Υπογραμμίστε τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς και αναγνωρίστε το είδος τους:
Αυγ 08 2023
Άσκηση Αναγνώρισης στους επιρρηματικούς προσδιορισμούς
Αυγ 01 2023
Ένα όνομα, μια ιστορία, μια φορά.
Θα προτιμούσατε να λέγατε την ίδια άχαρη ιστορία εκατό φορές ἠ μία και να ξεμπερδεύατε; Αν προτιμήσατε την πρώτη επιλογή, μη διαβάζετε παρακάτω. Αν κάνατε τη δεύτερη, ελάτε να σας πω.
Γεννιέσαι μια φορά. Χαρές, λουλούδια, κεράσματα στα μαιευτήρια, στα καφενεία, τηλέφωνα από τα μακρινά τα ξένα. Και μετά αρχίζει. Η μάχη της μητέρας, η μητέρα των μαχών: Η μάχη για το όνομα
2.500 συζητήσεις πάνω από ένα μωρό δύο τρακόσια.
– Πώς να την βγάλουμε;
– Βασιλική θα την βγάλουμε.– Συνέχεια ανάγνωσης
Αυγ 01 2023
Τα καλά κορίτσια
Τα καλά κορίτσια
μένουν σε νοικιασμένο σπίτι
Ξοδεύουν μέχρι και την τελευταία τους δεκάρα
ν΄ αγοράσουν φτερούγες, πτερύγια ή μπουκάλες οξυγόνου
Αλλά πληρώνουν το νοίκι α-νε-λλι-πώς
Τα καλά κορίτσια
φοβούνται όταν νυχτώνει
Και το λένε
Κρατάνε πάντα ένα φωτάκι ανοιχτό
συνήθως ζωγραφισμένο
(για να το πάρουν μαζί τους, αν μετακομίσουν)
και το παράθυρο μισάνοιχτο
(για να είναι πάντα εντός του κόσμου)
Κι ένα ραδιόφωνο δίπλα στο μαξιλάρι
(ε, δεν θα μας επιβάλλετε και τους ήχους σας…)
Τα καλά κορίτσια
δεν σωπαίνουν
κι ας τα δεσμεύει το συμβόλαιο της μίσθωσης
χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι
αν χρειαστεί
(στο κάτω- κάτω το πληρώνουν)
και ξέρουν
ότι είναι αδύνατον να πετύχεις μια θεαματική έξωση
κάποιας άστεγης εκ πεποιθήσεως
Βάνα Δουληγέρη
Αυγ 01 2023
Χωρίς μπαχαρικά
Στο μικρό τραπέζι της κουζίνας σου,
οι δανεικές καρέκλες,
ένα κρυστάλλινο ποτήρι πεισματάρικο
έξω έξω το έβαζες πάντα στο ντουλάπι
και όμως δεν έπεσε ποτέ,
δύο ποτήρια δώρο απ΄ την ΒP
και άλλα σεμνά και απαρατήρητα
«Εμένα μ΄ αρέσουν και να μου φέρετε άλλα, αυτά θα βγάζω.»
το ανθοδοχείο που απομακρύναμε όπως όπως,
για να χωρέσουν τα πιάτα
έβρισκε ο καθένας τη θέση του
φίλος ή ξένος
καλεσμένος ή έκτακτος
θαμώνας ή επισκέπτης,
παιδί ή γέροντας,
ευγνώμων ή επιλήσμων
ορατός ή αόρατος
τα παιδιά σου ή τα παιδιά τους
«Δεν το πέτυχα αυτή τη φορά, δεν ξέρω, φάτε και θα μου πείτε»
Μοιραία το καταλάβαμε
«Εσύ πότε θα καθήσεις, επιτέλους, ρε μάνα;»
απ΄ την καρδιά σου μας φίλευες.
Όσο κι αν προσπαθώ
«Μόνο αλάτι και πιπεράκι, α! και λίγη ρίγανη στο τέλος.
Τα πολλά μπαχαρικά κρύβουν τα λάθη.
Κοίτα, όσο μπορείς, να μην κάνεις λάθη»
τη σάλτσα του ψητού δεν την πετυχαίνω
είναι πολύ το κονιάκ;
είναι λίγο;
μήπως δεν είμαι πάνω απ΄ το φαγητό, όσο πρέπει;
μήπως δεν είμαι κάτω απ΄ την αγάπη, όσο χρειάζεται;
Μήπως κοιτάω πολύ να μην κάνω λάθη;
Ξέρεις, ανήμερα της γιορτής μου, τρώω πάντα έξω.
Βρίσκω μια δικαιολογία που δεν χορταίνω.
Βάνα Δουληγέρη
Αυγ 01 2023
«Άναψε πράσινο!»
Να διασχίσεις το φανάρι πεζός
Είναι δύσκολη απόφαση
Μπορεί και μοιραία
Αν είσαι γέροντας
Αν είσαι παιδί
Αν είσαι τυφλός
Αν είσαι έγκυος
Αν είναι απέναντι καταμεσήμερος ο ήλιος
Αν είναι απέναντι φίλος παλιός που σε παίδευσε
Αν είναι λίγα μέτρα από το σπίτι της χαμένης σου αγάπης
Αν είναι ώρα πολλή που περιμένεις και αποξεχάστηκες
Αν είσαι τελευταίος στη σειρά από ένα τσούρμο τουρίστες
Αν είσαι πρώτος από δραπέτες
Μην λες πως είναι απλά τα πράγματα
Να διασχίσεις το φανάρι πεζός
Είναι δύσκολη απόφαση
Αν πάσχεις από ναυτία αποχωρισμού
αστάθεια αιθουσαίου νεύρου
φοβία παρέλασης
μνήμη ακεραιότητας
Ακόμη κι ένα ασημόχαρτο σοκολάτας
μπορεί να σε ξαπλώσει κάτω την πιο ακατάλληλη στιγμή
ή καμιά σκέψη να ξαστοχήσει πάνω σου από το πουθενά
ή μια διαταγή «Επιτόπιου Χορού» από μεγάφωνα να σε καθηλώσει
ή ένας έρωτας – φου!- να σου παρασύρει την ομπρέλα
Μην συγκρίνεις το ψυγείο μου με το ντουλάπι σου
Την περιουσία μου με τα πεταμένα σου
Τις διαβάσεις μου με τα διαβάσματά σου
Και προπαντός μην μου απαντάς με παροιμίες
Είναι αντικανονική προσπέραση και κινδυνεύουν να χαθούν και αθώοι
Να διασχίσεις το φανάρι πεζός Είναι δύσκολη απόφαση Μπορεί και μοιραία
Μην λες πως είναι απλά τα πράγματα
Αν δεν θες να γίνουμε από δυο χωριά
Ένα μισοφόρι τύψης τό ‘χουν κι οι άγιοι καλού κακού
Μην τύχει και ξημερώσει μέρα που δεν τους μοιάζει πια κανείς
Μην λες πως είναι απλά τα πράγματα
Εκτός κι αν είσαι ένα απ΄ αυτά. Βάνα Δουληγέρη 27-7-15
Αυγ 01 2023
Το Μικροκλίμα του Συλλόγου Διδασκόντων
Τώρα που ενισχύθηκε ο θεσμικός ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων με τη μερική ευθύνη εκλογής του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας και ζήσαμε όλοι το προεκλογικό και μετεκλογικό κλίμα στα γραφεία μας προσδοκώντας ίσως την εκπαιδευτική καλοκαιρία και αφού, κατά γενική εκτίμηση, δεν δρέψαμε τους καρπούς που ελπίσαμε, γεννάται το ερώτημα: μήπως δεν καρποφορούν οι προσπάθειές μας για κλιματική αλλαγή του Δημόσιου σχολείου και δεν παράγουμε το ζητούμενο, γιατί φυτεύουμε σπόρο σε έδαφος άγονο, μισερό, δηλητηριασμένο; Μήπως, ακόμη κι αν εξασφαλίζονταν οι ιδανικές εξωτερικές συνθήκες, ο μικρόκοσμός μας θα παρέμενε ανήλιαγος και ανθυγιεινός; Μήπως, τελικά, για ό,τι δεν ευδοκιμεί φταίει και το μικροκλίμα του Συλλόγου Διδασκόντων; Το μικροκλίμα, δηλαδή οι ειδικές συνθήκες, που δημιουργούνται στον Σύλλογο των διδασκόντων από την αλληλεπίδρασή τους, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μοναδική, αφού μοναδική είναι και η διάδραση των μελών του. Όσο όμως κι αν ποικίλλει, μάλλον διατηρεί ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά κοινά και καθηλωτικά. Και επειδή τα ποιοτικά χαρακτηριστικά στη Λειτουργία ενός Συλλόγου δεν είναι μετρήσιμα, άρα δεν μπορούν και να αποδειχθούν, ας τεθούν ως απλά ερωτήματα:
- Μπορούμε να εγγυηθούμε ότι ο αξιακός μας κώδικας, βάσει του οποίου κρίνουμε και κρινόμαστε, καταστρώνουμε τα διδακτικά μας σχέδια, χαράζουμε την κοινωνική μας πορεία, αντιλαμβανόμαστε τον ιστορικό μας ρόλο υπαγορεύεται από έρωτα προς το επάγγελμα και σεβασμό προς την κοινωνική του αποστολή και όχι από κομματικούς και συντεχνιακούς μηχανισμούς ή μικροσυμφέροντα και μικροκακίες; Υπάρχουν περιπτώσεις που προωθήσαμε σε θέσεις κλειδιά τους «δικούς» μας εις βάρος των αξιότερων; Μπορούμε να πείσουμε ότι ζούμε σύμφωνα με τις ιδέες μας και δεν ιδεολογούμε σύμφωνα με τη ζωή μας;
- Πόσοι Σύλλογοι υπάρχουν σήμερα, στους οποίους μοιράζεται κανείς ελεύθερα και χωρίς αυτολογοκρισία τους εκπαιδευτικούς, επιστημονικούς, κοινωνικούς προβληματισμούς του; Καθημερινά συναντώνται σε έναν Σύλλογο τουλάχιστον δέκα διαφορετικής ειδίκευσης επιστήμονες. Το σχολείο είναι ίσως ο μοναδικός επαγγελματικός χώρος, που προσφέρει τέτοιας συχνότητας και ποιότητας ευκαιρία για πολυπρισματική προσέγγιση καυτών επιστημονικών αλλά και ευρύτερων κοινωνικών θεμάτων. Πόσα από αυτά συζητούνται σε ένα σχολείο; Πόσες φορές αξιοποιείται αυτή η δυνατότητα να κάνουμε τη Διαθεματικότητα από κυβερνητική εντολή ευχάριστο καθημερινό βίωμα; Και όταν τελικά συμβαίνει, υπάρχει κόστος; Και ποιο;
- Πόσες παιδαγωγικές συνεδριάσεις ξεστρατίζουν από την παγιωμένη κατηγοριοποίηση των τμημάτων σε «καλό», «μέτριο», «αρκετά καλό» και αγγίζουν πραγματικά προβλήματα των μαθητών τους, με παιδαγωγική ευθύνη και επιστημονική ετοιμότητα, χωρίς τον φόβο διαρροής των προσωπικών δεδομένων των μαθητών, χωρίς ανταγωνισμό μεταξύ των διδασκόντων, χωρίς δυσκινησία στη λήψη αποφάσεων; Πόσες φορές ακούστηκε σε Σύλλογο η φράση: «Πώς τα κατάφερες εσύ με τον τάδε μαθητή, πώς προσέγγισες το τμήμα σου και χάραξες έναν δρόμο επικοινωνίας; Βοήθησέ με να βρω εναλλακτικούς και πιο αποτελεσματικούς τρόπους»;
- Πόσοι από εμάς έχουμε το ψυχικό υπόστρωμα να αποδεχτούμε ότι δεν είμαστε ικανοί για όλα και για όλους, αλλά μπορούμε να διδαχτούμε από συνάδελφο με μικρότερη κατάρτιση από εμάς, λιγότερη εκπαιδευτική εμπειρία, ακόμη και άλλη ειδικότητα; Πόσες φορές παραδεχτήκαμε ανοιχτά ότι, αν και με χαλαρή επιστημονική συγκρότηση ένας συνάδελφος έκανε ένα παιδί να αγαπήσει περισσότερο τον εαυτό του, να βρει διέξοδο, να εκφραστεί; Πού και πώς καταγράφονται αυτές οι σπάνιες αλλά πιο σημαντικές νίκες του εκπαιδευτικού καθήκοντος, που δεν κορνιζάρονται, όπως οι μεταπτυχιακοί τίτλοι και οι βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων, αλλά επιβεβαιώνονται μέσω της αθόρυβης προσφοράς και της ενεργητικής προσοχής προς τους μαθητές;
- Πόσες φορές συκοφαντήθηκε η αγάπη των παιδιών για έναν δάσκαλο από εμάς τους ίδιους; Αλλά και πόσες φορές γίναμε ένθερμοι αποδέκτες της απογοήτευσης των μαθητών από συνάδελφο, για να ανακουφίσουμε τη δική μας χαμηλή αυτοεκτίμηση και να διαφημίσουμε τον εαυτό μας; Πόσες περιπτώσεις υπάρχουν σε έναν Σύλλογο που κόβουν και ράβουν εναντίον συναδέλφων, επειδή νιώθουν ανήμποροι να δώσουν οι ίδιοι πρότυπο ζωής και συμπεριφοράς;
- Πόσοι Σύλλογοι λένε τα πιο σημαντικά και τα πιο καίρια, όταν το Βιβλίο Πράξεων είναι ανοιχτό; Πόσες ενστάσεις, διαφωνίες και θέσεις βγαίνουν έξω από το υπόστεγο του ψιθύρου της παρέας και εκτίθενται στην πολιτική, κοινωνική, σχολική κακοκαιρία ως λόγος και παρουσία;
- Πόσο δημοκρατικά και συνετά μπορεί να αποφασίσει ένας Σύλλογος, εάν η δημοκρατικότητα, η ατομικότητα, η πρωτοβουλία, η ακαδημαϊκή ελευθερία, η ανεξαρτησία όχι μόνο δεν είναι κατακτημένα αγαθά, αλλά ούτε κοινός στόχος;
- Μπορούμε με σοβαρότητα να ισχυριστούμε ότι αισθανόμαστε ασφαλείς κάτω από οποιαδήποτε συνδικαλιστική στέγη, όταν δεν κατορθώνουμε να επικοινωνούμε με τον συνάδελφο του διπλανού γραφείου; Έτυχε ποτέ να αισθανθούμε ότι ο συνδικαλιστικός μας εκπρόσωπος, κάποτε και μέλος του συλλόγου μας, έχει περισσότερα κοινά με την Προϊσταμένη Αρχή ως προς τις επιδιώξεις, τα προνόμια, τα κριτήρια και τη στρατηγική από ό,τι με τα υπόλοιπα μέλη του Συλλόγου, τους συναδέλφους του; Έχουμε ποτέ καταμετρήσει πόσες φορές εργασιακά δικαιώματα μελών του Συλλόγου καταπατήθηκαν αφήνοντας παγερά αδιάφορους τους συναδέλφους αλλά και προκλητικά αδρανείς τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους;
- Δουλέψαμε ποτέ σε ένα σχολείο, όπου όλα περιστρέφονται γύρω από τις ανάγκες του ενός ή μιας μικροομάδας του συλλόγου; Αναγκαστήκαμε ποτέ να δώσουμε μάχες με παλιούς, μόνιμους, ντόπιους, δικτυωμένους, πέφτοντας πάνω σε ένα οχυρό με αυτονόητα προνόμια, που υπαγορεύονται από άσχετες με το εκπαιδευτικό έργο ιδιότητες, πλην όμως ισχυρές και αυτοεπιβεβαιούμενες; Έχουμε ποτέ παρατηρήσει ή ακούσει μαρτυρίες για τις υποομάδες σε σχολεία, που επιβάλλουν την κυρίαρχη κουλτούρα του Συλλόγου και του σχολείου, προσαρμόζουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες στις προσωπικές τους, πρωτοστατούν σε εκπαιδευτικά προγράμματα με αμφίβολα μαθητικά οφέλη, διαχειρίζονται προσωπικά τα προϊόντα συλλογικής εργασίας, επιλύουν σχολικά προβλήματα πίσω από πόρτες κλειστές και απομονώνουν τους συναδέλφους, τους «απ΄ αλλού φερμένους»;
- Πόσοι από εμάς σκοντάψαμε πάνω στην έπαρση της Ειδικότητας των άλλων (συνήθως Φιλολόγων, Μαθηματικών, Φυσικών) και πόσοι δεν αξιολογήσαμε μαθήματα και κλάδους σπουδών με κριτήριο την θέση μας, την ασφάλειά μας και το κύρος μας στην Υπηρεσία; Πόσοι από εμάς διακρίνοντας τα μαθήματα σε κύρια και δευτερεύοντα, υψηλού και χαμηλού γοήτρου παραδεχόμαστε ότι έτσι κατοχυρώνουμε ή διακυβεύουμε τη δουλειά μας;
- Συμβαίνει συχνά ο εκπαιδευτικός που δοκιμάζει νέους παιδαγωγικούς τρόπους, να δοκιμάζεται πρώτα από όλα από συναδέλφους, στη συνέχεια από γονείς και τέλος από την εκάστοτε Αρχή του; Είμαστε αθώοι κάθε φορά που η αυτονόμηση καταγράφεται ως αυθαιρεσία και η υπερπροσπάθεια ως ανάγκη αυτοπροβολής;
- Έχουμε εντοπίσει άξιους εκπαιδευτικούς, καταρτισμένους και στέρεους εντός τάξης, δημιουργικούς και πρωτοπόρους εκτός σχολείου να καταλήγουν άβουλοι, παθητικοί, ευθυνόφοβοι εντός συλλόγου, για να υπηρετήσουν μια συλλογική απαίτηση ομοιομορφίας;
- Έχουμε συναινέσει ποτέ με τη σιωπή μας στην εκμετάλλευση του εκπαιδευτικού έργου συναδέλφου, στην οικειοποίησή του, στην στρέβλωσή του ή στην υπονόμευσή του, επειδή «δεν είναι δικό μας θέμα»; Έχουμε αναπαυτεί στην ιδέα, ότι ο «καλός» Διευθυντής αξιολογεί κάθε μέλος του Συλλόγου με Άριστα;
- Έχουμε επισημάνει τι είναι αυτό που μπορεί να συνέχει μέλη του Συλλόγου και να εντάσσονται σε υποομάδες; Η ειδικότητα; Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις; Τα κοινά οράματα; Η κομματική τοποθέτηση; Οι κοινές αντιπάθειες; Το γειτόνεμα των γραφείων;
- Έχουμε βρει ποτέ λύτρωση για όσα στρεβλά συμβαίνουν εντός σχολείου στην απάθεια ή ακόμη χειρότερα σε μια άσφαιρη ουδετερότητα, από την οποία κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος αλλά και κανείς χαμένος;
- Δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία επαναθεώρησης πάνω στη δράση και την κουλτούρα του συλλογικού μας οργάνου, ξανασκεφτόμαστε τις ευθύνες μας, αναστοχαζόμαστε πάνω σε συναδελφικές σχέσεις συνεργασίας διαταραγμένες ή ευδόκιμες ή κουβαλάμε τις ίδιες ιδέες και συναισθήματα από την ένταξή μας σε έναν Σύλλογο μέχρι τη συνταξιοδότηση ή ακόμη και την παραίτηση;
Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν άλλη απάντηση ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο που τίθενται. Το μικροκλίμα του Συλλόγου δεν είναι παντού ίδιο, ούτε στατικό. Καλούμαστε να το διαμορφώσουμε με την προσωπική μας συμβολή, καθώς καμία νομοθετική ρύθμιση, καμία εκπαιδευτική πολιτική, όσο εμπνευσμένες και φιλότιμες κι αν είναι, δεν μπορεί να μας το χαρίσει και μάλλον καμία εκπαιδευτική εμπειρία δεν μπορεί να το εγγυηθεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένας Σύλλογος χωρίς συλλογικότητα, ένας Σύλλογος με έκπτωτο Συν και Λόγο ως απλή συνάθροιση ατόμων στον ίδιο χώρο, διαμορφώνει ένα μικροκλίμα τοξικό, ένα σχολείο καταθλιπτικό, έναν εκπαιδευτικό δυστυχή και αφοπλισμένο, ανίκανο να βρει και να δώσει αυτό που είναι αναγκαίο και σε εκείνον και στην εποχή μας: ένα νέο νόημα στην Παιδεία.Βάνα Δουληγέρη
Αυγ 01 2023
Επίδοση Ελέγχων
Μαθητής στριμωγμένος από δύο γυναίκες, ανάμεσα στην πόρτα του διευθυντικού γραφείου και στο φλύαρο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ακούει την εθιμοτυπική κατσάδα για τις επιδόσεις του και κυρίως τη σεσημασμένη συμπεριφορά του στην τάξη, που έχει αποτυπωθεί σε 14 ωριαίες αποβολές.
Πρώτο βιολί η καθηγήτρια. Δεύτερο η μάνα, που ξενοδουλεύει, για να δει το γιο της «να αρπάζει τη ζωή και να τη στίβει σαν λεμόνι». Το γυναικείο δικαστήριο εν χορώ αποφαίνεται ότι το παιδί έχει μεν δικαίωμα να είναι παιδί, αλλά δεν έχει δικαίωμα να παρακωλύει τη διδακτική διαδικασία (η καθηγήτρια) και να εμποδίζει τους καθηγητές να κάνουν τη δουλειά τους (η μάνα), δεν έχει δικαίωμα να αποσυντονίζει το μάθημα, όταν κάποιοι μοχθούν να μάθουν (η καθηγήτρια), να ενοχλεί αυτούς που δεν του χρωστάνε τίποτα (η μάνα) και, πάνω από όλα, δεν έχει δικαίωμα να παραμελεί τον εαυτό του και να μην αξιοποιεί τα χαρίσματά του, που είναι τόσα πολλά!!! (και οι δυο ομοφώνως).
Ο μαθητής, με μάτια πιο λαμπερά από τα λαμπιόνια του δέντρου δίπλα του, κοιτάζει μία την μια, μία την άλλη, με το βλέμμα, που φοράει κάθε φορά που βλέπει περισπωμένες και δασείες στον πίνακα: «καημενούλες, δεν σας το έχουν πει, αλλά δεν υπάρχετε πια…»
Ξαφνικά, το πρόσωπό του φωτίζεται, σαν να του ανακοίνωσαν ότι αντί για διαγώνισμα, θα έχει «κενό». Γυρίζει αστραπή την πλάτη του στις κυρίες, σηκώνει το χέρι του και το κολλάει σε ένα παιδί, αδελφό φίλου του, που ήρθε μαζί, για να πάρουν τους βαθμούς, ένα παιδί με σύνδρομο DOWN, ενώ του σκάει και ένα φιλί λέγοντας: «Τι έγινε, ρε μεγάλε; Καιρό έχω να σε δω!»
«Καλές γιορτές», είπε η μία κυρία.
«Καλές γιορτές και σε σας!» η άλλη.
«Καλές γιορτές» και ο μικρός.
Βάνα Δουληγέρη
Αυγ 01 2023
Μαλλιά κουβάρια με τον Μανόλη για το Δώρο – Βάνα Δουληγέρη –
Τον είχα εντοπίσει από τον Αγιασμό. Κάθε φορά που σήκωνε ο παπάς την αγιαστούρα, ο Μανολάκης κάτι μουρμούριζε και το γέλιο απλωνόταν στο μισό σχολείο σαν κύμα στη θύρα 7. Στο χαιρετισμό του Διευθυντή χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Έδενε τα αθλητικά του επί 5 λεπτά… Όταν ακούστηκε δε και ο χαιρετισμός του Υπουργού με το εδάφιο του Κοέλιο: «Όταν θέλεις κάτι πολύ, μπλα μπλα μπλα, για να το πετύχεις» παίρνω όρκο ότι τον άκουσα να λέει ότι ο Υπουργός κάνει κλόπι πειστ τα «I LOVE MINIONS». Ακούς εκεί, το παλιόπαιδο… Κοτζάμ Υπουργός…
Είναι πρώτη ώρα Λογοτεχνίας και κουτσουρεμένη λόγω ενημερώσεων Δ/ντου και διαπραγματεύσεων των εφημερευόντων με αυτούς που πάλι άργησαν και βρήκαν την πόρτα κλειδωμένη. Νυστάζω, ο Αυτοκράτορας (=το φωτοτυπικό) έχει χαλάσει πάλι,λήγει και η προθεσμία πληρωμής του ΕΝΦΙΑ, πρέπει όμως να κάνουμε το «Δώρο ασημένιο ποίημα». Το «Δώρο ασημένιο ποίημα» χαρίζεται σε κάθε παραλήπτη. Ο αποστολέας είναι γενναιόδωρος. Ο παραλήπτης είναι τυχερός. Ο ταχυδρόμος όμως ζει το δράμα του:
(Διαβάζω) Κιχ δεν ακούγεται.
«Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά
και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο
( Διαβάζω). Άχνα….
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική
που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας (ακούγεται η πρώτη ακανόνιστη ανάσα από την τάξη- δεν δίνω σημασία, χαμηλώνω τη φωνή μου.)
Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις
διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει καιβαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή (σέρνεται από το παράθυρο προς την πόρτα ένα πνιχτό χάχανο, σαν κουτσομπολιό πίσω απ΄ τις γρίλιες… σκέφτομαι: θα εμπιστευτώ το ποίημα• το ποίημα θα κάνει τη δουλειά του. Ας κάνω και εγώ τη δική μου. Διαβάζω.)
και δίνεις λόγο
Σ’ ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
Πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία
(ξαφνική ησυχία= ανήσυχη εγώ)
ότι παίζουνε παιδιά
και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους
και να δώσει μιαν αλήθεια
(αυτή η ομιλία των λέξεων κάθε φορά με συγκινεί: μιαν αλήθεια/ σύμφωνα με τους κανονισμούς / πρέπει / να δώσει /στους άλλους… και να τη δώσει την αλήθεια του /αυτός που χάνει… Ποιος μπορεί να αντισταθεί σ΄ αυτά τα λόγια, αν τ΄ ακούσει. )
Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό …
(και κάτι συμπληρώνει ΤΩΡΑ ο Μανόλης! Δεν έχει σημασία τι. Βάλτε εσείς μια λέξη – το ίδιο κάνει- μια λέξη που σβήνει τον ήχο από τις τρεις επόμενες.)
Δώρο ασημένιο ποίημα.
Ο Μανολάκης, που, αν ήταν ινδιάνος θα λεγόταν ΚΑΘΙΣΤΟΣ ΤΑΥΡΟΣ και θα περνούσε από μπροστά του όλη η φυλή για επιθεώρηση, πριν πάει για κυνήγι, μου ρίχνει 2 κεφάλια και ένα ανάθεμα κάθε φορά που έχουμε λογοτεχνία, γιατί κατά δήλωσή του “Τα ποιήματα δεν είναι για άντρες” !!!
Δοκίμασα με το χαμόγελο, δοκίμασα με ειρωνεία, δοκίμασα με το άι οφ δε τάιγκερ, δοκίμασα με χιούμορ, έπιασε, γελάσαμε, συμπαθηθήκαμε, κάναμε ανακωχή μία ώρα, αλλά το σκορ είναι πάντα 0-0, ή 1-1. Νίκη δεν κατήγαγε κανείς. Πάντα στην παράταση το παιχνίδι με το Μανόλη. Μέχρι που του ανέθεσα να γράψει τις ενστάσεις του και τις παρατηρήσεις του στο ποίημα σε μορφή κειμένου της επιλογής του… Κανένα αποτέλεσμα. Μέχρι που του ζήτησα να φέρει στίχους από ένα τραγούδι της επιλογής του. Τίποτα. Τα ίδια Μανολάκη μου, τα ίδια Μανολιό μου. Θυμάμαι μια σκηνή από την προηγούμενη εβδομάδα. Αντί να επισημαίνει τα νεωτερικά στοιχεία του ποιήματος, όπως κάνουν όλοι οι επιτυχώς απειλημένοι μαθητές, ο Μανολάκης παίζει με τα μαλλιά της μπροστινής του. Τα κάνει κοτσίδα, τα κάνει μουστάκι, τα κάνει ναυτικό κόμπο, τα κάνει
«Ο ήλιος έφυγε
Αλλά η μέρα σταμάτησε την πορεία της
Και κοιτάζει τα μαλλιά σου».
Αλλά ο Μανολάκης τον Σαραντάρη δεν τον ξέρει.
Και δεν θέλει και να τον μάθει.
Κι όταν σε λίγο ακούει:
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
… ο Μανολάκης αποφαίνεται: «και περιμένει με κάτι τέτοια ο Ελύτης να χτυπήσει γυναίκα, Κυρία;»!!!
Κάθε φορά που έχουμε μάθημα με τον Μανόλη ψάχνω να το βρω: πού το ΄ βαλα; Πού μου παράπεσε; Πού είναι το «εσωτερικό μου πρέπει», που με έκανε άνθρωπο και με κρατάει σε ένα επίπεδο ευγένειας; Κάθε φορά σκέφτομαι: μακάρι να μπορούσα να διδάξω Μαθηματικά, που κανείς δεν τα σνομπάρει. Πόσο γελοίο να σου φανεί ένα χ, μία υποτείνουσα, μία ρίζα 5 διά 2; Πάντα αναρωτιόμουν, γιατί κανείς δεν γελάει με τα Μαθηματικά. Με τους Μαθηματικούς, ναι. Αλλά με τα Μαθηματικά κανείς. Αν και τώρα που το σκέφτομαι με το εντός εκτός κι επί τα αυτά 2 ωριαίες έχω φάει απ΄ τα γέλια.
Απελπισία.
Μέχρι και τη συναστρία μας με το Μανόλη ζήτησα από τη φίλη μου, τη Σοφία, που τίποτα δεν της ξεφεύγει:
-« Α, παπαπαπα! Παρθένος με Σκορπιό; Θα σου βγάλει την πίστη, φιλενάδα. Αυτός… μέχρι και παραίτηση θα σε βάλει να ζητήσεις».
– «Τι λες τώρα, Σοφία μου, με τρομάζεις. Μα γιατί; 3 πλανήτες έχω στο Σκορπιό. Δεν μπορούμε να βρούμε έναν δίαυλο επικοινωνίας;»
-«Τι να τους κάνεις, Βάνα μου; Με τον ωροσκόπο σου στα ψάρια και Δία στον Καρκίνο στους γιατρούς θα τρέχεις με το Μανόλη. Ώρα γέννησής του ξέρουμε;»
– «Δεν την γράφει η καρτέλα.»
Και δεν είμαι εγώ που δεν μπορώ να επικοινωνήσω με το Μανολάκη. Ο Σαραντάρης υπέκυψε, ο Καβάφης έχασε άμα τη εμφανίσει, ο Νερούντα «κιχ» δεν πρόλαβε να κάνει. Και θα τα καταφέρω εγώ; Και έχουν βγει στο δρόμο τα ποιήματα μες στο μυαλό μου και διεκδικούν το δίκιο τους. Με υψωμένη γροθιά και πανό:
Το ένα λέει:
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Το άλλο:
Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.
Και το άλλο, ( αυτό το άλλο, πόσο το συμπονώ):
κτηνώδη το νέκταρ και το φιλί
κτηνώδη τα απομεμονωμένα κουδούνια του σχολείου.
Γελάστε όσο θέλετε, αλλά εμείς, οι φιλόλογοι, μπορεί να μην δίνουμε δεκάρα για όσα μας σέρνουν, αλλά μπροστά στα ποιήματα κοκκινίζουμε καμιά φορά. Πολλοί προσπάθησαν να με καθησυχάσουν. Ο Σύμβουλος πρόσφατα μας έλεγε: «Ως πότε οι φιλόλογοι θα υποφέρουν με όλα τα τραύματα του σχολείου; Ως πότε θα ζαλώνονται τον κάθε καημό; Δεν είμαστε θαυματοποιοί. Δεν έχουμε μόνο εμείς την ευθύνη για το παιδί. Υπάρχει και ο Γυμναστής, ο Μαθηματικός, ο Κοινωνιολόγος, ο Καθηγητής καλλιτεχνικών. Γιατί επωμίζεστε και το φορτίο των άλλων;» Και μια συνάδελφος προχθές στο κενό μας, αφού μοιραστήκαμε ένα κλάμα και ένα κουλούρι μου είπε μισοαστεία μισοσοβαρά: «Ας μην ξέρουν ποίηση οι άντρες, δε βαριέσαι, δεν χάλασε κι ο κόσμος…»
Όμως η φίλη μου, η Βέρα, λέει: «Να μην ξέρει ποίηση;;;; Και τι είναι η ποίηση; Ποδήλατο; Που θα του πάρει ο μπαμπάς του αυτοκίνητο και δεν μας νοιάζει; Αυτός μεθαύριο θα αποφασίζει για μένα, για το παιδί του, για τον εαυτό του. Είναι εγκληματικό να μην εκτιμά την ποίηση.- »
«Το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει», λέει κάπου ο Σεφέρης. «Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι, για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σού χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.» Ναι, ίσως τον βρει κατάστηθα τον Μανόλη το ποίημα, όταν περπατάει στην παραλία με τη γυναίκα της ζωής του, μετά από 10 χρόνια, τώρα όμως είναι εδώ, απέναντί μου και το πληγώνει το ποίημα.
Πολλά λέμε για τα παιδιά και τα δικαιώματά τους, όμως τα ποιήματα δεν έχουν δικαιώματα; Πρέπει να είναι παρών ο δημιουργός τους, για να τα σεβαστείς; Τα λόγια αφ΄ εαυτού τους δεν έχουν παρουσία, ήθος και ανάστημα; Μπορείς να γελάς με το «Πάτερ Υμών» στα μούτρα ενός χριστιανού; Πρέπει να βλέπεις τον Ιησού ενώπιόν σου, για να τη σεβαστείς την Κυριακή προσευχή; Γιατί, λοιπόν, πρέπει να είναι ο Ελύτης απέναντί σου με σάρκα και οστά, για να τον αφήσεις να μιλήσει;
Πάντα ενθαρρύνουμε την αμφισβήτηση των παιδιών και είμαστε αισιόδοξοι για τα παιδιά που αμφισβητούν, προσωπικά αισιοδοξώ και για τα αντιδραστικά παιδιά • για κάθε αντίρρηση που εκτινάσσεται γνήσια και ορμητική, ακόμη κι αν είναι ασχημάτιστη και ατεκμηρίωτη. Και ο κυνισμός ενός παιδιού, όσο κι αν με τρομάζει, ξέρω πως είναι η παρηγοριά του. Όμως έχω το δικαίωμα, την αρμοδιότητα, το θάρρος να επαινέσω την τάση του Μανόλη, αλλά να κατακρίνω το αποτέλεσμά της; Με απλά λόγια, επιτρέπεται στο πιο φιλελεύθερο και φιλάνθρωπο μάθημα, στη Λογοτεχνία, να κατσαδιάζεις το μαθητή, επειδή βγάζει τη γλώσσα του στο ποίημα;
ΝΑΙ!!
Όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται.
Όσο περνούν τα χρόνια, πείθομαι όλο και περισσότερο γι΄ αυτό. Κανένα άλλο είδος τέχνης, δεν έχει δείξει τόση ανοχή και μεγαθυμία στην τάξη, όσο η Λογοτεχνία. Κανένα σχολικό μάθημα δεν έχει τον τσαμπουκά να θέσει υπό αμφισβήτηση τον ίδιο του τον εαυτό, δίνοντάς σου μάλιστα το δυναμίτη να το τινάξεις στον αέρα, όσο η Λογοτεχνία. Και κανένας άλλος διάλογος στην τάξη δεν είναι τόσο απρόβλεπτος, ακροβατικός και ανεπανάληπτος, όσο ο διάλογος την ώρα της Λογοτεχνίας. Ε, Αρκετά πια… Και μια διαταγή πού και πού την δικαιούται και η Λογοτεχνία… Ο Λιαντίνης έλεγε ότι η λογοτεχνία δε γίνεται υπό τύπον αγγαρείας, αλλά πάντα σαν αναψυχή και χαρούμενος κόπος. Ποιος όμως κάνει τη Λογοτεχνία αγγαρεία; Το αναλυτικό πρόγραμμα; Η αξιολόγηση του μαθητή στη Λογοτεχνία; Η Τράπεζα Θεμάτων; Η πολιτική διαφθορά; Η ανεργία και η φτώχια; Τα τηλεοπτικά σκουπίδια; Η στρεβλή γλώσσα της πολιτικής; Η ενορχηστρωμένη απαξίωση των καθηγητών και των δασκάλων; Η απουσία αξιολόγησης; Η δυσκολία προσδιορισμού νοήματος στη μόρφωση; Ή εγώ που δεν αξιώθηκα ένα μεταπτυχιακό και ψυχορραγεί τώρα στα χέρια μου το «Δώρο ασημένιο ποίημα», ανυπεράσπιστο;
Και είμαι ξανά στο κομβικό σημείο που θέλω να αλλάξω δουλειά, να κλάψω σε μια αγκαλιά, να βάλω στο λαιμό μου μια θηλιά, να σύρω τον Μανόλη απ΄ τα μαλλιά. Θυμάμαι και τον παππού Παλαμά που λέει για τον δάσκαλο: «Τι κι αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει; Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί το βάρος που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη», αλλά μέχρι να έρθει αυτό το «κάποτε», ποιητή μου, το βάρος θα με λιώσει. Για άλλη μια φορά πιο σωτήρια είναι τα λόγια της μάνας μου: «Τι είπες; Για έλα εδώ να μου το πεις από κοντά», « Αν έρθω εκεί, θα σε κάνω 800 οκάδες» και το άλλο: «Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, δεν σε σώζουν 10 νοματαίοι» Τα λόγια της είναι το σκονάκι μου. Και πετυχαίνω τη φωνή μου τσιριχτή, τη στάση του σώματος σταθερή, το βλέμμα αιχμηρό να ξιφασκεί με το βλέμμα του εχθρού- Μανολάκη στο τέταρτο θρανίο.
Στέκομαι από πάνω του (τρόπος του λέγειν, γιατί και καθιστός μού ρίχνει, γύρω στα 10 εκατοστά, και του λέω με την βαθιά και αξύριστη φωνή μου) :
«Άκου να σου πω, Μανόλη.»
«Εδώ!!!»
(Ο Μανόλης μία που με κοιτάζει μία που κοιτάζει το κοινό του, την αποσβολωμένη τάξη)
«Να με κοιτάς, όταν σου μιλάω!»
«Ήρθε η ώρα να ασχοληθώ ΜΟΝΟ μαζί ΣΟΥ, Μανόλη! Άδραξε την ευκαιρία! Δεν θα σου δώσω άλλη!»
Και βλέπω το Μανολάκη πρώτη φορά να σαστίζει, να χαμηλώνει το βλέμμα, να ζαρώνει ένα τσακ τους ώμους (!) και παίρνω τα πάνω μου.
(Τώρα τον έχω, σκέφτομαι. Αυτό είναι. Όρμα, Τζακ, και τα κόκαλα δικά σου!!)
Βαδίζω ολοταχώς προς τη νίκη κάτω από τις επευφημίες του Νερούντα, τα λάικ του Σαραντάρη και τις ευχές του Αγίου Κάλβου, που με ξεματιάζει πίσω από την κουρτίνα. Και λέω, απνευστί: « Τέρμα πια τα νόστιμα, Μανόλη!» «Βαρέθηκα και δεν σε παίρνει!» «Δεν ξέρω πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, αλλά εδώ μέσα, ΕΔΩ ΜΕΣΑ, θα γίνεται αυτό που λίω εγώ…»
Ναι, αγαπητοί μου! Καλά διαβάσατε : Αυτό που λίω!!
100 λέξεις υπερασπίζεσαι. Μία είναι αρκετή να σε προδώσει.
Πρώτη Δημοσίευση 13-11-2014 Kiss grass social