα καλά νέα έφτασαν και στα αυτιά μου. Ο Αντώνης και η Άννα  παντρεύονταν. Ήταν ένας υπέροχος γάμος. Η Άννα ήταν πανέμορφη με το κατάλευκο νυφικό της. Ήταν υπέροχα στολισμένη και βαμμένη. Φυσικά και ο Αντώνης δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Ήταν τόσο χαρούμενοι οι δυο τους μαζί. Τελικά, μετακόμισαν στην Αθήνα. Έκαναν δύο παιδιά και οι δουλειές τους πήγαιναν μια χαρά.

Λέτε, τελικά, εκείνο το πρωινό, η στάχτη να της έδειξε όντως ποιον θα παντρευτεί; Πιστεύετε πως ο Άγιος είχε βάλει όντως το χέρι του; Εγώ ακόμα, δεν ξέρω τι να πιστέψω. Μπορεί να ήταν γραφτό τους ή απλώς να έτυχε. Πάντως ένα ξέρω. Ο πόνος εξασθενεί, όταν τον μοιράζεσαι. Το θέμα είναι να βρεις το κατάλληλο πρόσωπο για να τον μοιραστείς, όπως και κάποιες φορές πρέπει να αφήνεις τον ονειρικό κόσμο για λίγο και να βλέπεις τι σου δίνει η ζωή και τι σου επιφυλάσσει ο δρόμος. 

                                    Β. Μ.
Πετρούπολη

 

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com