Όταν οι άλλοι παίρνουν εισιτήρια για Σκιάθο κι εσύ παίρνεις δεύτερο χέρι εισιτήριο για το μετρό… Β.Δ.


Τώρα κανονικά θα έπρεπε να διαβάζω.. Το  2ο επίπεδο επιμόρφωσης παραμένει στον 2ο και εγώ ακόμη στο ισόγειο.. Όμως τα σπίτια εδώ στη Δύση είναι σφιχταγκαλιασμένα και -θέλοντας και μη- ακούω τη Διαμάντω, απ΄ τη διπλανή βεράντα (μπαλκόνι είναι, βεράντα τη λέμε μην έχουμε τραβήγματα, ζούμε σε άγριες εποχές..).

Η Διαμάντω, γυναίκα  Παραδοσιακού Οργάνου της Τάξης (ανώνυμο θα τον αφήσω αυτόν- έχουν δει πολλά τα μάτια μου..),  ζητάει για πέμπτο καλοκαίρι διακοπές στη Σκιάθο, γιατί φτάνει πια με τα συμπεθέρια,  που  για ένα μπάνιο έρχονται και κατσικώνονται ένα μήνα στο Βραχάτι και δεν σηκώνουν το χέρι τους ούτε για να διώξουν σφίγγα! ‘Έλεος πια με την ανιψιά του που μαρτυράει η φυσούνα  μεσημεριάτικα στα χέρια της, κι αν ακούσει άλλη μια φορά τον πατέρα (τον πεθερό της) να βροντάει τα πούλια  αναφωνώντας : «οι πολλοί μουσαφιραίοι φέρνουν γκρίνια στο σπίτι», (που σημαίνει στην επόμενη ζαριά θα σου πιάσω τη μάνα) θα  θάψει το βηματοδότη του στην αυλή. Και συμπληρώνει με φωνή μία οκτάβα κάτω : «Αν είναι να κάνω τη  δούλα… θα την κάνω εκεί που θέλω!»  

Το όργανο της τάξης, που  τέτοια ώρα, περασμένες 11, συνηθίζει να κρύβεται πίσω  από το Πελαργόνιο το πελτωτό (κοινώς: Βαμβακούλα), αν και Βάζελος,  για να μην φαίνεται στη γειτονιά η πιτζάμα με το πέτο, τη μαστιγώνει με τσουχτερά αρσενικά λόγια: «Να ξοφλήσουμε το δάνειο, Μάντα μου, και θα σε πάω όχι στη Σκιάθο, στην Καραϊβική!!»

Όσο κι αν τον αντιπαθώ,  τον  συναισθάνθηκα. Όπως αυθόρμητα κάνεις γκριμάτσα πόνου βλέποντας στην τηλεόραση εγχείρηση. Ένα κομπολόι κατάρες έχω στο χέρι για την οικονομική κατάσταση, στην οποία κατρακυλήσαμε οι περισσότεροι, αλλά τις κατάρες δεν τις καταδεχόμαστε εδώ στη Δύση. Θέλουν  συνένοχο στο έγκλημα και εμείς… δουλεύουμε μόνοι μας. 

Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος αυτοδημιούργητος, εργατικός, έντιμος, που εξακολουθεί, παρ΄ όλους τους νονούς της εποχής, που ξαναβάφτισαν τη ρεμούλα καπατσοσύνη, να βλέπει ηθικό στίγμα στο φόνο, στην κλοπή, στην απάτη, στην  αυτοκτονία, στην παραίτηση, στην απαισιοδοξία, στην απάθεια; Υπάρχει σταγόνα αξιοπρέπειας στην αποδοχή της αδυναμίας σου να πάρεις από τη ζωή ό,τι σ΄ ευχαριστεί, ό,τι δικαιούσαι, ό,τι σου ανήκει, με μόνο εφόδιο την αυταξία σου ως ανθρώπου; Πώς πρέπει να πορευτεί και πώς να γιατροπορευτεί ο άνθρωπος που δεν έχει να αγοράσει ολοήμερο ήλιο, καθαρή θάλασσα, δροσερό αέρα, πολύχρωμο  ηλιοβασίλεμα, άγνωστο τοπίο; Από  πού να αντλήσει υπόδειγμα ζωής, όχι πια για να αλλάξει τον κόσμο, αλλά για να μην τον αλλάξει αυτός;

«Η φτώχεια είναι ο γονέας της επανάστασης και του εγκλήματος» έλεγε ο Αριστοτέλης. Για έγκλημα δεν κάνουμε, το ξεκαθαρίσαμε, αλλά  για  επανάσταση; Ποιος είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι του μόχθου δεν κάνουν ήδη την επανάστασή τους; Ποια εκφυλισμένη ιστορική συνείδηση υπαγορεύει ότι  επανάσταση είναι να χύνεις το αίμα σου ή το αίμα του άλλου; Δεν είναι επαναστατικό σήμερα να ξυπνάς κάθε μέρα και να πηγαίνεις στη δουλειά σου, καλημερίζοντας τον  άγνωστο στη στάση του λεωφορείου; Δεν είναι επαναστατικό να γλιτώνεις στο τσακ το εγκεφαλικό με το λαομίσητο λογαριασμό της ΔΕΗ  και να αφήνεις γενναίο φιλοδώρημα στο μελαμψό παιδί στο βενζινάδικο; Δεν είναι επαναστατικό να ξυπνάς, για να ψάξεις άλλη μια μέρα για δουλειά, μια δουλειά «ό,τι να΄ναι», για να φέρεις στο σπίτι ένα πιάτο φαγητό ή να πληρώσεις τα αγγλικά του παιδιού σου;  Δεν είναι επαναστατικό μέσα  σ΄ αυτό το «ό,τι νά ΄ναι» να μην κάνεις τη δουλειά σου «όπως νά ‘ναι»; Δεν είναι επαναστατικό να πνίγεσαι μέρα-νύχτα σε αλγορίθμους και Βενιζέλους και πλαγιωμένους υποθετικούς, όταν αυτοί που σε συγχαίρουν για την εισαγωγή σου στο Πανεπιστήμιο είναι οι ίδιοι που σου έχουν κρατήσει πρώτο τραπέζι πίστα στην ανεργία; Δεν είναι επαναστατικό να μη θες ούτε και τώρα να γίνεις σαν πολλούς απ΄ αυτούς που ζουν από σένα καλύτερα;

Δεν είναι επαναστατικό να γελάς με τα χάλια σου;

«Γιατί;;; Τι έχει το Βραχάτι;» συνεχίζει ο έρμος, ο δίμετρος όργανος σε μια απέλπιδα προσπάθεια  να αναβάλει το χατίρι της γυναίκας του περισώζοντας και την περηφάνια του..

«Εδώ ολόκληρος  Μίκης το καταδέχεται και εσένα σου ξινίζει;»

«Ο Μίκης»; «Ολόκληρος Μίκης»; Εμβρόντητες και εγώ και η Διαμάντω και η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία….  Ε, τελικά, η ανέχεια, η αδικία και η περηφάνια μπορεί να τον χαλάσουν τον άνθρωπο… ή να τον φτιάξουν… Εξαρτάται ποιος ήταν πριν…

 Βάνα Δουληγέρη

 

Θα ανθίσουν οι μπαμπακιές

Κάπου στην Πελοπόννησο. Στο χωριό. Στο σπίτι. Απέναντι υψώνεται το  καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου. Σαν να επιτίθεται στο μπαλκονάκι,  απέχει μόλις ένα μέτρο και κανείς από τους συγχωριανούς δεν παίρνει όρκο ποιο από τα δυο κτίστηκε πρώτο, η εκκλησία ή το σπίτι. Ούτε η εκκλησία ούτε το σπίτι έχουν ιδιοκτήτη. Μόνο περαστικούς νοικοκύρηδες. Έτσι, κανένα από τα δύο δεν μπορεί να αξιώσει την  υποχώρηση του άλλου

      Λιθόχτιστο –εννοείται- ψηλόλιγνο με 1 καμπάνα μόνο, που χτυπούσε εκτάκτως για φωτιά, για θάνατο, ή για να τρομάξουμε όποιον έφερνε το αμίλητο νερό από την βρύση και να χάσει επιτέλους.  Όταν ήμουν παιδί μού φαινόταν σαν ένα πέτρινο πεινασμένο στόμα που ήθελε άλλοτε να μας καταπιεί, άλλοτε να μας συμβουλέψει. Εξαρτάται τι κακό κάναμε το προηγούμενο βράδυ: Πήραμε κρυφά τα κλειδιά από το σακάκι του παππού, για να πάμε στο κατώι να καπνίσουμε; Δώσαμε ραντεβού νύχτα στη Δημοσιά με τα αγόρια; Πετάξαμε τα γουβαρλάκια στο σκυλί;  Ή – άκου τώρα – γλύψαμε καμιά πέτρα να δούμε πώς είναι η γεύση του χώματος; Πάντως σίγουρα έστηνε αυτί στις κουβέντες μας όλες, απρόσκλητο εξομολογητήριο, να πάρει μια ανάσα από  τις προσευχές,  τις δοξολογίες και  τα  μνημόσυνα. Μου έσπαγε τα νεύρα αυτό  το καμπαναριό. Μου έκοβε ο Θεός τη θέα


«Καλύτερα μπροστά σου οι παπάδες, παρά πισινέλα1», μου έλεγε ο παππούς.

       Φήμες λένε ότι ο παππούς δώρισε γη, για να ανεγερθούν εκκλησίες. Δεν  το αποκλείω, καθώς πολλοί δικοί του άνθρωποι –πού τους έβρισκες πού τους έχανες •στις εκκλησίες.  Έτσι:  πιο πολλές εκκλησίες πιο συχνά θα τους έχανες…  Ο ίδιος δεν πήγαινε στην εκκλησία. Νομίζω τη βαριόταν. Αν και ο παπα-Γιώργης ήταν ο καλύτερός του φίλος. «Όταν απολύκει η εκκλησία, θα γυρίσω», έλεγε και πήγαινε στο καφενείο. Ή στο περιβόλι. Λες και είχε ραντάρ, επέστρεφε, όταν το τραπέζι ήταν στρωμένο και το ποτήρι του δίπλα στο πιάτο.

     Ένα βράδυ στο πανηγύρι του χωριού, στη χάρη Της, αυτός στην κορυφή, πρώτο τραπέζι μπροστά στην ορχήστρα. Το καπάρωνε το πρώτο τραπέζι, από το στήσιμο του πανηγυριού την προηγουμένη• σιωπηλά, με το βλέμμα. Ούτε ο παπα- Γιώργης δεν τολμούσε να καθίσει πιο κοντά στα όργανα, αλλά αργά τη νύχτα έπαιρνε την ταπεινότητά του και το ποτήρι του  από τα μετόπισθεν και καθόταν δίπλα στον παππού κάνοντας νεύμα  στην παπαδιά,  που κάθε φορά το παράκανε με τον χορό. Τόσο, ώστε κάποτε σκέφτηκα ότι ο παπάς εφηύρε  το πανηγύρι, για να έχει κι  η παπαδιά την έξοδό της. Το έναν χορό μετά τον άλλο η παπαδιά και ο ξάδελφός μου και εγώ το ένα ποτήρι μετά το άλλο.  Είμαστε – δεν είμαστε 15 ετών, ώσπου ξαφνικά ο παππούς:

«Τι κάνεις ευτού2

  παππούς δεν έκανε ερωτήσεις. Ποτέ!!! Μπορούσα να τον δω να κάνει θαλάσσιο σκι με την Μπριζίτ Μπαρντό στους ώμους, να χορεύει πάνω σε ένα ποτήρι, να  πιάνει δελφίνια με  ξώβεργες, να παίζει με ένα  τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι στην πλατεία του χωριού, ενώ τα εγγόνια του σκούζουν, και να μην ξαφνιαστώ. Αλλά οι ερωτήσεις  ήταν πάνω του παράταιρες σαν μπούκλα.)

«Θέλω να μεθύσω.»

« Μπα!!! Και γιατί;»

(Δεύτερη ερώτηση. Παναγία μου. Με βλέπω να με κρεμάει από το Πλατάνι  της  πλατείας, να τρώνε όλοι τις λαλαγγίδες3 της μάνας μου και εγώ φακές,  να κάνω παρέα με το γουρούνι στο παχνί του όλο το βράδυ,  να πιάνω με τα χέρια τη γκουβούνα4 της γαϊδούρας, ή να πίνω απ΄ την ποτίστρα του  αλόγου -παλιές, ατεκμηρίωτες απειλές του. Έλα όμως που πάντα απολάμβανα να του λέω την αλήθεια, χοντροκομμένη και  άψητη, για να δω τις αντιδράσεις του. Αυτό ήταν ένα προνόμιο που μόνο εγώ από όλα τα εγγόνια – μην σας πω κι απ΄ τα παιδιά του- είχα. Ή  μόνο εγώ το δοκίμασα, πήρα το ρίσκο του και πια δεν μπορούσε κανείς να με εκθρονίσει από «Βασίλισσα του καθαρού παγωμένου νερού  στα μούτρα του Παππού». Μόνον ο ίδιος.)

«Για να δω πώς είναι.»

«Δεν θα μεθύσεις, απέ ρεζίλι θα γίνεις. Το κρασί θέλει καβαλιέρο.»

«Δηλαδή;»

«Λιγούλι  τυράκι, μία γουλίτσα, λιγούλι ψωμάκι, άλλη μια γουλίτσα.»

      Είχε δίκιο. Μέσα σε δέκα λεπτά γελούσα και έκλαιγα μαζί με έναν κατιφέ στο αυτί και μία φτέρη για μουστάκι,  απαιτώντας από την ορχήστρα να σταματήσει το «Μωρ΄ περδικούλα του Μοριά» (να ξεκουραστεί κι η παπαδιά) και  να παίξει τη «Γαλιάντρα» του Περπινιάδη  να χορέψω.

Μη χειρότερα.

Τα πανηγύρια στο χωριό ήταν επικά. Γενικά τα καλοκαίρια στο χωριό… Μετά αποκτήσαμε την ανεξαρτησία μας και πετούσαμε τη σκούφια μας μόνο για τη θάλασσα. Στο χωριό είχε τα πάντα εκτός από θάλασσα. Η αγάπη και η προτίμηση του παππού για τα άγρια βουνά ήταν αδιαπραγμάτευτη. Πρέπει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω  που αδιαφορούσε για τη θάλασσα. Ακόμη και στην Αθήνα, η θάλασσα δυο βήματα, παππούς + θάλασσα = δυο ξένοι στην ίδια πόλη.

        Χίλιες φορές να μείνει στο μαγαζάκι του.  Ένα μαγαζάκι μικρό σαν φεγγίτης, που μύριζε πετσί, κερί, κόλλα και ρετσίνα. Από κάτω, στο υπόγειο, είχε το κελάρι του, όπου πωλούσε το κρασί που ο ίδιος έφτιαχνε. Η τιμή στο κρασί ήταν μαρκέ. Ή σου πούλαγε τόσο, ή δεν σου πούλαγε ποτέ. Και μερικοί που έκαναν την απερισκεψία να παρεξηγηθούν μαζί του, έχαναν δια βίου την πολυτέλεια να γευτούν το κρασί  του και έβλεπες μετά τους συγγενείς  τους  να αγοράζουν μία νταμιτζάνα παραπάνω από τη συνηθισμένη τους, γιατί τάχα  περίμεναν επισκέψεις μέσα στην εβδομάδα.

             Η τιμή  στο τσαγκαράδικο όμως ήταν ρευστή σαν το νερό στο  μαστέλο5 που έβαζε το  δέρμα να μαλακώσει. Καθόμουν καμιά φορά δίπλα του, εκείνος στον πάγκο κι εγώ στο σκαμνάκι. Αν έμπαινε κανένας πελάτης και πέταγε μια καλημέρα, χωρίς να περιμένει απάντηση, παρά συνέχιζε απνευστί « Είναι έτοιμα τα παπούτσια. Μπάρμπα;» του σιγοψιθύριζα: «Σ΄ αυτόν να πάρεις παραπάνω, παππού!» Και το έκανε! Ή αν έμπαινε καμιά γειτόνισσα και έστεκε το βλέμμα της πολλή ώρα στο κατρούτσο πάνω στον πάγκο του, που αντανακλούσε χρυσές γλώσσες φωτιάς πάνω στις  σακοράφες, τα σουβλιά, τις λίμες, τις ράσπες, τις τανάλιες,  ακόμη και στο μουστάκι του, « Ρίξ’ της στα αυτιά, παππού!» Και  το έκανε. Αν και αυτό θα το έκανε και χωρίς υπόδειξη. Αν του μετρούσες το κρασί, μετρούσες και τις μέρες σου. Πλήρωνε  εκείνη δυο φορές παραπάνω και ξαναρχόταν,  γιατί δεν είχε άλλον  μάστορα η γειτονιά.

         Δεν θυμάμαι κανέναν να απόρησε με την τιμή, που ανεβοκατέβαινε σαν ασανσέρ  στο HONDOS  ή –εννοείται- να διαφωνήσει. Α! Και το άλλο: Θυμάμαι  να λέει  πως  δεν την έχει έτοιμη την παραγγελία, ενώ  τα παπούτσια καμάρωναν φρεσκοκερωμένα πάνω στο ράφι σε περίοπτη θέση. Κοιτούσε κατάματα τον πελάτη με  το  ύφος:  «Σας γνωρίζω, αγαπητέ μου; Έχουμε  ξανασυναντηθεί κάπου; Για θυμίστε μου, σας παρακαλώ» η μάλλον με τα δικά του λόγια: «Γύρνα όπως είσαι «Κυρ  Απαυτέ»  , «Κυρα  ‘Οπωσσελένετελοσπάντων» και φύγε, μη  σού΄ ρθει  ο κατσαμπρόκος6 λοφίο του Κολοκοτρώνη.  Και να έρχεται ξανά ο Χριστιανός. Και να  ξανάρχεται. Μέχρι να του περάσει του παππού  το ινάτι του. Αγύριστο κεφάλι. Κολοκοτρωνέικο.

          Κάποτε  ψάχνοντας την ετυμολογική  ρίζα του επιθέτου του, βρέθηκα μπροστά σε μία σπουδαία ανακάλυψη.  Η ρίζα του επωνύμου του παρέπεμπε σε μία  παλιά συνθηματική  γλώσσα. Οι ρίζες της χάνονταν στην Τουρκοκρατία. Γλώσσα  πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων. Καταγεγραμμένη μάλιστα από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Ολόκληρο κεφάλαιο τής έχει αφιερώσει! Μια γλώσσα που φέρει το όνομα της οικογενείας του!!!  Μια γλώσσα μυστική, συνωμοτική,  που επινόησαν οι πρόγονοί του, για να μην γίνονται αντιληπτοί από τους Τούρκους και για να μην οικειοποιηθεί κανείς  τα μυστικά της δουλειάς τους. Ήταν -λέει- οι καλύτεροι κτίστες!!! Τι θαυμαστό!  Χάρηκα τόσο πολύ, σαν να μου έδωσαν θησαυρό.  Έπρεπε αμέσως  να του το πω.

        Τώρα πώς θα του εξηγούσα ότι αυτό το εύρημα είναι κάτι σπουδαίο, κάτι σαν παράσημο, ή μάλλον σαν οικόσημο  …θα έβρισκα τον τρόπο.  Έτρεχα σαν τρελή από το σπίτι στο μαγαζάκι του. Πώς ανεμίζουν τα μαλλιά μιας φρεσκοερωτευμένης σε  βίντεο κλίπ  των 80’ς, μέσα στο δάσος,  αφού φέρει βόλτα 5-6 δέντρα σαν σκυλί που θέλει να κατουρήσει,  πέφτει  τελικά στην αγκαλιά του αγαπημένου της, τη σηκώνει αυτός στα στιβαρά του μπράτσα,  την στροβιλίζει ακούραστος 2-3 φορές, ίσα να απομακρύνει τα μακριά μαλλιά της που του γαργαλάνε το ρουθούνι, ενώ ανάμεσα στις μασχάλες του αχνοφαίνεται η ακύμαντη θάλασσα στο φόντο; Έ, έτσι και εγώ…

        Τον βρίσκω  να  συγκουρίζει μια σόλα με τη φαλτσέτα και του τα ξεφουρνίζω  όλα αχνιστά με μία ανάσα.  Χωρίς να σταματήσει να δουλεύει: « Πες μου μια λέξη τους» μου λέει. Δεν είχα  προλάβει όμως, η ανόητη, καμία λέξη να αποστηθίσω. Και έμεινα σαν  χάχας  να  κοιτάζω τη δερμάτινη ποδιά του, λεία και γυαλιστερή σαν φλούδα κάστανου. Όταν ξαναπήγα, διαβασμένη πια, είχε χάσει εντελώς το ενδιαφέρον του για τους αλλόκοτους προγόνους του και τα κορακίστικά τους. Αφήστε που έχω την εντύπωση ότι δεν εκτιμούσε καθόλου όσους ήταν μονοφαγάδες στην Τέχνη τους και μοστράρονταν σαν επαναστάτες. «Άκου να μην τους καταλαβαίνουν οι Τούρκοι… Σιγά μην εκρεμόσαντε7 να κτίσουν οι Τυράγνοι8.!!»

          Δεν μου χάρισε ποτέ τίποτα απτό. Τίποτα  που  να έχει σχήμα και χρώμα. Δεν ήταν τότε οι παππούδες συνεταίροι του Τζάμπο και του Γερμανού. Μου ξεφλούδιζε όμως Αύγουστο σαν τώρα, αμέτρητα καρύδια χλωρά με χέρια που τρέμανε, για να μην μαυρίσουν τα δικά μου. Και άλλη μια φορά τον πήρα με το αμάξι στο χωριό, έμεινε  5-10  λεπτά στο αυτοκίνητο, διπλωμένος στα δύο, δύο  μέτρα άντρας, για να ξεπροβάλει, όταν θα του έδινα το σήμα, έκπληξη στους άλλους, που  έβαζαν στοίχημα: «σιγά μην  ξεκουνηθεί  ο παππούς από το σπίτι, να κάνει  5 ώρες ταξίδι  και μάλιστα με  γυναίκα οδηγό και φρέσκια στο τιμόνι!!!».  Και το κορυφαίο, ένα απόγευμα που η  γιαγιά παινευόταν  δεξιά- αριστερά ότι οι εγγονοί της, αν και στο Γυμνάσιο ακόμη, τις είχαν τις κατακτήσεις τους και ήταν κάτι κοπελάρες μέχρι κει πάνω,  ενώ για τις εγγονές της  για  κάθε πόντο που ανέβαινε η φούστα πάνω απ΄ το γόνατο  έριχνε και μια μετάνοια στην εκκλησία, ο παππούς  τόλμησε και είπε: «Η τσούπα από δω έχει δεκατέσσερις και βγαίνει κάθε μέρα με δύο.» Επειδή του το ζήτησα…  Θυμάμαι ακόμη το χρώμα της γιαγιάς. Βγαίνει και σε κραγιόν.

      Ψέματα. Μου έδωσε κάποτε κάτι.

       Έναν  σουγιά. Βοσκομάχαιρο το έλεγε εκείνος, με δίκοχη λαβή, από ξύλο οξιάς  με τρεις εγκοπές στη  λάμα του. Μικρό αλλά όμορφο. Δεν προκαλούσε φόβο, μάλλον απορία,  τι μπορούσε να κάνει κανείς μ΄ αυτό το στολιδάκι. Να καθαρίσει κανένα φρούτο, να απειλήσει  κανένα αγρίμι, ή να σκαλίσει καμία φλογέρα; Του το είχε ζητήσει η κόρη του (η «Μπιτ Πάπαλο9» όπως την έλεγε πίσω απ΄ την πλάτη της) να το βάλει -λέει-  στο τζάκι μπιμπλώ.  Μου το έδωσε να το κρύψω. «Να ξέρεις  μόνο εσύ  και όταν το ματαζητήσω να μου  το δώκεις.» Δεν μου το ξαναζήτησε ποτέ.

      Δεν  το είχα εκτιμήσει αυτό το δώρο και, το παλιόπαιδο, έτσι για να τον πειράξω, μια φορά στη διαδρομή προς το χωριό σταματήσαμε να ξεπιαστούμε σε μια μαγευτική  τοποθεσία. Απολαμβάναμε τη Θέα απέναντι. Βουνά και ρουμάνια, ακατοίκητα, παρθένα, που δεν  είχε κανείς συμφέρον, ούτε όνομα να τους δώσει. Είμαστε οι δυο μας. Είχε περάσει πια τα ενενήντα. Πώς μου ήρθε και του λέω: « Τα βλέπεις αυτά, Παππού;» Δεν μίλησε. « Όλα αυτά από τη βρούβα μέχρι τις γκορτσιές10, από τις γουστέρες11  μέχρι τις κουρούνες12 όλα αυτά … όόόόόόλα αυτά μια μέρα  …θα γίνουν δικά σου!!!»

Δεν γέλασε. Ούτε φάνηκε να θυμώνει.  Αλλά όταν  κατηφορίζαμε προς το αυτοκίνητο, είπε: «Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.»

      Τίποτε ηρωικό δεν είχε ο παππούς. Ορεινός και απρόσιτος για τους ξένους, ακριβός και αστείρευτος για τους δικούς του. Σαν τον τόπο του. Ο παππούς ήταν ο τόπος του. Εμείς – καλά το λέμε- είμαστε από αυτόν τον τόπο. Δεν είμαστε ο τόπος. Ένας απλός, έντιμος άνθρωπος  ήταν, που έζησε πολλά πολλά χρόνια και δούλευε, όπως το ήθελε, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Καθόλου δεν θα καταλάβαινε την υποχρεωτική συνταξιοδότηση, την πρόωρη, την τάχαμου εθελουσία, την δικτατορική απαίτηση αχρηστίας και αυτοκατάργησης και το πρόστιμο που μπορεί να φας, αν επιμένεις να θες να δουλέψεις. Σου ζαλίζουν το κεφάλι από τα έξι σου να παρατήσεις το παιχνίδι, να εσωτερικεύσεις τις φιλάνθρωπες αρχές  του μόχθου, του καθήκοντος και της κοινωνικής προσφοράς, της δημιουργικότητας, της εργασίας δηλαδή, και μια ωραία πρωία  σου λένε «κάνε στην άκρη, γέρο, υπάρχουν τόσοι νέοι άνεργοι» Λες και φταις εσύ. Λες και βγήκες εσύ με το πτυχίο σου και υποσχέθηκες πολιτικό σχεδιασμό. Λες και τα έχουμε συνεταιρικά τα ένσημα. Λες και μπορεί τον μάστορα να τον αντικαταστήσει το τσιράκι13 του. Αν του έλεγες  του παππού να κάνει στην άκρη, για να δουλέψουν οι νεότεροι, το πιθανότερο είναι ότι θα σήκωνε τη μαγκούρα του και θα σε έπαιρνε ο διάολος. Ζωή νερόπλυμα δεν ήθελε. Και ζωή χωρίς δουλειά δεν πήγαινε κάτω. Δεν  μασιόταν. 

        Βέβαια, την τέχνη του παππού κανένας νέος δεν θα την ονειρευόταν, και εκτός από τον Λευτέρη Πανταζή δεν ξέρω κανέναν άλλον να καμάρωνε που ήταν στα νιάτα του λουστράκι. Όμως ευτυχώς ο παππούς, όπως ίσως ο κάθε παππούς, κούρνιασε στη ζεστή αγκαλιά της εποχής του. Στη δική μας θα πάθαινε κρυοπαγήματα. Καρδιάς, πνεύματος και ομιλίας.

         Πώς μου ήρθαν πάλι όλα αυτά; Πώς τα θυμήθηκα; Μάλλον, επειδή πλησιάζει το πανηγύρι. 

Αν ήσουν φέτος εδώ στο πανηγύρι, θα σου το  τραγουδούσα  εκείνο το …

Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα

Ποτέ μην τραγουδήσω

Κι απόψε για τους φίλους μου

Για τους αγαπημένους

Θα πω τραγούδι ………..

……………………………………

Μέχρι εκεί. Μας  γυαλίζουν 14 και θα ανθίσουν οι μπαμπακιές15

                                                                         

—————————————————————————————————————————————————————–

Γλωσσάρι

1: πισινέλα= οπισθοφυλακή

2: ευτού= εκεί

3: λαλαγγίδες= πελοποννησιακές τηγανίτες

4: γκουβούνα= κοπριά ζώου

5: μαστέλο=  μεγάλο δοχείο με νερό, στο οποίο μαλάκωναν το πετσί

6: κατσαμπρόκος = Μυτερό εργαλείο του τσαγκάρη, με το οποίο τρυπούσε τη σόλα

7: εκρεμόσαντε= ενδιαφέρονταν, είχαν ανάγκη

8: Τυράγνοι = οι Τύραννοι

9: Μπίτι πάπαλο = Μαλθακός άνθρωπος,  αδύναμος

10: γκορτσιές= αγριοαχλαδιές

11: γουστέρες= μικρές σαύρες 

12: τις κουρούνες= πτηνό  σαν την καρακάξα

13: τσιράκι= ο βοηθός του μάστορα, ο μαθητευόμενος τεχνίτης

14: μας γυαλίζουν= μας βλέπουν, μας πήραν είδηση (Δουλγέρικο ιδίωμα)

15: θα ανθίσουν οι μπαμπακιές= …

Εναλλακτικά μαθηματικά


«Το παλιό ρολόι του μικρού σπιτιού»

 
    Αυτό είναι το οικογενειακό ρολόι. Των νεότερων χρόνων. Όχι, πως είχαμε και παλαιότερο… Η μάνα μας το πήρε από τη λαϊκή. Σε κανέναν δεν άρεσε. Κανένας δεν το κοίταζε. Όλοι το άκουγαν. Μάλλον, λόγω της ταπεινής καταγωγής του ήθελε να επιβάλει την παρουσία του και έκανε ένα τόσο δυνατό ρολογοχτύπι, που το τηγάνι στη φωτιά ακουγόταν σαν χασμουρητό.
     Κρεμασμένο στην κουζίνα είδε και άκουσε πολλά. Μέτρησε μαχητικά πιρούνια σε γιορτινά τραπέζια, ευέλικτους διακανονισμούς με μαστόρους, αδυσώπητες νίκες της μητέρας στο «κουμ καν» και σπαρταριστά χτυπήματα του πατέρα στο τάβλι ( ο πατέρας νικούσε τον μικρό. Μετά από πολλά μαθήματα στρατηγικής, ο μικρός νικούσε τον πατέρα. Μετά από πολλά μαθήματα αγάπης, ο γιος έχανε απ’ τον πατέρα…)
       Σε μια κρίση καλλιτεχνική, που έλαμψε και έσβησε σαν αστραπή μέσα σε συναρτήσεις και εξισώσεις, ο Μαθηματικός Αδελφός, το πήρε μια μέρα και το ζωγράφισε πράσινο και μωβ. Εκτίμησα πολύ το γεγονός ότι, αν και είχε κόκκινο λεπτοδείχτη, επέλεξε να το πλαισιώσει με μωβ. Και όχι με κόκκινο. Κι ας είχαμε κόκκινο. Τώρα έμοιαζε σαν ρολόι παιδικό! Σαν να του πήγαινε ο σαματάς που έκανε. Σαν νά ‘γινε η βαβούρα αχολογή.
Ποιον κοροϊδεύω; Χοντρόπετσο και πετρόψυχο παρέμεινε. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ να το αποκαθηλώσει. Δυο σεισμοί κοσμοχαλασιά, ράγισε το σπίτι συθέμελα, κι αυτό εκεί Παντεπόπτης.
       Εδώ που τα λέμε, ίδρωσε στο μεροκάματο τόσα χρόνια το φτηνό ρολόι. Μέτρησε σιωπές, όταν τα νέα δεν ήταν καλά, τηλεφωνήματα από χωριά και Αμερικές, μωρουδίστικα μπουσουλήματα, που δεν κατάφεραν να το φτάσουν και να το κάνουν στάχτη και πούλβερη* και το άφηναν στην ησυχία του. Δηλαδή, στη φασαρία του. Μέτρησε ενέσεις, που έκανε η μάνα σε κάθε άρρωστο γειτονιάς και περιχώρων, βεντούζες στην πλάτη των πλευριτωμένων αλλά και τις ευδόκιμες απόπειρες του πατέρα να ρεγουλάρει το ταξίμετρο, για να γράφει περισσότερα στο χιλιόμετρο. Μέτρησε ώρες πάνω απ΄ το σχολικό βιβλίο και εννέα όγδοα στο πορτοκαλί μωσαϊκό, να ακούει ο Χάρος και να φοβάται. Μέτρησε και τις τελευταίες στιγμές των ανθρώπων του σπιτιού.
 
Να μην τα πολυλογώ, όταν ορφάνεψε το ρολόι, είπα να το κρατήσω.
 
      Το υιοθέτησα και το πήρα στο σπίτι μου. Είδα κι έπαθα να το βάλω κάπου να μην φαίνεται παράταιρο και κυρίως να μην μου σπάει τα νεύρα με το ποδοβολητό του. Μέχρι ένα δωμάτιο έβαψα κάποτε στα χρώματά του, για να το ταιριάξω- ολόκληρο δωμάτιο!- και εκείνο εκεί, Νάρκισσος, να τα ισοπεδώνει όλα με το «ΤΙΚ ΤΑΚ» του και να μην μπορείς να κάτσεις μέσα. Μέχρι ανάμεσα σε βιβλία το παραέχωσα, μπας και το ταπεινώσει η γνώση. Χαμπάρι δεν πήρε, το κάθαρμα! Μουρμουρητό και νταβαντούρι το πρωί, ορυμαγδός και πανδαιμόνιο το βράδυ.
     Κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι το ρολόι είχε την ιερή αποστολή του: του άφησε η μάνα μου ευχή και κατάρα να με καταδιώκει, ώστε να βγω έξω και «Μην κλείνεσαι μέσα, παιδάκι μου, σαν τον Όσιο Ησύχιο, τον Ιεροσολομύτη».
 
Μετά σκέφτηκα λογικά. Είπα να το ψάξω στο ίντερνετ:
• «how to make a clock to do silence and leave me alone! »,
• «how to make a clock silent without breaking it? »
(έβαλα τον μεταφραστή google):
how to make a clock silent?
• how to make a ticking clock silent?
(ρώτησα συνάδελφο Αγγλικού):
• how do you make a clock tick quieter?
• How do you muffle a clock ticking?
Τζίφος! Οι οδηγίες με μπέρδεψαν ακόμη περισσότερο:
«The easiest way to quiet a loud ticking clock once and for all is to add mass, such as a piece of quilting, over the ticking mechanism on the back of the clock. Failing this, you can also oil the mechanism, but this will need repeating every few weeks to keep the clock quiet» (!!!)
Μα καλά, είμαστε σοβαροί; Κάθε δύο βδομάδες θα λαδώνω το ρολόι; Εγώ που αλλάζω λάδια στο αμάξι, όταν μ΄ αφήνει στη μέση του δρόμου;
 
Μετά σκέφτηκα ώριμα.
     Η ανιψιά μου, Ψυχολόγος πτυχιούχος πια, έχει βαρεθεί να μου λέει: «Δεν μπορεί να ευελπιστείς στην αλλαγή των άλλων. Αυτοί που σε ενοχλούν, δεν θα αλλάξουν, Βάνα! Εσύ πρέπει να αλλάξεις. Μην τσιμπάς το τοξικό τους δόλωμα. Να κρατάς τις ισορροπίες σου ό,τι καιρό κι αν κάνει έξω, όποιος άνεμος κι αν φυσάει, και την εσωτερική σου γαλήνη, όποιος βρόντος κι αν βροντάει. Αλλιώς, διαιωνίζεις αυτό το μοτίβο δυστυχίας. Πάρε τον υποταγμένο, τον παρακλητικό και ευάλωτο εαυτό σου κόλλησέ τον στον τοίχο και άλλαξέ τον»
Χμμμμ… Ένα δίκιο τό ΄χει, το ρολόι δεν θα αλλάξει, είναι στη φύση του να χτυπάει. Πρέπει, λοιπόν, να επισκευάσω όχι το ρολόι, αλλά τις τεράστιες προσδοκίες που έχω από το ρολόι.
 
Εφορμώ σε νέα αναζήτηση στο google.
• Why does clock ticking annoy me?
• Is Misophonia a symptom of ADHD?
• Is Misophonia a mental illness?
Μέχρι και εδώ μπήκα, και είδα κι έπαθα να βγω χωρίς κουσούρι: «The available evidence suggests that (a) misophonia meets many of the general criteria for a mental disorder and has some evidence of clinical utility as a diagnostic construct, but (b) the nature and boundaries of the syndrome are unclear; for example, in some cases misophonia might be simply one feature of a broader…»
 
      Παράτησα και τα διαβάσματα και θυμήθηκα: η πιο απλή λύση είναι και η σωστή. Το κοίταξα στα ίσια μια μέρα και του είπα: «Θα μείνουμε στο ίδιο σπίτι, παλιόμουτρο, αλλά δεν θα συναντιόμαστε. Σαν τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, όταν είσαι εσύ στο ένα δωμάτιο, εγώ θα είμαι στο άλλο. Όταν έρχομαι εδώ, εσύ θα βγαίνεις έξω…Σιωπή! Τώρα μιλάω εγώ.-»
      Έτσι κι έγινε, λοιπόν. Εδώ και μήνες κάθε βράδυ βγαίνει έξω στη βεράντα. Το πρωί ξαναέρχεται σερνάμενο- κουνάμενο και ξαναπαίζει λούπα. Μέχρι χθες. Χθες που έπιασε κατακλυσμός. Και πρώτη φορά ξεχάστηκε έξω. Και τουρτούρισε. Και βράχηκε. Και σήμερα το έπιασα στα χέρια μου με τρόμο, να δω αν δουλεύει. Και Δουλεύει!
Και- δεν θα το πιστέψετε!- δεν ακούγεται. Κιχ.
 Έπρεπε, λοιπόν, να βγει έξω. «Μην κλείνεται μέσα, σαν τον Όσιο Ησύχιο, τον Ιεροσολομύτη».
 
*( πούλβερη, μπούρμπερη ή μπούλβερη; Τέλος πάντων, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης και Τσίρκας «πούλβερη» το γράφουν, λέει ο Σαραντάκος, όσο για τον Καρκαβίτσα, που γράφει «μπούλβερη» , ας μας συγχωρήσει.)

 

 

Καλοκαιρινά φροντιστήρια, Γλυκερία Μπασδέκη

 Φωτογραφία: Bruce Mozert, 1938

Οι  έμπειροι σε καλοκαίρι σπανίως μεταδίδουν την πείρα
τους.

Δεν παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα καλοκαιρικής,
δεν μαζεύουν κλειστά γκρουπάκια τριών-τεσσάρων ατόμων
για εντατικά.

Εχουν καεί από Ιούλιο και μη συμμόρφωση σε δείκτες προστασίας.

Τους έχουν φύγει θερινά ηλιοστάσια από τα χέρια και δεν είπαν κιχ.

Έχασαν  μια δεξιά γάμπα στο Ιόνιο και μια αριστερή αορτή στο Αιγαίο.

Θρήνησαν μπουρνούζια δυο νούμερα μεγαλύτερα,κόπερτον συλλεκτικά
με το σκυλάκι της Τζόντυ Φόστερ, όλο τον δύσκολο θάνατο του Ασλάνογλου
και τα ψάθινα καπέλα της Λυμπεράκη, όταν δεν είχε ακόμη γίνει μάνα.

Έπαιξαν πολύ κι έχασαν πολύ οι βετεράνοι.

Ξέρουν ότι τέτοιες πείρες δεν πάνε σκυταλοδρομία.

Το πολύ πολύ να σου πουν να προσέχεις την πανσέληνο του Αυγούστου
και τα μπλουζ του Μισσισιπή.

Κι αυτό με επιφύλαξη: δεν είναι να τα λες σε νέους αυτά τα πράγματα. 

-Θα καούν με χάρη  κι από μόνοι τους.

 

Μην πιστεύεις ό,τι βλέπεις.



 

Το σχολείο σκοτώνει τη δημιουργικότητα

“Στα Καρούλια”, (Αναφορά στον Γκρέκο)

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν᾿ ἀνέβω στ᾿ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται· θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται· κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ· ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νά ῾χα κάμει ὡς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ᾿ ἀσκηταριά· τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα· σὰ νὰ ῾χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός· δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά· ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ ῾δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν᾿ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ᾿ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα· μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ-σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο· ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα· σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:

— Καλῶς τον!

Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.

— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε· κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει· κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά ῾χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστά μου· ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.

Ἀποκότησα τέλος: — Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.

— Ὄχι πιά, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸ Θεό.— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις; — Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκουνται. — Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος; — Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια. — Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου. — Ἕνας μονάχα δρόμος. — Πῶς τὸν λέν;— Ἀνήφορο· ν᾿ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος· διάλεξε.

— Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ῾ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω. Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε: — Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος. Ἀνατρίχιασα. — Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο. — Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ ζωή ῾ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο: — Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα. — Ὄχι! φώναξα. — Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις· δὲ φοβᾶσαι; — Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος· μὰ θ᾿ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ᾿ ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καὶ σὲ λίγο: — Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. — Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης. — Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο. — Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;

Κι ὡς τό ῾πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά ῾ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ᾿ ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου· συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμό μου· πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.

— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε· «δὲν εἶσαι εὐτυχής;

—Πῶς νά ῾μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει.

—Τί συντριβάνι;

—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν. — Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ! Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα: — Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνή του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο· τὸ χέρι μου πάγωσε.— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός· εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης· θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.

—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸν Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ᾿ το καλὰ στὸ νοῦ σου: Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!

Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος: — Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.

— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος· δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα· τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἄλλος· ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει· βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν· γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.

— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου; — Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε· εἶμαι εὐτυχής, παιδί μου· κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητὴ τῆς ζωής· μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς· ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι. — Φεύγεις; ἔκαμε· ἄε στὸ καλό· ὁ Θεὸς μαζί σου. Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά: — Χαιρετίσματα στὸν κόσμο. — Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα· καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

 από την “Αναφορά στον Γκρέκο”,1964.


(Περισσότερα…)

‘Ενας Πύργος στην αυλή μου: Ο ενετικός Πύργος Αυλωναρίου είναι και δικός σου- Διδακτική πρόταση

Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.

“Η μισή ντροπή δική μου η μισή ντροπή δική σου…” : Ένα διασκεδαστικό παιχνίδι για το τέλος της χρονιάς

 
 
Το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί και στο τέλος του α΄  4μήνου. Σε δεύτερη φάση,  μπορεί να ανανεωθεί και 
να εμπλουτιστεί με ερωτήσεις, που θα επιλέξουν τα παιδιά και θα εγκριθούν  από τον/ την εκπαιδευτικό.

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com